Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2005
Στην πόρτα σύρμα για κλειδί (είμαστε όλοι αστοί)
(Φίλε αναγνώστη "ανεβάζω" ξανά αυτό το κείμενο για να παρηγορηθείς και να αισθανθείς λίγο καλύτερα. Μη στενοχωριέσαι που δεν βρίσκεσαι σε κάποια παραλία.)
Πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος και όλη η παρέα ήταν στην Κύθνο.
«Πάμε κι εμείς για τρεις μέρες;» με ρώτησε η Μ.
«Να πάμε, αλλά που θα βρούμε δωμάτιο; Δεν θα υπάρχει τίποτα».
«Κάτι θα βρούμε. Αν δεν βρούμε, θα στριμωχτούμε με τα παιδιά ή θα μείνουμε στο Μιχάλη. Το πολύ-πολύ να περιμένουμε να κλείσει το μπαρ του Νίκου και να κοιμόμαστε πάνω στη μπάρα».
Φύγαμε μεσημέρι Παρασκευής και σε τρεις ώρες ήμασταν στο Μέριχα. Το ταξί ήταν ναυλωμένο κι έτσι πήραμε το λεωφορείο για τα Λουτρά. Ο ένας πάνω στον άλλον και ο οδηγός να έχει πιάσει την κουβέντα με ένα φίλο του. Δεν κοιτούσε τον δρόμο. Οι γκρεμοί έχασκαν δεξιά κι αριστερά κι αυτός εξηγούσε στον νεοαφιχθέντα φίλο του ποιος είναι ο σωστός τρόπος να ρίξεις παραγάδι. Στη Χώρα το λεωφορείο έκανε στάση. Κατέβηκαν μερικοί επιβάτες, ενώ δυο αμερικανίδες –μάλλον μάνα και κόρη- έμοιαζαν αναποφάσιστες, γιατί δεν ήξεραν αν είχαν φτάσει στον προορισμό τους ή όχι. Ήταν όρθιες δίπλα στην πόρτα και κοιτούσαν σαν χαμένες δεξιά κι αριστερά, περιμένοντας κάποιος να τους πει που βρισκόμασταν. Ήταν όλοι αποχαυνωμένοι από τη ζέστη και δεν τους έδινε κανείς σημασία. Κάποια στιγμή ο οδηγός γυρνάει και τους λέει εκνευρισμένος :
«Γκόου ή θα κάτσετε;».
Όλοι ξέσπασαν σε γέλια κι αυτές, που δεν καταλάβαιναν τίποτα, έγιναν κατακόκκινες και κατέβηκαν βρίζοντας από το λεωφορείο.
Σε ένα τέταρτο ήμασταν στα Λουτρά. Τα παιδιά μας περίμεναν. Δυστυχώς το μόνο διαθέσιμο κατάλυμα ήταν ένα δώμα πάνω από το μίνι μάρκετ. Πήγαμε να το δούμε. Μια γριούλα μας οδήγησε ως εκεί, προειδοποιώντας μας να μην περιμένουμε πολλά πράγματα. Εντάξει δεν περιμέναμε και τίποτα σπουδαίο, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω που είχαν κρύψει τις κότες, που σίγουρα κούρνιαζαν εκεί πριν το κάνουν ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Είχε δυο παλιά ντιβάνια ενωμένα και ένα νιπτήρα. Α ναι είχε και μια καρέκλα με τρία πόδια. Παράθυρο πουθενά. Όλα αυτά σε 12 τετραγωνικά μέτρα. Η πόρτα φυσικά ήταν σπασμένη και δεν είχε κλειδαριά αλλά σύρμα.
«Γιατί σφάξατε τις κότες; Δεν γεννούσαν;» ρώτησα τη γιαγιά.
«Ποιες κότες;» ρώτησε αθώα.
Πήγα να της πω πως αυτό το δωμάτιο αντί για τοίχους θα έπρεπε να έχει κοτετσόσυρμα, αλλά η Μ. με πρόλαβε.
«Είναι ό,τι πρέπει και μας κάνει. Θα το πάρουμε», είπε στη γερόντισσα.
«Εγώ λέω να το αγοράσουμε καλύτερα, για να μην ψάχνουμε τελευταία στιγμή άλλη φορά», είπα σοβαρά-σοβαρά.
