Παρασκευή, Ιουνίου 17, 2005
Αναισθησία και νυστέρι το κορμί μου δεν τα ξέρει
Σε ολόκληρη τη ζωή μου οι εμπειρίες μου από νοσοκομεία ήταν μηδαμινές και κυρίως αφορούσαν διάφορα μικροατυχήματα που είχα στην παιδική μου ηλικία. Δεν είναι ότι δεν χρειάστηκε να μεταφερθώ στο νοσοκομείο και σε μεγαλύτερη ηλικία, αλλά πραγματικά ήταν αδύνατο. Ούτε σαν επισκέπτης σε αγαπημένα μου πρόσωπα που νοσηλεύονταν δεν ήταν δυνατό να πάω. Αν νομίζετε πως φοβάμαι τα νοσοκομεία, κάνετε πολύ μεγάλο λάθος.
Εδώ και δέκα χρόνια πρέπει να κάνω μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Συνεχώς αναβάλλεται αλλά δεν είμαι εγώ υπαίτιος – εγώ θέλω να την κάνω. Πρόσφατα οι πόνοι έγιναν αφόρητοι και οι γονείς μου με μετέφεραν στο νοσοκομείο. Λόγω κάποιων ειδικών συνθηκών, φορούσα μάσκα-Μητσοτάκη και το σώμα μου ήταν καλυμμένο με σεντόνια. Ο γιατρός –ένας κύριος με βαρύ καταρράκτη- απεφάνθη πως η εγχείρηση πρέπει να γίνει αμέσως. Μου εξήγησε τη διαδικασία και του είπα πως είμαι έτοιμος. Θα χρειαζόταν ολική αναισθησία και ήμουν πολύ χαρούμενος γι’ αυτό, αφενός επειδή δεν είχα κάνει ποτέ και ήθελα να δω πως είναι και αφετέρου επειδή θα απαλλασσόμουν επιτέλους από τους πόνους .
Στις δέκα το βράδυ μπήκε στο δωμάτιο μια νοσοκόμα και μου είπε πως θα με ξυρίσει. «Το πρωί ξυρίστηκα» της λέω ανέμελα κάτω από τη μάσκα-Μητσοτάκης που ήταν κι αυτή ξυρισμένη.
«Δεν εννοώ στο πρόσωπο, εννοώ εκεί κάτω» μου είπε, δείχνοντας σίγουρη πως είχε μπλέξει με ηλίθιο.
Καλά, εγώ σε προειδοποίησα σκέφτηκα. Τράβηξε το σεντόνι, με κοίταξε και έπεσε ξερή στο πάτωμα. Πήρα το ξυραφάκι, ξύρισα την περιοχή που υποψιαζόμουν πως είναι η σκωληκοειδίτιδα και μετά πάτησα το κουμπάκι που καλεί τους νοσοκόμους.
Δεν ερχόταν κανείς, οπότε το ξαναπάτησα πιο έντονα. Πριν περάσει ένα λεπτό μπαίνει μέσα μια νοσοκόμα γύρω στο ένα και πενήντα με ξανθά μαλλιά και το σβέρκο του Μάικ Τάισον.
«Τι θέτε;» φωνάζει και καταλαβαίνω πως έχει και τη φωνή του Μάικ Τάισον, μόνο λίγο πιο χοντρή.
«Θέλω να μου αγοράσεις ένα ποδήλατο» της λέω και παίρνει το ύφος του Μάικ Τάισον πριν εξαπολύσει τη φονική γροθιά.
«Η νοσοκόμα λιποθύμησε» της λέω και της δείχνω το πτώμα στο πάτωμα. «Φέρτε ένα φορείο».
«Σιγά μη φέρω φορείο» μου απαντά και αρπάζει την άλλη από το πάτωμα και την περνάει στο σβέρκο της σα να ήταν ελάφι. Μετά έβαλε τα χέρια στη μέση και έφυγε. Νομίζω πως φτάνοντας στην πόρτα έκανε και πριτς.
