Πριν από μερικά χρόνια, ένα απόγευμα, έπινα ήσυχα τον καφέ μου με την παρέα μου σε ένα μπαράκι. Δίπλα μας κάθονταν δυο ηλικιωμένοι κύριοι. Ο ένας ήταν δημοσιογράφος – παλαιότερα διευθυντής του πιο πετυχημένου ελληνικού περιοδικού – και ο άλλος αρχιτέκτονας που συμμετείχε τότε σε κάποιο δημόσιο έργο. Γνώριζα τον δημοσιογράφο λόγω γειτονίας –ήταν ένας φοβερός τύπος.
Κάποια στιγμή οι δυο κύριοι είχαν μια διαφωνία και στράφηκαν σε εμάς που ήμασταν νεότεροι για να ρωτήσουν τη γνώμη μας – «για ν’ ακούσουμε τι λένε και τα παιδιά». Μετά από μια ολιγόλεπτη συζήτηση, ξέχασαν τη δική τους διαφωνία – που είχε να κάνει με την οικονομική κατάσταση- και θέλησαν να μάθουν πώς τα φέρνουμε βόλτα. Ήταν δυο εξαιρετικά ευκατάστατοι άνθρωποι, οπότε βρήκα την ευκαιρία να τους κάνω ένα κήρυγμα για το πόσο άχρηστο είναι το χρήμα και η ιδιοκτησία – τρελαίνομαι για κάτι τέτοια.
Άρχισαν να γελάνε αλλά δεν πτοήθηκα και τους είπα πώς είναι δυνατόν δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι με φάσμα θανάτου μπροστά τους – δεν ξέρω πως τα λέω αυτά στους ανθρώπους, αλλά τα λέω- να είναι γαντζωμένοι σε ιδιοκτησίες και άλλα τέτοια περιττά πράγματα; Θα έπρεπε να το έχουν φιλοσοφήσει λίγο. (Πιο συγκεκριμένα τους είχα πει «μα καλά, εσείς είστε έτοιμοι για καλή ψυχή και ασχολείστε ακόμα με περιουσίες;».)
Ξεράθηκαν στα γέλια, οπότε πήρα κι εγώ φόρα και δεν ήξερα τι έλεγα. Πως το χρήμα πια στην ηλικία τους το μόνο που μπορεί να τους αγοράσει είναι την ερωτική συντροφιά καμιάς ωραίας μπέμπας – ήξερα πως ο δημοσιογράφος ήταν τρομερός μουνάκιας – και πως το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν ήταν να δώσουν όλα τους τα χρήματα στην Κούβα για την επανάσταση.
Τα γερόντια χτυπιόντουσαν πια από τα γέλια και ήταν πολύ χαρούμενα, οπότε κι εγώ συνέχισα με το πόσο απαραίτητη είναι η εθνικοποίηση των φυσικών πόρων, τους πέταξα όσα μαρξιστικά θυμόμουνα και κατέληξα βέβαια με το «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Εν τω μεταξύ, είχαν περάσει σχεδόν δυο ώρες και έπρεπε να φύγω. Πού να μ’ αφήσουν να φύγω; Προφανώς, ήμουν εξαιρετικά διασκεδαστικός. Τους χαιρέτησα και έφυγα.
Ο δημοσιογράφος δεν ζει πια – πραγματικά ήταν ένας πολύ ωραίος τύπος – και για τον άλλον κύριο δεν γνωρίζω. Τους θυμήθηκα αυτές τις μέρες. Μιας και εκείνη η κουβέντα είχε μείνει στη μέση – κανονικά θα έπρεπε να τους είχα βγάλει λόγο διάρκειας τουλάχιστον πέντε ωρών, όπως συνηθίζω - θέλω να τους πω πως είμαι καλά, είμαι αμετακίνητος στις απόψεις μου και το μόνο που θα είχα να προσθέσω είναι πως το δίλημμα έχει μεταλλαχτεί σε «Σοσιαλισμός ή ξηρασία». Η ξηρασία κερδίζει.