Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2007

662...

Η βάρδια κυλούσε ήρεμα. Ο Δημήτρης περνούσε μερικά σήματα ρουτίνας στα πλοία κι εγώ διάβαζα το βιβλίο μου. «Τι θα φάτε παιδιά; Πίτσα ή σουβλάκια;». Η Μαρία είχε πάρει σβάρνα τα τμήματα του Κέντρου Συνεννόησης κι έπαιρνε παραγγελίες. Όταν ήρθε το delivery, φάγαμε όλοι παρέα στον Ασύρματο, ακούσαμε λίγο μουσική κι ο καθένας επέστρεψε στο πόστο του. Ο Δημήτρης σαχλαμάριζε με τις κοπέλες στο Γραφείο Διανομής Σημάτων. Έκανα ένα τελευταίο τσεκ στα παρατηρητήρια, πήρα στίγμα από όσα πλοία ήταν έξω και ενημέρωσα το ημερολόγιο και τον Θάλαμο Επιχειρήσεων. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Σκεφτόμουν να πω στον Δημήτρη να κοιμηθώ εγώ πρώτος, γιατί το προηγούμενο βράδυ δούλευα και ήμουν κομμάτια. Μια δυνατή φωνή από τον ασύρματο με ξύπνησε για τα καλά: «Βίκτορ μπράβο, βίκτορ μπράβο το τσάρλι τάνγκο!»

Νέος θα είναι για να φωνάζει έτσι, σκέφτηκα.

«Έλα τσάρλι τάνγκο το βίκτορ μπράβο»
«Με ακούς βίκτορ μπράβο;»
«Τέσσερα στα πέντε! Δυνατά καθαρά!»
«Έχω να σου περάσω ένα!»
«Αναμένω»
«Τώρα!»
«Πάμε τσάρλι τάνγκο!»

Υπήρχε μια αγωνία στη φωνή του. Σκέφτηκα πως ίσως δεν είχε ξαναπεράσει σήμα. Ίσως ο αξιωματικός του στο πλοίο να ήταν δίπλα του – μπορεί και ο κυβερνήτης του. Άρχισε να περνάει το σήμα - συνειδητοποίησα πως μιλούσε ανοικτά. Δεν είχε κλείσει τίποτα με κώδικα. Τον διέκοψα με αυστηρό ύφος.

«Τσάρλι τάνγκο, τσάρλι τάνγκο το βίκτορ μπράβο!»
«Ακούει»
«Τσάρλι τάνγκο, μήπως ξέχασες κάτι;»
«Τι, βίκτορ μπράβο;»
«Δεν έχει διαβάθμιση;»
«Όχι βίκτορ μπράβο! Όλα ανοικτά! Επείγον! Όλα ανοικτά βίκτορ μπράβο!»
«Πάμε τσάρλι τάνγκο!»

Φόρεσα τ’ ακουστικά. Η φωνή του ακουγόταν πια σαν να τα είχε κάνει πάνω του. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι στο διάολο συνέβαινε. Το πλοίο, σύμφωνα με το τελευταίο σήμα, ήταν σε λιμάνι στο νότιο Αιγαίο. Δεν μου είχε δώσει ακόμα απόπλου. Μετά από τις συνήθεις διαδικαστικές φράσεις, κατάλαβα. Και πάγωσα. Την ώρα που έκλεινε ο καταπέλτης του πλοίου έπιασε το πόδι ενός ναύτη και το έκοψε. Ο κυβερνήτης γύρισε αμέσως το πλοίο πίσω, βγήκε από το πλοίο με τον ναύτη στην αγκαλιά του και προσπαθούσε να βρει τρόπο να τον πάει στο νοσοκομείο. Ο ναύτης αιμορραγούσε και υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή του.

«Δημήτρη!!! Δημήτρη!!!»