«Λυπάμαι γιε μου, αλλά δεν το πουλάμε» πετάχτηκε η γιαγιά.
«Σας καταλαβαίνω απόλυτα. Κι εγώ αν ήμουν στη θέση σας δεν θα το πουλούσα. Το μπάνιο που είναι;».
«Εδώ έξω».
Βγήκαμε «εκεί έξω» και είδαμε τον ουρανό, τη θάλασσα και τα γύρω σπίτια.
«Δηλαδή που;», ρώτησα ξανά.
Μου έδειξε μια αποθηκούλα, ένα επί ένα με ύψος ενάμισι μέτρο, που ήταν σε απόσταση οκτώ μέτρων από το «δωμάτιο».Φυσικά για πόρτα ούτε λόγος να γίνεται. Ένα παλιό πλαστικό τραπεζομάντιλο με σχέδια –λουλουδάκια, γαλοπούλες, κοτούλες κι αρνάκια.
«Να εδώ!», μου λέει με χαρά.
Σκύβω σιγά-σιγά από φόβο μην πεταχτεί κάνα θηρίο και με φάει και κοιτάω μέσα στο «μπάνιο». Μια λεκάνη χωρίς καπάκι και μια βρύση τοίχου. Και μάκα βέβαια . Για καζανάκι ούτε λόγος βέβαια.
«Μη σας το χαλάσουμε, κρίμα είναι» είπα κοιτώντας τη Μ. με τρόμο.
«Συγνώμη γιαγιά αλλά που θα κάνουμε μπάνιο;» πήρε πρωτοβουλία η Μ. «Εκεί μέσα δεν χωράμε ούτε καθιστοί».
«Να εδώ δίπλα έχει ένα βαρέλι. Θα σας δώσω ένα κατσαρολάκι και θα ρίχνετε νερό ο ένας στον άλλον εδώ έξω. Νέα παιδιά είστε, τι πειράζει να σας βλέπουν από τα γύρω σπίτια;» είπε η γιαγιά χαμογελώντας πλατιά κι επιδεικνύοντας μας τα υπέροχα ούλα της που τόση ώρα ήταν κρυμμένα κάτω από το μουστακάκι της.
Πήγα να της πω πως είμαι επιδειξίας και γουστάρω τρελά την όλη φάση, αλλά η Μ. το πήρε χαμπάρι και με σκούντηξε λέγοντας παράλληλα στη γιαγιά:
«Όλα εντάξει. Θέλετε να σας δώσουμε κάποια χρήματα μπροστά;».
Α, θα πληρώναμε κιόλας; Εγώ νόμιζα πως ήταν κάποιο πειραματικό πιλοτικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά προγράμματα που αφορούσε τη ζωή στις Κυκλάδες τον 18ο αιώνα.
Η γιαγιά μας εμπιστευόταν και δεν ήθελε χρήματα μπροστά. Ξαφνικά ένιωσα πολύ ανώτερος άνθρωπος και βρήκα ξανά την αυτοπεποίθησή μου.
Αφού «τακτοποιηθήκαμε», λέω στη Μ. :
«Θα βγούμε έξω η θες να μείνουμε μέσα;».
Σε δυο λεπτά ήμασταν στο μπαρ του Νίκου και πλακωθήκαμε στα ποτά για να ξεχάσουμε. Πίναμε μέχρι τις 5 τα ξημερώματα και αν δεν έκλεινε το μπαρ, δεν θα πηγαίναμε για ύπνο. Η σκέψη να γυρίσουμε στο δωμάτιο, μας είχε κάνει υπέρμετρα κοινωνικούς. Τέλος πάντων πήγαμε για ύπνο. Ήταν αδύνατο να κλείσουμε μάτι γιατί έκανε απίστευτη ζέστη και δεν έμπαινε αέρας από πουθενά. Κοιμήθηκα δυο ώρες και ξύπνησα λούτσα στον ιδρώτα. Ένιωσα μια φοβερή νοσταλγία για το Παγκράτι και βγήκα έξω. Πλησίασα την «τουαλέτα» αλλά φοβήθηκα να πάω και πολύ κοντά. Η γιαγιά δεν είχε φέρει ακόμα το κατσαρολάκι. Έβαλα το κεφάλι μου μέσα στο βαρέλι με το νερό και μετά πήρα τους δρόμους. Ήπια καφέ στο καφενείο μαζί με τους ψαράδες. Τους περισσότερους τους ήξερα από προηγούμενες επισκέψεις στο νησί – με είχαν πάρει μερικές φορές μαζί τους για ψάρεμα. Αρχίσαμε να πίνουμε μπύρες και ούζα και σε δυο ώρες είχα γίνει λιάδα. Σύρθηκα ως το δωμάτιο. Η Μ. κοιμόταν ακόμα. Τα σώμα της ήταν ιδρωμένο και τα σεντόνια μουσκεμένα. Ξύπνησε μετά από λίγο. Φορέσαμε τα μαγιό μας, βγήκαμε στην ταράτσα και αρχίσαμε να ρίχνουμε μπουγέλα ο ένας στον άλλον. Πήγαμε στο μπαρ του Νίκου για καφέ και πρωινό και μετά πήγαμε για μπάνιο στο Σχοινάρι. Εκεί εγώ έριξα έναν ωραιότατο υπνάκο κάτω από ένα αρμυρίκι και ξύπνησα μόνο όταν τα παιδιά με πέταξαν στη θάλασσα.
