Πέμπτη, Απριλίου 06, 2006

Η δική μου χαρά

Θα είμαι ειλικρινής. Στο σχολείο πάντα διαβάζαμε τις εκθέσεις μου στην τάξη. Στο δημοτικό ή εγώ ή ο Δάσκαλος – καλή του ώρα. Έχω ακόμα αυτό το παλιό τετράδιο, καπλαντισμένο με μπλε αυτοκόλλητο. «Εκθέσεις μαθητή πιτσιρίκου». Στις παρατηρήσεις του, με κόκκινο στυλό γραμμένες, διαβάζω : «Μπράβο πιτσιρίκο, το τράνταξες το θέμα! Έχει αρχή, μέση και τέλος. Ο τρόπος γραφής σου έχει ομοιότητες με αυτόν του συμπατριώτη σου Διονυσίου Σολωμού. Να τις ανακαλύψεις και να μας τις εκθέσεις στην τάξη».


Ποτέ δεν θα ξεχάσω την τρομάρα που πήρα εκείνη τη μέρα. Μετά το σχολείο έτρεξα πανικόβλητος στο σπίτι. Δεν ήθελα να ξαναπάω σχολείο – για τρεις μέρες έκανα τον άρρωστο. Είναι αδύνατον για ένα μικρό παιδί να ανακαλύψει οποιαδήποτε ομοιότητα με τη γραφή κάποιου ποιητή ή συγγραφέα, πόσο μάλλον όταν δεν τον γνωρίζει. Η μητέρα φρόντισε να μου αγοράσει όλα τα βιβλία και τα δοκίμια που αφορούσαν τον Σολωμό, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να αποστηθίσω ολόκληρο τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν – ακόμα θυμάμαι πολλές στροφές απέξω. Συμπόνεσα λίγο και τον εθνικό μας ποιητή με όλη αυτήν την ιστορία – δεν ήταν ζωή αυτή που έζησε, ήταν μαρτύριο.

Δεν ξέρω γιατί ο Δάσκαλός μου θεώρησε σωστό να μου γράψει αυτήν την παρατήρηση – δεν τον ρώτησα ποτέ. Χρόνια αργότερα τον συνάντησα ένα καλοκαίρι στη Ζάκυνθο – έκανε διακοπές. Βρεθήκαμε τυχαία σε ένα Φεστιβάλ του Οδηγητή – ήταν κομμουνιστής. Αυτός με τη γυναίκα του κι εγώ με την συντροφιά μου. Ήταν εμφανές πως μου είχε μεγάλη αδυναμία και θα μπορούσα εκεί κάτω από το άγαλμα του Σολωμού να τον ρωτήσω τι εννοούσε επιτέλους μ’ εκείνο το σχόλιο στην έκθεσή μου, αλλά δεν το έκανα. Τραγουδήσαμε παρέα το «Ακορντεόν» και μετά χωρίσαμε – έκτοτε δεν τον ξαναείδα.

Στο Γυμνάσιο η φιλόλογος σχεδόν πάντα διάβαζε η ίδια την έκθεσή μου – εγώ συνήθως βαριόμουν. Μόνο τις φιλολόγους θυμάμαι από το Γυμνάσιο – τους άλλους καθηγητές τους έχει απωθήσει η μνήμη μου. Είχαμε μια φιλόλογο που μας έβαζε να γράφουμε μικρές ιστορίες με ελεύθερο θέμα. Για μένα αυτό ήταν το καλύτερο γιατί η φαντασία μου οργίαζε παιδιόθεν. Τελείωνα το γράψιμο σε είκοσι λεπτά – όπως κάνω τώρα σε αυτό το blog – και μετά πήγαινα να παίξω μπάλα.

