Τρίτη, Απριλίου 18, 2006

Άξιον εστί



Μικρή μου φάνηκε η εκκλησία τις τελευταίες φορές που βρέθηκα εκεί. Δεν μίκρυνε η εκκλησία, εγώ μεγάλωσα. Δεν μπορώ να κρυφτώ πια πίσω από τον θείο και τη θεία. Φαίνομαι. Άλλωστε δεν ζουν πια.


Τη Μεγάλη Εβδομάδα την περνούσαμε κυρίως στο γυναικωνίτη του Αγίου Νικολάου. Καμιά δεκαριά χαμίνια με κοντά παντελονάκια. Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν να πετάμε χαρτάκια στους καραφλούς. Γυάλιζαν οι φαλάκρες τους από τις φωταψίες της εκκλησίας και ήταν μεγάλη πρόκληση. Πετούσαμε τα χαρτάκια και μετά σκύβαμε για να μην φαινόμαστε. Όταν κάποιος μπάρμπας μας έπαιρνε χαμπάρι και προσπαθούσε να έρθει επάνω να μας δείρει, καθόμασταν όλοι μαζί πίσω από την πόρτα για να μην μπορεί να μπει μέσα. Μας έβριζε λίγο, μετά θυμόταν πως βρισκόταν μέσα σε εκκλησία – αν και οι Ζακυνθινοί δεν καταλαβαίνουν από τέτοια πράγματα - και έφευγε. Μια φορά σφήνωσε η πόρτα και δεν άνοιγε με τίποτα. Πήρε φόρα ο αδελφός μου και την γκρέμισε κανονικά. Αφήσαμε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα πίσω μας και πήγαμε να παίξουμε μπάλα στην κατηφόρα, ενώ μέσα ο παπάς έψελνε.

Δεν θυμάμαι να μας υποχρέωναν να πάμε στην εκκλησία. Μάλλον πηγαίναμε επειδή πήγαιναν και όλοι οι άλλοι. Που αλλού να πας; Ήταν φοβερό υπερθέαμα πάντως. Σταυροί, Επιτάφιοι, εξαπτέρυγα, λαμπάδες, στρακαστρούκες. Ο ξάδελφός μου ήταν παπαδάκι και τον κοροϊδεύαμε, αλλά πάντα είχε πιο καλό χαρτζιλίκι από εμάς. Τον τραβούσε ο παπάς μαζί του από δω κι από κει σε αγιασμούς και ευχέλαια και πάλι καλά που δεν του έμεινε κανα κουσούρι. Φανερό εννοώ, γιατί κατά τ’ άλλα είναι όλος ένα κουσούρι.

Δίπλα στο σπίτι του θείου και της θείας έμενε ο κυρ Αντώνης και η κυρία Αθηνά. Ο κυρ Αντώνης ήταν λεβεντάνθρωπος και έψελνε καταπληκτικά. Είχε μια άσπρη φοράδα και μια φορά με ανέβασε μόνο μου πάνω της και πήγαινα γύρω-γύρω στο χωράφι, ενώ αυτός κρατούσε το άλογο από το χαλινάρι. Εγώ ήθελα να κάνω καουμπόικα και να πηδάω τους φράχτες με την Αστραπή – δεν θυμάμαι το όνομα του αλόγου- για να ξεφύγω από τους Ινδιάνους που με κυνηγούσαν για να μου πάρουν το σκαλπ αλλά δεν με άφησε, οπότε κι εγώ το έκανα με τη φαντασία μου.

Η κυρία Αθηνά ήταν μια πολύ γλυκιά γυναίκα που της άρεσε το κρασάκι – κούτσαινε λίγο. Είχε πολύ μεγάλα βυζιά και μου άρεσαν πολύ. Με άφηνε να τα πιάνω και να τα τινάζω πέρα δώθε. Γελούσε πολύ όταν το έκανα αυτό, αλλά κι εγώ δεν θυμάμαι πιο χαρούμενες στιγμές στην παιδική μου ηλικία απ’ αυτές. Ένα βράδυ που με πονούσε το δόντι μου πήδησα τον φράχτη και πήγα στο δικό τους σπίτι. Νόμιζα πως αν με πάρει αγκαλιά θα μου περάσει. Κοιμόντουσαν βαριά και λυπήθηκα να τους ξυπνήσω, οπότε πήγα στο δωμάτιο των κοριτσιών - είχαν δυο κόρες – και ξάπλωσα ανάμεσά τους. Μύριζαν πολύ ωραία και μου πέρασε ο πονόδοντος. Από τότε κάθε βράδυ πηδούσα τον φράχτη και κοιμόμουν μαζί τους.

Είχαν και μια προβατίνα, την Αλέκα. Για την ακρίβεια δεν ήταν η «Αλέκα» αλλά η «Αλέκα μου». Την αγαπούσα πάρα πολύ. Ένα απόγευμα πήγα να βρω την Αλέκα αλλά στη θέση της ήταν ένα άλλο πρόβατο, εντελώς γουλί. Προσπαθούσαν να με πείσουν πως είναι η Αλέκα μου και πως απλά την είχε κουρέψει ο κυρ Αντώνης, αλλά ήμουν απαρηγόρητος. Ως και η Αλέκα με κοιτούσε με απορία. Εκείνο το απόγευμα ήταν εντελώς τραυματικό γιατί ξαφνικά ξέσπασε μια μπόρα και κάποια στιγμή διαπιστώσαμε πως το παπάκι της Σούλας, της μικρής τους κόρης, είχε εξαφανιστεί. Τρέξαμε όλοι μέσα στην καταρρακτώδη βροχή για να το βρούμε. Το βρήκε η Σούλα πνιγμένο στη ρίζα μιας ελιάς και έπεσε στα γόνατα μέσα στα χώματα με το κορμί της να τραντάζεται από τα κλάματα. Το θάψαμε όλοι μαζί μπροστά στο σπίτι συμμετέχοντας στο θρήνο της Σούλας, ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει. Εγώ την καταλάβαινα πιο πολύ απ’ όλους γιατί λίγο καιρό πριν είχε πεθάνει ο Πεπίτο ένα χάμστερ που μου είχαν πάρει οι γονείς μου και τον χαμό του οποίου ακόμα δεν έχω ξεπεράσει. Μετά η κυρία Αθηνά για να διασκεδάσει την κατάσταση μας έφτιαξε τηγανίτες με ζάχαρη και μας πέρασε λίγο.