Το άλλο πρωί, όταν έφτασε επιτέλους η ευλογημένη ώρα του χειρουργείου, πετούσα από τη χαρά μου. Καθόμουν στο κρεβάτι σκεπασμένος μέχρι το λαιμό, φορώντας τη μάσκα-Μητσοτάκης, όταν στο δωμάτιο μπήκε ένας νοσοκόμος με φορείο. Με ρώτησε πως με λένε, του είπα «Μητσοτάκη» και μου έδωσε μια πράσινη ημιδιάφανη ρόμπα.
«Γδυθείτε και φορέστε τη ρόμπα», μου είπε. «Θα σας κατεβάσω στο χειρουργείο».
«Που να γδυθώ;» ρώτησα. Ήμουν σε ένα δωμάτιο με άλλους επτά ασθενείς και δεν υπήρχε παραβάν, ενώ και από το τζάμι μπορούσαν να με δουν οι πάντες.
«Εδώ, πού αλλού;» απάντησε απορημένος ο νοσοκόμος, λες και ήταν αυτονόητο.
Καλά, εγώ σε προειδοποίησα σκέφτηκα και έβγαλα τα ρούχα μου.
Με το που έβγαλα τα ρούχα μου κι έμεινα όπως με γέννησε η μάνα μου –μόνο κάπως πιο μεγάλος- έπεσε μια ξαφνική σιωπή. Πρώτα στο δωμάτιο, αλλά σιγά-σιγά απλώθηκε σε όλο το νοσοκομείο.
«Το σώμα σου είναι πανέμορφο, δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Είσαι σαν θεός», μου λέει ο νοσοκόμος ψελλίζοντας. Όχι ρε πούστη, πάλι τα ίδια σκέφτομαι και ξαφνικά συνειδητοποιώ πως οι υπόλοιποι ασθενείς με κοιτούν με δέος. Βγάζω τη μάσκα-Μητσοτάκης και οι μισοί λιποθυμάνε. Κοιτάω στα τζάμια και είναι μαζεμένο όλο το νοσοκομείο, ενώ η κίνηση στη λεωφόρο έχει σταματήσει από τις καραμπόλες. Οι περισσότεροι σταυροκοπιούνται λες και είδαν την Παναγία στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, λίγο πριν την άλωση.
«Καλά, άμα γίνει η εγχείρηση, εμένα να με χέσεις», γυρνάω και λέω στο νοσοκόμο, αλλά μάλλον δεν με άκουσε γιατί είχε ήδη λιποθυμήσει. Πατάω το κουμπί να έρθουν να τον μαζέψουν με κάνα φορείο, αλλά όσες νοσοκόμες μπήκαν στο δωμάτιο, λιποθύμησαν κι αυτές. Μετά από λίγο άρχισαν να συνέρχονται και να παραμιλάνε. Με τα πολλά σηκώθηκαν και ήθελαν να με αγγίξουν.
«Πίσω και σας έφαγα», τους λέω και άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποια θα με πάει στο χειρουργείο. Πιάστηκαν μαλλί με μαλλί, και εξτένσιον με εξτένσιον, ενώ παράλληλα έβριζαν σαν τον Λευτέρη Παπαδόπουλο όταν δεν τον παίρνει η κάμερα.
«Εγώ θα τον πάω ρε ξεκωλιάρες» να λέει η μια, «άσ’ τον κάτω μωρή καριόλα εγώ τον είδα πρώτη» να λέει η άλλη.
Στο τέλος άρχισαν να μου δίνουν λεφτά για να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεσή μου. Τα πιο πολλά τα έδωσε μια ξανθιά με κάτι βύζους σαν το υπόστεγο του ΚΤΕΛ. «Εσύ θα με πας» της λέω και δίνω τα τρεισήμισι εκ. ευρώ που είχα μαζέψει στον αδερφό μου για να τα πάει στην τράπεζα.