Επιστρέψαμε στο δωμάτιο αργά το απόγευμα και η κατάσταση με τη ζέστη ήταν τραγική. Ξαπλώσαμε για λίγο στο κρεβάτι με τα αλάτια χωρίς καμιά διάθεση να πλυθούμε στην ταράτσα και προσπαθήσαμε δια της ακινησίας να πείσουμε τους εαυτούς μας πως δεν έτρεχε τίποτα. Έτρεχε όμως ο ιδρώτας! Η Μ. ήταν γυμνή κι εγώ με το σώβρακο. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο σύζυγος της σπιτονοικοκύρισσας! Πίσω του ήταν τρεις ξανθιές τουρίστριες . Η Μ. κόντεψε να πάθει καρδιακή προσβολή και χώθηκε ολόκληρη κάτω από το σεντόνι. Αφού στάθηκαν και οι τέσσερις εκεί που τελείωνε το κρεβάτι ο παππούς είπε :
«Να μπούμε; Μήπως ενοχλούμε;»
«Τι είναι αυτά που λέτε;» του λέω ψύχραιμα. «Εμείς μήπως σας ενοχλούμε; Να πάμε μια βόλτα και να ξανάρθουμε;»
«Όχι», μου λέει, «θα κάτσεις εδώ».
«Καλά, ό,τι πείτε».
Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί ο μπάρμπας μπούκαρε ξαφνικά στο δωμάτιο με τις τρεις ξανθιές. αλλά δεν έβγαζα συμπέρασμα. Ήμουν δε με το σώβρακο. Τα πράγματα τελικά ήταν απλά.
«Θέλω να δείξω στις κοπέλες το δωμάτιο γιατί μόλις φύγετε θα το πάρουν αυτές».
Τις ζηλεύω σκέφτηκα να του πω αλλά κρατήθηκα.
«Μπορώ να τους δείξω το δωμάτιο;» συνέχισε ο παππούς.
«Ελεύθερα» του λέω και περιμένω να δω τι θα κάνει.
Άπλωσε τα χέρια του και τους είπε :
«Αυτό είναι το δωμάτιο».
Τα κορίτσια κοιτούσαν απορημένα γιατί δεν καταλάβαιναν Χριστό.
«This is the room», μούγκρισε η Μ. κάτω από τα σεντόνια με την ελπίδα πως θα ξεκουμπιστούν κάποια στιγμή, αλλά δεν ακούστηκε καθαρά. Οι κοπέλες και ο παππούς κοίταξαν με απορία προς το μέρος της.
«This is the room» επανέλαβα εγώ.
«Δεν είναι τίποτα σπουδαίο» είπε ο παππούς.
«It’ s not something special», εγώ.
«Αλλά είναι φτηνό», ο παππούς
«But, it’s cheap», εγώ.
Πάνω που ήμουν έτοιμος να πω την τιμή του δωματίου χωρίς να περιμένω τον παππού για να γλιτώσουμε χρόνο, τον ακούω να λέει τη διπλή τιμή απ’ αυτήν που είχε πει η γυναίκα του σε εμάς.
«Είστε σίγουρος;» τον ρωτάω. «Μήπως εννοείτε για δυο μέρες;».
