Το μεσημέρι της περασμένης Κυριακής, ετοιμαζόμουν να επισκεφθώ τον Τέλη για να σαβουρώσω μπριζολάκια. Την τελευταία στιγμή άλλαξα γνώμη και αποφάσισα να επισκεφθώ το Destroy Athens. Η διακόσμηση του σπιτιού μου χρειάζεται ανανέωση και σκέφθηκα πως σε αυτή την έκθεση θα μπορούσα να ενημερωθώ για τη σύγχρονη Τέχνη και να αγοράσω μερικά έργα νέων καλλιτεχνών, ώστε να αντικαταστήσω τους πίνακες του Τσαρούχη και του Φασιανού που έχω στο σαλόνι. Ενημέρωσα τις δυο καμαριέρες μου -τη Μαρίλη και τη Χαριτίνη- πως θα επισκεφθούμε έναν χώρο Τέχνης και τις παρότρυνα να ντυθούν ευπρεπώς. Αν και έσκαγε ο τζίτζικας, έριξα πάνω μου μια γούνα που μου είχε χαρίσει ο Αλέξανδρος Ιόλας το 1978 στο Παρίσι - ήθελα να εντυπωσιάσω τους υπόλοιπους φιλότεχνους. Παράλληλα, τηλεφώνησα στη Βίβιαν Γιαδικιάρογλου για να της ζητήσω να μας συνοδεύσει - η Βίβιαν έχει σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης και η παρουσία της θα ήτο χρήσιμη, καθώς θα μας εξηγούσε τα κρυμμένα νοήματα των έργων και θα μας ανέλυε τις προθέσεις των καλλιτεχνών. Αν και είχε να βάλει μπουγάδα, ενθουσιάστηκε με την πρότασή μου και σε πέντε λεπτά ήταν στο σπίτι μου.
Στη διαδρομή αποφάσισα να οδηγήσω ριψοκίνδυνα τη Mercedes SLK που μου είχαν χαρίσει η Γιάννα Αγγελοπούλου και ο Θεόδωρος Δασκαλάκης όταν παντρεύτηκα την Εύη Αδάμ - γι' αυτό, δεν φόρεσα ζώνη.
Πάρκαρα κοντά στο χώρο της έκθεσης και άφησα από πενήντα ευρώ σε κάθε πόρτα, για να μη μου σπάσουν το αυτοκίνητο τα λούμπεν στοιχεία που σίγουρα θα σύχναζαν στην περιοχή - παράλληλα, έριξα και καμιά τριακοσαριά ευρώ σε νομίσματα γύρω από το αυτοκίνητο, γιατί ήτο ολοφάνερο πως σε αυτήν τη γειτονιά κατοικούν πτωχοί.
Λίγα μέτρα πριν την είσοδο της εκθέσεως, σκέφτηκα για μια στιγμή να προτείνω στην παρέα μου να επισκεφθούμε το «Butcher Shop» ή το «Sardelles» - οι μυρωδιές που αναδύονταν από τις κουζίνες των δυο εστιατορίων μου είχαν σπάσει τα ρουθούνια.
Δεκάδες άνθρωποι συνωστίζονταν στα τραπέζια και χλαπάκιαζαν - υπέθεσα πως ήταν φιλότεχνοι που, λόγω συνωστισμού, δεν ημπόρεσαν να εισέλθουν στο χώρο της έκθεσης και παρηγορούνταν με κοψίδια και κουτσομούρες.
Στο γκισέ των εισιτηρίων, μπροστά από εμάς, ήταν δυο Γάλλοι που επιθυμούσαν να εισέλθουν δωρεάν στο χώρο. Η ταμίας τους είπε ευγενικά πως τα χαρτιά που της προσκόμισαν δεν δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο και αυτοί έκαναν να φύγουν. Τους αγόρασα δυο εισιτήρια για να μην επιστρέψουν στην πατρίδα τους και κακολογούν τη φιλόξενη χώρα μας - τους έδωσα και πεντακόσια ευρώ να λιγδώσουν το άντερό τους γιατί μου φάνηκαν πεινάλες.