Βάζω την ημιδιάφανη ρόμπα, αλλά δεν κάλυπτε τίποτα από το φανταστικό μου σώμα. Οι τεράστιες πλάτες μου, οι φοβεροί κοιλιακοί μου, οι γλουτοί μου που θυμίζουν αρχαίο άγαλμα και τα αχαμνά μου, που είναι λίγο πιο μεγάλα από ό,τι στα αρχαία αγάλματα, ήταν σε κοινή θέα. Και βέβαια το θεϊκό πρόσωπό μου ήταν ακάλυπτο, αφού η μάσκα-Μητσοτάκης είχε εν τω μεταξύ βγει σε δημοπρασία και είχε πιάσει 1 εκ. ευρώ. Την «χτύπησε» μια καλοδιατηρημένη ξανθιά 50άρα που νοσηλευόταν επειδή από περιέργεια είχε φάει μια παντόφλα. Τη σκωληκοειδίτιδά μου πρόλαβε να την αγοράσει η προϊσταμένη του ορόφου αφού πρώτα πούλησε 139 οικόπεδα που είχε προίκα από τον μεγαλοτσιφλικά πατέρα της. Για να δούμε, θα γίνει επιτέλους η εγχείρηση;
Κάθομαι στο καρότσι και η ξανθιά με τους βύζους που έκαναν σκιά αρχίζει να το σπρώχνει. Βέβαια όλο και άπλωνε το χέρι της και με πασπάτευε. Γυρνάω θυμωμένος για να της πω να σταματήσει, αλλά με το που βλέπει τα υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια μου που πλαισιώνονται από δυο πανέμορφα γαϊτανόφρυδα λιποθυμάει. Ξεπεζεύω απ’ το καρότσι τη βάζω στη θέση που καθόμουν, τη δένω να μη μου φύγει κι αρχίζω να σπρώχνω εγώ το καρότσι. Στους διαδρόμους οι άνθρωποι λιποθυμούσαν μόλις με αντίκριζαν. Ούρλιαζαν, έσχιζαν τα ρούχα τους και τα κάνανε πάνω τους. Οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες μου πετούσαν λουλούδια και χρήματα, ενώ μόνο μια κυρία δεν μου έδωσε καμία σημασία. Ήταν βέβαια τυφλή. Ακολουθώντας τα σήματα στους τοίχους και σπρώχνοντας τα πτώματα δεξιά κι αριστερά με τα απαράμιλλα πόδια μου, έφτασα στο ασανσέρ. Βγαίνουν από μέσα τρεις γιατροί και έξι νοσοκόμες και λιποθυμάνε κι αυτοί. Βάζω το καρότσι με τη νοσοκόμα στο ασανσέρ και κατεβαίνω στο χειρουργείο.
Με το που μπαίνουμε μέσα, το χειρουργείο έγινε το κλουβί με τις τρελές. Οι γιατροί να τσακώνονται για το ποιος θα με πρωτοχειρουργήσει, οι νοσοκόμες να σμπρώχνουν η μια την άλλη για να την πετάξει έξω –χαμός! Με τα πολλά οι πιο δυνατοί υπερίσχυσαν και πέταξαν τους άλλους από τα παράθυρα. Ο χειρούργος μου έδωσε ένα φακελάκι με 6 χιλιάδες ευρώ αλλά δεν μπορώ να σας πω σε ποιο σημείο του θεϊκού κορμιού μου το έκρυψα γιατί μπορεί να έρθετε να μου τα πάρετε. Ξαπλώνω στο κρεβάτι και είναι όλοι από πάνω μου και με κοιτάνε.
«Δεν κάνετε την αναισθησία για να μη σας βλέπω τουλάχιστον» τους λέω αλλά ήταν τόσο συνεπαρμένοι με το θέαμα που δεν άκουγαν τίποτα.