Η Χρυσή, η μεγάλη τους κόρη, ερωτεύθηκε ένα παιδί, τον Νίκο, και βλέπονταν κρυφά. Τα πράγματα γίνονταν ως εξής : περιμέναμε όλοι να φύγει ο κυρ Αντώνης για να πάει στο καφενείο και κάναμε σαν να μη τρέχει τίποτα. Τότε έπεφτε σύρμα και ερχόταν ο Νίκος. Η κυρία Αθηνά πήγαινε να κάνει τις δουλειές στην κουζίνα κι εγώ με τη Σούλα και τον αδερφό μου πηγαίναμε βόλτα μέσα στα λιοστάσια. Αυτά γίνονταν αυτόματα και απορώ ακόμα πως τόσο μικρά παιδάκια επιδεικνύαμε τέτοια διακριτικότητα. Βέβαια στη βόλτα όλο για τη Χρυσή και τον Νίκο μιλούσαμε και είχαμε φτιάξει μάλιστα ένα αστείο τραγουδάκι γι’ αυτούς που εγώ κάποια στιγμή θεώρησα καλό να αρχίσω να το τραγουδάω μπροστά στον γαμπρό, ο οποίος άρχισε να με κυνηγάει με τις πέτρες. Φυσικά όσο καταλάβαινα πως τον ενοχλούσε τόσο συνέχιζα, γιατί ενδόμυχα δεν του συγχωρούσα το γεγονός πως απασχολούσε τη Χρυσή, με συνέπεια αυτή να μην παίζει πια μαζί μας. Πριν μερικά χρόνια τον είδα τυχαία στη θάλασσα και δεν με πήρε χαμπάρι. Πήγα πίσω του κολυμπώντας κι άρχισα να του τραγουδάω εκείνο το τραγούδι. Κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια και δεν νευρίασε καθόλου, αλλά αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς – τώρα του ρίχνω δυο κεφάλια και θα τον τρέλαινα στις πατητές.

Την ημέρα του Πάσχα σουβλίζαμε όλοι μαζί στο σπίτι του θείου. Ερχόταν και ο πατέρας με τη μητέρα από την Αθήνα και πραγματικά ήταν γιορτή. Ο πατέρας ξυπνούσε από τα χαράματα και πάλευε με τις σούβλες. Σηκωνόμασταν κι εμείς και τον βοηθούσαμε. Βέβαια όταν μεγαλώσαμε λίγο κι αρχίσαμε να γαμπρίζουμε, παίρναμε σβάρνα τα κλαμπ μετά την Ανάσταση, με αποτέλεσμα να γυρνάμε σπίτι τα χαράματα και να ξυπνάμε μετά το μεσημέρι. Μας τραβούσε τα σκεπάσματα για να σηκωθούμε.

Θυμάμαι ένα Πάσχα που είχαν έρθει και ο θείος με τη θεία από την Θεσσαλονίκη. Από το σπίτι περνούσαν διάφοροι άνθρωποι εντελώς μεθυσμένοι – «κλόκα» λέμε στη Ζάκυνθο – οι οποίοι βλαστημούσαν, μετά ξαφνικά έψελναν το «Αι Γενεαί Πάσαι» και μετά έριχναν κι έναν Ζαμπέτα για να καλύψουν το θέμα απ’ όλες τις πλευρές. Έπαιρναν κι ένα μεζέ κι έφευγαν. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την έκφραση των Μακεδόνων συγγενών μας μπροστά σ’ αυτόν τον θίασο μεθυσμένων διερχομένων. Ο θείος Πάνος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Πάντα διασκεδάζω όταν βλέπω πόση εντύπωση κάνουν οι Ζακυνθινοί σε φίλους μας από άλλα μέρη που επισκέπτονται το νησί. Παθαίνουν πλάκα οι άνθρωποι. Τους αρέσουν όμως.

Μετά οι γονείς μας έφευγαν κι εμείς μέναμε λίγες μέρες ακόμα μέχρι να τελειώσουν οι διακοπές του Πάσχα. Συνεχίζαμε τις αλητείες και κάναμε πλάτες στη Χρυσή και τον Νίκο που ζούσαν απερίσπαστοι τον έρωτά τους. Όλη μέρα στους αγρούς με μια φέτα ψωμί στο χέρι. Φυσικά τις σωματικές μας ανάγκες τις ικανοποιούσαμε στα χωράφια χωρίς να ντρεπόμαστε ο ένας τον άλλον. Όταν μετά από χρόνια διάβασα τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη «Άξιον εστί τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα» ήξερα πολύ καλά τι ήθελε να πει ο ποιητής.


Αυτές οι σκέψεις μου ήρθαν στο μυαλό, μέρες που είναι, και τις έγραψα.