Μπαίνοντας στην έκθεση είδα κάτι οθόνες με κτίρια που γκρεμίζονταν. Με μάγεψε η αισιοδοξία του έργου, αλλά η Βίβιαν Γιαδικιάρογλου το προσπέρασε βιαστικά. Μάλλον θα το είχε αγοράσει κάποιος άλλος συλλέκτης και άρα δεν υπήρχε λόγος να χάνουμε χρόνο.
Στον τοίχο ενός κτιρίου υπήρχε ένα κείμενο που μου θύμισε τον ποιητή Φανφάρα. Ονομαζόταν «Η Τέχνη του κενού». Μαγεύτηκα και διάβασα μερικές γραμμές στη Βίβιαν, τη Μαρίλη και τη Χαριτίνη, που κρέμονταν από τα χείλη μου: «Ονομάζουμε ολοκληρωμένο Ον αυτόν που γνωρίζει να είναι φιλόσοφος, ερευνητής, εξερευνητής του αγνώστου, καλλιτέχνης, εραστής του απείρου, φίλος, εραστής και επαναστατημένος, εξεγερμένος ποιητής...». Δεν συνέχισα άλλο - ήταν ολοφάνερο πως αυτά τα λόγια είχαν γραφτεί για εμένα και δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ.
Στον απέναντι τοίχο έγραφε «We are not professionals» - αυτό μου φάνηκε καλή είδηση γιατί οι ερασιτέχνες δεν έχουν να φάνε και πουλάνε τα έργα τους κοψοχρονιά.
Αμέσως κατάλαβα το σκεπτικό του Destroy Athens: ο χώρος της έκθεσης ήταν χωρισμένος σε έξι κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο αναλογούσε σε μια ημέρα - πρώτη, δεύτερη κ.λπ. Η έκθεση ολοκληρωνόταν την έκτη ημέρα, ημέρα κατά την οποία ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο και μετά έφτιαξε και τη γυναίκα για να έχει παρέα ο άνθρωπος - μη βλέπετε σήμερα, τα παλιά τα χρόνια τα σκυλιά ήταν άγρια και δεν υπήρχαν ακόμα βιβλία.
Έβδομη ημέρα δεν υπήρχε στην έκθεση γιατί σύντομα θα δουλεύουμε και τις Κυριακές - ούτε όγδοη ημέρα υπήρχε, αν και όπως λέει ο Ρασούλης «την όγδοη μέρα ο Θεός έφτιαξε και τον μπαγλαμά».
Χάρηκα πολύ που κατανόησα το νόημα της έκθεσης χωρίς τη βοήθεια της Βίβιαν, και προχώρησα στη δεύτερη μέρα. Εκεί με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη: μια γιγαντοοθόνη έδειχνε ποδόσφαιρο. Στήθηκα όλο αγωνία μπας και δείξει τις επιτυχίες των ομάδων μας στα ευρωπαϊκά Κύπελλα αλλά μάταια - έδειχνε συνέχεια κάτι Τουρκαλάδες της Γαλατά Σαράι που έδεναν τα κορδόνια τους, έπαιζαν λίγο μπάλα και μπαινόβγαιναν στα αποδυτήρια. Εν τω μεταξύ, δεν έμπαινε γκολ με τίποτα.
Όταν είδα πως το παιχνίδι δεν είχε ενδιαφέρον, προχώρησα μερικά μέτρα και αυτό που είδα με αποζημίωσε: ένας τεράστιος πίνακας με οπαδούς της Μενχενγκλάντμπαχ. Λάδι σε καμβά, ωραιότατο. Θα ταίριαζε υπέροχα πάνω από το τζάκι.
Αναζήτησα εναγωνίως τη Βίβιαν για να της πω να το «χτυπήσουμε» πριν προλάβει να το αγοράσει κάνας νεόπλουτος και την είδα να στέκεται κάτω από ένα έργο του Νίκου Κεσσανλή. Ήταν μια βρώμικη πατσαβούρα που κρεμόταν από έναν ξεγάνωτο τενεκέ. Ενθουσιάστηκα! Θα το αγόραζα και θα το κρεμούσα στο μπαλκόνι για να σκιάζονται τα περιστέρια που μας έχουν πνίξει στην κουτσουλιά.