«Να την κάνω μόνος μου να τελειώνουμε;» ρωτάω κάποια στιγμή απηυδισμένος. Βλέπω που δεν μου έδιναν σημασία και παίρνω το πακέτο με τα Dunhill από την τσέπη του γιατρού κι ανάβω ένα τσιγάρο. Κάνω το μισό πακέτο, πίνω και τον ορό κι έχω αρχίσει να βαριέμαι. Αυτοί εν τω μεταξύ από πάνω μου να με βγάζουν φωτογραφίες και να με αγγίζουν τάχα μου τυχαία, ενώ μια νοσοκόμα τραβούσε με την κάμερα. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή η αναισθησιολόγος είπε πως δεν μπορεί να κάνει ένεση σε αυτό το σώμα-αριστούργημα και έφυγε. Παραιτήθηκε και τώρα δουλεύει μεταλλωρύχος στο Βέλγιο. Ο γιατρός είπε πως είναι αμαρτία να βάλει νυστέρι και να σημαδέψει το σώμα μου. Παραιτήθηκε κι έγινε κομμωτής σε κρουαζιερόπλοιο με χαρτοπαίκτες και πουτάνες που ανεβοκατεβαίνει το Μισισιπή.
Μετά από μια μικρή σύσκεψη αποφάσισαν να φέρουν λεσβίες γιατρούς και νοσοκόμες για να με χειρουργήσουν. Χάρηκα αλλά η χαρά μου δεν κράτησε πολύ γιατί με το που με αντίκρισαν ξύπνησε ξανά η γυναίκα μέσα τους κι άρχισαν να τραβάνε τα βυζιά τους έχοντας παράλληλα πολλαπλούς απανωτούς οργασμούς. Μετά λιποθύμησαν κι αυτές και έμεινα να κοιτάω το ταβάνι. Ψάχνανε για γιατρούς ευνούχους μπας και γίνει τελικά η εγχείρηση αλλά δεν το έβλεπα πολύ πιθανό. Ήταν η πολλοστή φορά που αντιμετώπιζα αυτή την κατάσταση σε ένα νοσοκομείο και είχα προβληματιστεί. Κάπνισα και το άλλο μισό πακέτο Dunhill και ξαφνικά κατάλαβα πως για να γλιτώσω μια και καλή από το δέος που προκαλούσε το θαυμαστό σώμα μου στους άλλους ανθρώπους μόνο μια λύση υπήρχε : να γίνω γιατρός.
Αγαπητοί φίλοι, εορτάζοντας τις 10.000 επισκέψεις μέσα σε ένα μήνα (το αναφέρω συνέχεια για να σας σπάσω τα νεύρα) θέλω να αφιερώσω αυτό το κείμενο στην Κουρούνα που μου το ενέπνευσε – φυσικά δεν πλησιάζει καν το δικό της κείμενο. Θα παντρευτούμε αν και δεν γνωριζόμαστε, θέλοντας να αποδείξουμε τη σοφία και το χιούμορ των παλαιότερων γενιών που παντρεύονταν αγνώστους, επειδή είχαν βαθιά γνώση πως δεν πρέπει να παίρνουμε τους εαυτούς μας πολύ στα σοβαρά. Δράττομαι της ευκαιρίας για να κάνω μια παρατήρηση. Διαβάζω σε αρκετά ιστολόγια, άγνωστους σε εμένα ανθρώπους, που μέσα από κείμενα και σχόλια με συμβουλεύουν τι να κάνω. Άλλοι φοβούνται μήπως γίνω επαγγελματίας, άλλοι ανησυχούν μήπως είμαι ερασιτέχνης, άλλοι φοβούνται μη χάσω την …αγνότητά μου, άλλοι τη …σεμνότητά μου και γενικά ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του με μια αστική ηθική που παραπέμπει στην υποκρισία του ’60. Δεν νιώθω την ανάγκη να συμβουλέψω κανέναν (αν τη νιώσω υπάρχουν και τα μέιλ – η διακριτικότητα είναι διαχρονική αξία) και καταλαβαίνω πως οι άνθρωποι νιώθουν ασφάλεια όταν μπορούν να βάλουν ταμπέλες στους άλλους ανθρώπους, αλλά θα πρέπει να δεχτείτε πως απλά κάνω το κέφι μου. Κι αυτό είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Ευχαριστώ.