«Τη δουλειά μου δεν ξέρω;» μου λέει με ύφος. «Πες τους στ’ αγγλικά!».
«Μάλιστα». Τώρα με διέταζε κιόλας.
Τα κορίτσια κοιτούσαν μια αυτόν μια εμένα απορημένα. Η μια ήταν πολύ όμορφη. Ψηλή με όμορφο σώμα και γλυκό χαμόγελο.
«Where do you come from?» τις ρωτάω.
«Sweden» και οι τρεις με μια φωνή και χαμογελώντας.
«Γιάι έλσκερ ντάι (σε αγαπάω)» τους λέω και ξεσπάνε σε γέλια.
«Τι τους είπες;» με ρωτάει η Μ. κάτω από τα σεντόνια.
«Πως σκότωσα τον Όλαφ Πάλμε».
«Και γιατί γελάνε;»
«Είναι αναίσθητες».
«Τι λένε;» ρωτάει κι ο παππούς. «Θα το πάρουν το δωμάτιο;».
«Θα το πάρουν, μόνο αν δεχτείτε να κοιμηθείτε μαζί τους. Δέχεστε;».
«Με κοροϊδεύεις;» μου λέει ο μπάρμπας εκνευρισμένος.
«Όχι, αλλά πρέπει κάπως να δικαιολογήσω την τιμή του δωματίου».
«Ό,τι και να γίνει, θα το πάρουν το δωμάτιο. Δεν υπάρχουν ελεύθερα δωμάτια στα Λουτρά μέχρι την Πέμπτη».
«Κάτω τα μονοπώλια!» πετιέται η Μ. κάτω από το σεντόνι.
Λέω στις Σουηδέζες την τιμή και κουνάνε καταφατικά το κεφάλι. Γλυκά τα κορίτσια του Βορρά –άδολα κι αθώα. Η πιο κοντή δοκιμάζει με το χέρι της το στρώμα.
«Πονάω!» ακούγεται η φωνή της Μ. κάτω από τα σεντόνια.
Χαιρετάνε κάνουν μεταβολή και φεύγουν. Η Μ. βγάζει το κεφάλι της από το σεντόνι. Κοιταζόμαστε και γελάμε μέχρι δακρύων. Μετά βγαίνουμε με τα μαγιό στην ταράτσα κι αρχίζουμε να πλένουμε ο ένας τον άλλον –με το κατσαρολάκι. Φυσικά μας βλέπουν όλοι από τα γύρω σπίτια. Όσοι είναι στο λόφο, αμφιθεατρικά. Δεν περνάνε πέντε λεπτά κι εμφανίζεται ο παππούς θυμωμένος όσο δεν παίρνει.
«Τα νερά βγαίνουν από κάτω!».
«Που από κάτω;».
«Στο μίνι μάρκετ!».
«Συγνώμη δεν το ξέραμε. Δεν μας το είπε κανείς. Να μην πλυθούμε;».
«Φτάνει! Όσο πλυθήκατε, πλυθήκατε!».
Δεν μπορούσε να είναι καμιά πενηνταριά χρόνια νεότερος, σκέφτηκα. Θα τον έβαζα στο βαρέλι και θα του έκανα πατητές.
Το βράδυ μετά το φαγητό πάλι στο μπαρ του Νίκου. Ήταν και οι Σουηδέζες εκεί, που αλλού να πήγαιναν; Τις κέρασα τρία ποτά από συμπόνια για το κακό που τις περίμενε. Ευχαρίστησαν κι έκατσαν μαζί μας. Η ψηλή ήταν παίδαρος. Παίξαμε γιαντζί και γίναμε ντίρλα από το ποτό. Ήταν εντελώς χαζοχαρούμενες –ο τύπος του ανθρώπου που εκτιμώ.
Το πρωί πλήρωσα τον παππού, μαζέψαμε τα πράγματά μας, τα αφήσαμε στο μπαρ του Νίκου και πήγαμε στο Σχοινάρι για μια τελευταία βουτιά πριν φύγουμε για την Αθήνα. Εκεί που καθόμασταν κάτω από το αρμυρίκι, βλέπω τον παππού να κατεβαίνει όλο φούρια το δρομάκι που οδηγούσε στην παραλία.
«Δεν τον πλήρωσες;», με ρώτησε έντρομη η Μ.