Πλησίασα για να το δω καλύτερα και άκουσα τη Μαρίλη και τη Χαριτίνη να τσακώνονται - η Μαρίλη έλεγε πως αυτήν κοιτούσε το προηγούμενο βράδυ ο πορτιέρης του «Crystal», ενώ η Χαριτίνη υποστήριζε πως της έκλεισε το μάτι την ώρα που τον συνάντησε έξω από την τουαλέτα.
Δεν με ενόχλησε τόσο το γεγονός πως τσιλιμπούρδιζαν πίσω από την πλάτη μου, όσο το ότι δεν σέβονταν το ναό της Τέχνης. Τις διέταξα να επιστρέψουν σπίτι - η τιμωρία τους θα ήταν πως δεν θα απολάμβαναν τα υπόλοιπα εκθέματα.
Συνεχίσαμε με τη Βίβιαν και αντικρίσαμε γεμάτοι δέος το νέο έργο της Εύας Στεφανή. Όταν άρχισε η ανάκρουση του εθνικού ύμνου, σταθήκαμε προσοχή γιατί αυτή η καλλιτέχνιδα είναι πολύ εθνικόφρων. Μάταια περιμέναμε να εμφανιστεί κάποιο αιδοίο κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης του ύμνου - ούτε βυζί δεν έδειξε.
Καθώς περιδιαβαίναμε τους χώρους της έκθεσης βρεθήκαμε μπροστά σε μια γιγαντιαία αγιογραφία. Ενστικτωδώς, έβγαλα μερικά κέρματα για να ανάψω ένα κεράκι, αλλά δεν μπορούσα να βρω το παγκάρι.
Το έργο ήταν του Στέλιου Φαϊτάκη και ονομαζόταν «Ο Σωκράτης πίνει το κώνειο». Απ' όλα είχε μέσα: άγγελο με παλαιστινιακή μαντήλα, δοσίλογους, παπάδες, ΜΑΤ, αεροπλάνα να βομβαρδίζουν την Ακρόπολη, συνθήματα «Λευτεριά στον Γ. Δημητράκη» και «Φωτιά στις τράπεζες» - ήταν το πιο ωραίο έργο της έκθεσης.
Ο Θανάσης Τότσικας με απογοήτευσε γιατί περιορίστηκε στο να ξερνάει πάνω από τα κεφάλια μας - με είχε ενθουσιάσει τόσο τότε που συνουσιαζόταν με ένα καρπούζι, που τώρα περίμενα να τον δω να κουτουπώνει κάναν αμπελώνα.
Το τελευταίο έργο που τράβηξε την προσοχή μου ήταν ένα βίντεο με έναν νεαρό που αφού παρότρυνε μια κοπέλα να κάνει πεολειξία στον φίλο της, έβγαλε έξω την τσουτσούνα του και την έκανε λάστιχο. Είδα τη Βίβιαν να κουνάει απογοητευμένη το κεφάλι της. «Είναι μικρό» μου είπε. «Είναι αρκετά μεγάλο», της λέω, «θα το βάλω στο δωμάτιο των ξένων». «Το πουλί του εννοώ» με αποστόμωσε η Βίβιαν, που την εκφράζει ο μινιμαλισμός, αλλά όχι στα ανδρικά μόρια.
Βγήκαμε έξω μαγεμένοι από το ταξίδι στον κόσμο της Τέχνης. Το μάτι μου έπεσε σε μια γιγαντοαφίσα με τον Πάνο Κιάμο να ποζάρει σαν Ριτζ Φόρεστερ. Ήταν αυτό που έψαχνα για τον τοίχο του σαλονιού. Σκαρφάλωσα στον τοίχο, την ξεκόλλησα προσεκτικά και τη φύλαξα στο πορτμπαγκάζ. Όλα για την Τέχνη.
LiFO - 11/10/07