Συνέχισα να παίρνω το σήμα. Ήμουν πια σε κατάσταση πανικού. Πουθενά ο Δημήτρης. «Δημήτρηηηηηηηηη!!!» Ο Δημήτρης εμφανίστηκε στην πόρτα με τα χέρια στις τσέπες.

«Τον Τ., μαλάκα! Τον Τ.!»
«Τι έγινε ρε μαλάκα;»
«Φώναξε τον Τ.! Τώρα!!!»

Έφυγε τρέχοντας. Γύρισε σε μισό λεπτό. Ο Τ. ήταν στη λέσχη αξιωματικών – τον είχαν ειδοποιήσει κι ερχόταν. Ο Δημήτρης ήταν από πάνω μου.

«Τι συμβαίνει ρε συ;»

Του έδωσα την πρώτη σελίδα από το σήμα και συνέχισα να γράφω. Όταν, μετά από λίγο, γύρισα να τον κοιτάξω, έκλαιγε. Για την ακρίβεια, κόντευε να πνιγεί από τα κλάματα. Όλο το προσωπικό ήταν πια στον Ασύρματο. Το σήμα πήγαινε από χέρι σε χέρι.

Ο Τ. μπήκε φουριόζος στον Ασύρματο. Πουκάμισο απέξω, μαλλιά ανακατωμένα, σε μαύρο χάλι.

«Έξω όλοι! Στα πόστα σας! Μόνο οι ασυρματιστές εδώ μέσα!»

Το σήμα επιτέλους τελείωσε. Ο Τ. το πήρε στα χέρια του. «Ζήτα του τον κυβερνήτη του!». Τον κοίταξα με απορία. «Ζήτα του τον κυβερνήτη του, γαμώ το κέρατό μου!».

«Τσάρλι τάνγκο, τσάρλι τάνγκο το βίκτορ μπράβο!»
«Ακούει!»
«Τσάρλι τάνγκο, ο μεγάλος μου θέλει να μιλήσει με τον μεγάλο σου!»
«Δεν μπορεί ο μεγάλος μου!»

Ο Τ. χτυπιόταν.
«Ρώτα τον, γιατί δεν μπορεί;»
«Μα, προσπαθεί να πάει τον ναύτη στο νοσοκομείο! Το γράφει στο σήμα!»

Ήταν ολοφάνερο πως ο Τ. τα είχε χαμένα. Τον καταλάβαινα. Δεν ήταν καραβίσιος. Τις ίδιες σπουδές είχαμε κάνει και μετά πήγε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Ήταν πλωτάρχης αλλά δεν είχε εμπειρία. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να είχε βάρδια ο Π. ή ο Β. – αυτοί θα ήταν πιο ψύχραιμοι. Ο Δημήτρης ήταν καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου με το κεφάλι μέσα στα χέρια. Εγώ ήθελα να το βάλω στα πόδια. Να βγω έξω στον καθαρό αέρα. Νόμιζα πως θα σκάσω.

Έδωσα σιγή στο δίκτυο και ζήτησα από τον τσάρλι τάνγκο να με ενημερώνει συνέχεια. Ο Τ. πήγε στον Θάλαμο για να ενημερώσει το Επιτελείο. Μείναμε οι δυο μας με τον Δημήτρη.

«Κόπηκε το πόδι του… Mαλάκα, κόπηκε το πόδι του…». Ο Δημήτρης παραμιλούσε απαρηγόρητος. Πήγα δίπλα του αλλά δεν μπορούσα να πω λέξη. Στο δίκτυο σιγή.

Καπνίζαμε το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο. Στα μουγκά. Στις 5 τα ξημερώματα μπήκε στον Ασύρματο ο Τ. Στο χέρι του κρατούσε ένα χαρτί. Το ακούμπησε μπροστά μου. Επάνω ήταν γραμμένος ένας τηλεφωνικός αριθμός.