«Με το παραπάνω. Τόση πολυτέλεια πρέπει να επιβραβεύεται».
«Και τότε τι θέλει;».
Ο παππούς είχε φτάσει από πάνω μας και ήταν πολύ εκνευρισμένος.
«Που είναι αυτές;»
«Ποιες;»
«Οι ξένες! Αυτές που νοίκιασαν το δωμάτιο»
«Γιατί ρωτάτε εμένα;»
«Εσύ έκανες τη συμφωνία».
«Πάτε καλά; Ποια συμφωνία;».
«Χτες στο δωμάτιο. Εσύ μιλούσες μαζί τους!».
«Εσείς δεν μου είπατε να τους μεταφράσω;».
«Εσύ τους είπες να πάρουν τα σεντόνια;».
«Ναι, τους είπα πως όποια κοιμάται σ’ αυτά τα σεντόνια πιάνει αρσενικό παιδί».
«Με δουλεύεις;».
«Ναι».
Ο παππούς έφυγε βρίζοντας και άρχισε να ψάχνει στην παραλία. Λίγο μετά ανακάλυψε τις Σουηδέζες. Δεν τις είχα δει. Ήταν γύρω στα 80 μέτρα δεξιά μας. Είχαν στρώσει τα σεντόνια του δωματίου στην άμμο κι έκαναν ηλιοθεραπεία. Πάλι καλά που δεν είχαν κουβαλήσει και τα ντιβάνια. Ο παππούς άρχισε να τραβάει τα σεντόνια, ενώ αυτές ήταν ξαπλωμένες και έβριζε σαν λούστρος. Δεν έχω ακούσει ποτέ λούστρο να βρίζει, αλλά που λέει ο λόγος. Άρχισαν κι αυτές να φωνάζουν κι έγινε ο χαμός. Όλοι οι λουόμενοι επευφημούσαν και χειροκροτούσαν. Ο παππούς τις έσπρωχνε, αυτές έσπρωχναν τον παππού –ήταν πάρα πολύ ωραία. Η ψηλή τα είχε πάρει στο κρανίο. Αν του έχωνε καμιά μπούφλα, θα ήταν σίγουρα νοκ ντάουν. Τέλος πάντων τους πήρε τα σεντόνια κι έφυγε βρίζοντας.
Το απόγευμα στο Μέριχα είμαστε όλοι αραγμένοι σε ένα ζαχαροπλαστείο και τσακίζουμε μπακλαβάδες και γαλακτομπούρεκα, παίζοντας τάβλι και περιμένοντας το καράβι. Η Μ. ξεφυλλίζει την εφημερίδα. Ξαφνικά λέει :
«Μαλάκες, πέθανε ο θείος μου!».
Μας φύγανε οι μπακλαβάδες, τα γαλακτομπούρεκα και τα ζάρια. Χτυπιόμασταν από τα γέλια. Ήταν απίστευτο αλλά η αναγγελία ενός θανάτου ακούστηκε σαν το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο. Η Μ. γελούσε κι αυτή. Μετά έκλαψε λίγο. Σταματήσαμε να γελάμε όταν ήρθε το καράβι. Ήταν γεμάτο ασφυκτικά. Κάτω από το φουγάρο ήταν ένα ωραίο πόστο και περιέργως δεν υπήρχε ψυχή.
«Μάγκες εδώ», τους λέω σίγουρος πως έχω βρει το καλύτερο πόστο για το ταξίδι.
Στρώσαμε τα σλίπιν μπαγκ και ξαπλάραμε. Ανοίξαμε και το κασετόφωνο, αγοράσαμε και μπύρες –χλιδή. Με το που βγήκε το πλοίο από το λιμάνι, το πρώτο κύμα που συναντήσαμε, ήρθε κι έσκασε πάνω μας, κάνοντάς μας λούτσα από την κορφή ως τα νύχια. Το κασετόφωνο καταστράφηκε. Νόμιζα πως θα πεθαίναμε από τα γέλια. Δεν κουνήσαμε ρούπι και μέχρι τον Πειραιά μετρήσαμε όλα τα κύματα του Αιγαίου πάνω μας. Όταν φτάσαμε ήμασταν σαν ναυαγοί μετά από διάσωση. Όπως πρέπει δηλαδή.
(στη μάνατζέρ μου και στη Μ. που είναι στην Ινδία)