Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007

Summer of the cat


Δεν θυμάμαι πόσα καλοκαίρια έχουν περάσει. Μόλις είχα κάνει με τη συμμορία μου τη μεγάλη ληστεία του τρένου στη Σαντορίνη. Οι μπάτσοι ήταν στο κατόπι μας και έπρεπε να κρυφτούμε. Αποφάσισα να πάω στο σπίτι της θείας μου στη Ζάκυνθο μαζί με το πρωτοπαλίκαρό μου, τον Τόνι Μανέρο.


Τηλεφώνησα πρώτα στη θεία μήπως ήθελε να της πάω κάτι. Μου ζήτησε να της πάω μερικές γάτες. Σκέφτηκα πως τα οικονομικά της δεν ήταν καλά και τρεφόταν πια με κατοικίδια ζώα. Προσφέρθηκα να της πάω μερικές αγελάδες, αλλά μου εξήγησε πως στη Ζάκυνθο είχαν ραντίσει για τα ποντίκια και –αντί για τα ποντίκια– ψόφησαν όλες οι γάτες.

Πήδηξα στη διπλανή αυλή και πήρα τη γάτα του γείτονα μαζί με τα τρία νεογέννητα γατάκια της· του άφησα στη γαρδένια ένα φάκελο με 100 χιλιάδες ευρώ για να αγοράσει άλλη.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι της θείας, έβαλα τη γάτα και τα γατάκια σε ένα κουτί κάτω από την αμυγδαλιά. Το επόμενο πρωί αποφασίσαμε με τον Τόνι να πάμε για μπάνιο και επί τη ευκαιρία να βρούμε δυο αγγλίδες τουρίστριες, να τις σπιτώσουμε για να μας μαγειρεύουν κανα φαγητό και να πλένουν κανα σώβρακο.

Τα γατσούλια είχαν πλαντάξει στο κλάμα και η μάνα τους είχε εξαφανιστεί. Αντί για την παραλία πήγαμε στο σουπερμάρκετ και αγοράσαμε δύο μπιμπερό. Προσπαθήσαμε να τα ταΐσουμε γάλα αλλά ήταν αδύνατον – ήταν πολύ μικρά. Παρατήρησα πως το ένα έγλειφε το άλλο, οπότε τα πασάλειψα με γάλα μπας και κοροϊδέψουν την πείνα τους.

Περάσαμε όλη τη μέρα με τα γατσούλια. Ήταν αστείο να βλέπεις δυο διαβόητους κακοποιούς με τα μπιμπερό στα χέρια να προσπαθούν να ταΐσουν τρία γατάκια· αν μας έβλεπε ο τρομερός Ντάνι Ζούκο θα γελούσε με τα χάλια μας.

Το άλλο πρωί είχαν εξαφανιστεί και τα γατιά. Φάγαμε τον κόσμο να τα βρούμε αλλά μάταια. Μάλλον τα είχε πάρει η μητέρα τους, αλλά πόσο μακριά μπορεί να τα είχε πάει; Με τον Τόνι πέσαμε σε κατάθλιψη – οι διακοπές μας από την παρανομία είχαν καταστραφεί.

Μια βδομάδα μετά, εκεί που πίναμε τον καφέ μας βλέπουμε ξαφνικά στη μέση του κήπου τη γάτα με τα μικρά από πίσω της. Πεταχτήκαμε πάνω κι αρχίσαμε να πανηγυρίζουμε· αδειάσαμε τα περίστροφά μας στον αέρα από τη χαρά μας – με σιγαστήρα βέβαια, για να μη μας πάρει χαμπάρι η Ιντερπόλ. Η γάτα είχε κρύψει τα γατιά μέσα στο χώμα, κάτω από το κλουβί με τα κουνέλια.

Αυτό ήταν το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής μου. Όχι επειδή βρέθηκαν τα γατιά· απλώς, μετά γνώρισα μια σουηδέζα μανικιουρίστα, την Ανίτα Έκμπεργκ, ερωτευτήκαμε τρελά αλλά, σαν μπήκε το φθινόπωρο, η Ανίτα την πούλεψε για την πατρίδα της. Για την Ανίτα ξεκίνησα να γράψω, αλλά την ιστορία τη μονοπώλησαν τα γατιά. Νιάααααου!





LiFO