«Είναι το τηλέφωνο του σπιτιού του ναύτη. Μένει στο Κ. Να πάρεις τηλέφωνο τους γονείς του»
«…»
«Τι με κοιτάς;»
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό»
«Δεν σε ρώτησα αν μπορείς…»
«Δεν παίρνω τηλέφωνο»
«Σε διατάζω να πάρεις τηλέφωνο!»
«Και τι θα τους πω;»
«Θα πεις αυτό που λέει το σήμα. Πες τους πως η αιμορραγία σταμάτησε και είναι στο νοσοκομείο της Κ.»
«Θα πάρω στις πέντε τα ξημερώματα τους γονείς του να τους πω πως το παιδί τους είναι ανάπηρο;»
«Δεν είναι ανάγκη να το πεις έτσι»
«Και πώς θα το πω; Θα με ρωτήσουν τι έγινε!»
«Σε διατάζω!»
«Δεν μπορώ!»
«Θα σε βγάλω αναφορά!»
«Δεν μπορώ!»
«Σε διατάζω μαλακισμένο!»
«Δεν μπορώ! Καλύτερα να πεθάνω!»

Γύρισε στον Δημήτρη. Καμία ελπίδα κι από κει – ήταν μαζεμένος στη γωνία με τα μάτια στο πάτωμα. Πάλι σε μένα.

«Θα πάρεις γαμώ το Χριστό σου;»
«Δεν μπορώ!»
«ΓΙΑΤΙ;;;»
«ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΝΑΥΤΗΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ!!! ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ;;;»

Δεν ξέρω τι έκφραση είχα λέγοντας αυτά τα λόγια αλλά έκανε μεταβολή κι έφυγε. Ο Δημήτρης άρχισε να τον βρίζει.

«Μην τον βρίζεις ρε συ. Αυτός έχει φοβηθεί πιο πολύ από εμάς». Δεν ήταν κακός ο Τ. Ερχόταν συχνά στον ασύρματο και καθόταν με τις ώρες. Είχε καταλάβει πως ήμουν αστείρευτος στο να λέω ανέκδοτα και δεν έχανε ευκαιρία. Τώρα, όμως, τα πράγματα είχαν σοβαρέψει. Κοιτούσα για ώρα το χαρτί με τον τηλεφωνικό αριθμό. 662…

Ξημέρωσε. Η επόμενη βάρδια ήρθε. Φύγαμε για τα σπίτια μας. Όπως ήρθαμε. Αρτιμελείς.

Ένα βράδυ, λίγα χρόνια μετά, γύρισα αργά στο σπίτι. Έβαλα κάτι να φάω και άνοιξα την τηλεόραση. Ένας γνωστός δημοσιογράφος μιλούσε για τον στρατό. Στο πάνελ ήταν διάφοροι -άγνωστοι σε μένα- άνθρωποι. Ένας απ’ αυτούς άρχισε να μιλάει για το ατύχημα που είχε κατά τη διάρκεια της θητείας του, και την αδιαφορία που επέδειξε το ελληνικό κράτος.

Κοιτούσα αφηρημένος, μέχρι το σημείο που άρχισε να λέει λεπτομέρειες. Κάτι μου θύμιζαν όλ’ αυτά αλλά πάλι όχι - συμβαίνουν τόσα και τόσα στρατιωτικά ατυχήματα. Όταν ο παρουσιαστής τον αποκάλεσε με το όνομά του, δεν υπήρχε αμφιβολία. Αυτός ήταν. Θυμόμουν το όνομά του όπως θυμόμουν και τον αριθμό του τηλεφώνου που δεν πήρα ποτέ. Ήταν ένας όμορφος, ξανθός, νέος άνδρας – χαμογελούσε αλλά όχι με την καρδιά του. Πικρά.

Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω πια – ήμουν γεμάτος ενοχές. Αυτός ο ναύτης θα μπορούσε να ήμουν εγώ…



Στον Δημήτρη – όπου και να ‘ναι



Η φωτογραφία είναι της eyedroplet