Μια μέρα έγραψα μια ιστορία για έναν νεαρό αντιστασιακό και μια φοιτήτρια που ερωτεύθηκαν μέσα στην Κατοχή. Γύρω ο πόλεμος, στη μέση ο έρωτας. Η σχέση τους βέβαια πήγαινε κατά διαβόλου, γιατί οι Γερμανοί ήθελαν να τους ξεκάνουν – αυτόν πιο πολύ – αλλά ξαφνικά την κρίσιμη στιγμή ένας γέροντας που έμενε στο διπλανό σπίτι εμφανιζόταν ως από μηχανής Θεός και αποσπούσε την προσοχή των Γερμανών ώστε να καταφέρει το ζευγάρι να διαφύγει. Στο τέλος ο γέρος θυσιαζόταν κι έπεφτε νεκρός, αλλά το ζευγάρι κατάφερνε να γλιτώσει.

Την θυμάμαι τη μέρα που διάβασα αυτήν την ιστορία στην τάξη. Η φιλόλογος μου ζήτησε να την διαβάσω εγώ. Ξεκίνησα να την διαβάζω χωρίς να δίνω ιδιαίτερη σημασία στο τι συνέβαινε γύρω μου. Όταν τελείωσα, σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα τους συμμαθητές μου – ήταν όλοι δακρυσμένοι. Ως και ο σκληρός της τάξης είχε βουρκώσει! Αισθάνθηκα μεγάλη ικανοποίηση μετά, γιατί μην κοιτάτε που γράφω «αστεία», εμένα μου αρέσει το δράμα – να κλαίνε οι άνθρωποι, να το ευχαριστιούνται. Οι κωμωδίες ποτέ δεν μου άρεσαν.

Όταν τελείωσε η χρονιά, η Μαρία που καθόταν στο μπροστινό θρανίο μου ζήτησε να της δώσω αυτήν την ιστορία. Έσκισα τις σελίδες από το τετράδιο και της χάρισα στη Μαρία. Έκτοτε πάντα γράφω ιστορίες πάνω σε φωτογραφίες φίλων ή σε βιβλία που τους χαρίζω ή σε οποιαδήποτε άλλη ευκαιρία – δεν πρέπει να υπάρχει νησί του Αιγαίου που να μη βρεθεί έστω ένας άνθρωπος να έχει μια μικρή ιστορία που έγραψα. Υπάρχει μια φωτογραφία μου σε ένα κλαμπ της Νάξου, όπου γύρω γίνεται χαμός κι εγώ γράφω στο πίσω μέρος μιας φωτογραφίας. Μια καλή φίλη λέει πως «το δώρο που σου χαρίζει ο πιτσιρίκος μπορεί κάποια στιγμή να το πετάξεις, αλλά αυτό που σου γράφει σαν αφιέρωση ποτέ» - βέβαια φίλη αγαπημένη είναι, τι θα έλεγε; (Τώρα που γράφω σκέφτομαι πως η συγκεκριμένη φίλη αγνοεί την ύπαρξη αυτού του blog. Γουστάρω να μου πάρει δώρο το βιβλίο μου.)

Συνάντησα τη Μαρία μετά από χρόνια στην οδό Μητροπόλεως. Αγκαλιές φιλιά και τα ρέστα και ξαφνικά με ρωτάει : «Θυμάσαι εκείνη την ιστορία;». Ομολογώ πως δεν κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε, αλλά όταν έβγαλε από το τσαντάκι της τις σελίδες με τα δικά μου γράμματα και μου τις έδειξε ένιωσα το στομάχι μου να γίνεται κόμπος. «Το έχω πάντα μαζί μου» μου είπε. Δεν έπαιζε τίποτα ερωτικό με τη Μαρία, απλά την είχε συγκινήσει η ιστορία.

Τους θυμήθηκα όλους αυτούς τους ανθρώπους – τον Δάσκαλό μου πιο πολύ – χτες το βράδυ. Ένας άλλος άνθρωπος – νέος φίλος αυτός - με ευχαρίστησε για τη χαρά που του έδωσα. Και η χαρά του ήρθε μέσα από αυτά που έγραψα. Χάρηκα κι εγώ πολύ με όσα ωραία μου είπε, αλλά στο τέλος ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί του. «Η δική μου χαρά είναι όταν γράφω».


Στον Διονύση