Δεν είμαι κοινωνιολόγος ούτε πολιτικός επιστήμονας, οπότε δεν μπορώ να αναλύσω τι ακριβώς συνέβη τον περσινό Δεκέμβριο. Ξέρω, όμως, πως δεν έγινε ποτέ ένας σοβαρός δημόσιος διάλογος για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου – βέβαια, εδώ δεν έχουμε συζητήσει ακόμα για τον εμφύλιο. Νομίζω πως δεν μπορεί να γίνει κανένας ουσιαστικός διάλογος στη χώρα από τη στιγμή που ικανοί και άξιοι επιστήμονες έχασαν την αξιοπιστία τους, επιλέγοντας να γίνουν εξαπτέρυγα βρομερών πολιτικών προσώπων και ανυπόληπτων εκδοτών. Ίσως, ο διάλογος για τα γεγονότα του περσινού Δεκεμβρίου να γίνει από τη γενιά του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Θα πρέπει, βέβαια, να περιμένουμε να τελειώσουν τις σπουδές τους, να βρουν δουλειά κτλ. Η βία του περσινού Δεκεμβρίου δεν με τρόμαξε. Η κρατική βία με τρομάζει πολύ περισσότερο. Έχουμε συνηθίσει την κρατική βία και την κρατική τρομοκρατία και την αποδεχόμαστε. Μερικές φορές μάλιστα την επιβραβεύουμε και την δικαιολογούμε. Και η κρατική βία δεν έχει ούτε μήνα, ούτε χρονιά – είναι …παντός καιρού. Βρίσκω εξαιρετικά αφελή και ανιστόρητη την προσέγγιση «καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Μπορείς να την καταδικάζεις όσο θέλεις, αλλά σημασία έχει τι κάνεις για να μην υπάρχει βία. Εμείς δεν κάνουμε απολύτως τίποτα – ο καθένας το τομάρι του, το σπιτάκι του, τα παιδάκια του και όλοι οι άλλοι να πάνε να γαμηθούνε. Οι απελπισμένοι γίνονται όλο και περισσότεροι και δεν έχουν τίποτα να χάσουν, ενώ κάποιοι δεν έχουν και τίποτα να κερδίσουν. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτοί οι απελπισμένοι είναι η μόνη μας ελπίδα. Το ταπεινό μου συμπέρασμα είναι πως ο Δεκέμβριος του 2008 ήταν, απλώς, τα θυρανοίξια. Και οι καμπάνες δεν έχουν χτυπήσει ακόμα. Αυτό που ακούτε είναι τα ελικόπτερα και οι σειρήνες των περιπολικών της Αστυνομίας.
Ακριβώς ένα χρόνο πριν, αμέσως μετά από την πιο συναρπαστική βραδιά που έχω ζήσει στους δρόμους της Αθήνας (και με μόνο οδηγό το ένστικτο), έγραψα το πιο πετυχημένο -από πλευράς αναγνωσιμότητας- κείμενο αυτού του μπλογκ:
«Όταν ξέσπασε η βία».