Δευτέρα, Μαρτίου 27, 2006

Για Σένα

Γλυκέ μου Πατέρα,

Σου γράφω για πρώτη φορά από τότε που έφυγες, αλλά είναι η πρώτη φορά που έχω κάτι ευχάριστο να Σου γράψω. Δεν ξέρω πώς να Σου το πω και γι’ αυτό θα πάρω τα πράγματα από την αρχή.

Πατέρα ο χαμός Σου με τσάκισε. Μου μαύρισε τα σπλάχνα. Ναι, ξέρω πως εγώ ήμουν αυτός που γελούσε, που έλεγε αστεία, που μέχρι το τέλος τραγουδούσε. Αλλά μπαμπά ήταν ένα ψέμα αυτό. Κάποιος έπρεπε να το κάνει. Ήμουν ο πρώτος απ’ όλους μας που έμαθε από τους γιατρούς πως θα φύγεις. Οκτώ μήνες πριν το γνώριζα. Με θεώρησαν πιο δυνατό και μου το είπαν. Είπα με τρόπο στη μητέρα να Σε πάρουμε και να πάμε στη Ζάκυνθο για να ζήσεις με αξιοπρέπεια όσον καιρό Σου έμενε, αλλά ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Δεν έφταιγε η μητέρα, απλά δεν ήθελε να το πιστέψει. Ακόμα σκέφτεται τα όσα πέρασες μετά και κατηγορεί τον εαυτό της.

Αφού έφυγες, τίποτα πια δεν είχε σημασία για μας. Ούτε ζωές, ούτε άνθρωποι, ούτε δουλειές. Μπορεί να μην θέλαμε να το παραδεχτούμε, αλλά δεν ζούσαμε. Και τότε Πατέρα, μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Ένα βράδυ ξύπνησα στη μέση της νύχτας κι άρχισα να γράφω. Ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι. Και το επόμενο βράδυ και το μεθεπόμενο και πάει λέγοντας. Κι αντί να γράφω όσα ένιωθα, έγραφα άσχετα πράγματα, καθόλου λυπητερά ή σοβαρά. Έγραφα αστεία σαν αυτά που Σου αρέσουν. Μερικές μέρες αργότερα είπα στην Χ. τι μου συνέβαινε και της εξομολογήθηκα μάλιστα πως σκέφτομαι να πάω στο γιατρό, γιατί νόμιζα πως δεν είμαι καλά.

Δεν πήγα στο γιατρό, αλλά συνέχισα να γράφω κάθε βράδυ, χωρίς να ξέρω τι να κάνω αυτά που έγραφα. Μια μέρα διάβασα στην εφημερίδα πως υπάρχουν κάποια προσωπικά ημερολόγια στο διαδίκτυο που ονομάζονται «blogs» κι αποφάσισα να δημοσιεύω εκεί όσα έγραφα. Ξέρω πως δεν γνωρίζεις απ’ αυτά τα πράγματα και θα Σου το γράψω απλά. Αυτά που έγραφα μάλλον ήταν συμπαθητικά κι ένα σωρό άνθρωποι άρχισαν να τα διαβάζουν, ενθαρρύνοντάς με να συνεχίσω. Στη συνέχεια, σε εφημερίδες και περιοδικά κάποιοι αρθρογράφοι – οι πιο γενναιόδωροι – εκφράστηκαν με κολακευτικά λόγια για τα κείμενά μου.

Μια μέρα, ένας κύριος από έναν εκδοτικό οίκο μου ζήτησε να συναντηθούμε και με ρώτησε αν έχω σκεφτεί ποτέ να γράψω ένα βιβλίο. Του απάντησα αρνητικά, αλλά αυτός επέμεινε κι έτσι ξεκίνησα να γράφω ένα μυθιστόρημα. Συνάντησα κι άλλους ανθρώπους από άλλους εκδοτικούς οίκους και όλοι πίστευαν πως πρέπει να γράψω ένα βιβλίο. Πατέρα, ο μόνος λόγος που θα έγραφα ένα βιβλίο ήταν για να το αφιερώσω σε Σένα.


Ο τρίτος στη σειρά κύριος που συνάντησα ονομάζεται Διονύσης Μαραθιάς – μην Σε ξεγελά το ονοματεπώνυμο, δεν είναι από την Ζάκυνθο. Όταν του είπα πως έχω ξεκινήσει να γράφω ένα βιβλίο, αλλά είμαι ηθικά δεσμευμένος απέναντι στον πρώτο κύριο που με έβαλε στη διαδικασία να ξεκινήσω να γράφω, μου έκανε μια δεύτερη πρόταση. Να βγάλει σε βιβλίο κάποια από τα κείμενα που είχα ήδη γράψει. Ένιωσα έκπληξη και του αντιπρότεινα να βγάλει ένα βιβλίο με τα καλύτερα κείμενα διάφορων bloggers – ένα ανθολόγιο. Επέμεινε πως θέλει μια μονογραφία. Του ζήτησα λίγο χρόνο για να το σκεφτώ. Το συζήτησα με τους φίλους μου και όλοι μου είπαν να δεχτώ.

Πατέρα δέχτηκα, αλλά ο κύριος λόγος ήταν πως με αυτόν τον τρόπο είχα τη δυνατότητα να Σου αφιερώσω κάτι δικό μου. Κάτι δικό μου που ουσιαστικά είναι δικό Σου, γιατί αν δεν είχες φύγει, εγώ μάλλον δεν θα είχα γράψει λέξη. Έτσι εκδίδεται σήμερα ένα βιβλίο που είναι αφιερωμένο σε Σένα. Στο εξώφυλλο έχει ένα μωρό. Θα Σου άρεσε πολύ. Συγνώμη, δεν πρόλαβα.

Μας λείπεις πολύ


Σε φιλώ


Ο μικρός Σου γιος – ο πιτσιρίκος


Υ.Γ. Η γάτα Σου είναι καλά. Είναι συνέχεια στα γόνατά μου – παρέα το γράψαμε αυτό το βιβλίο.




Ευχαριστώ τον κ. Διονύση Μαραθιά που μου έδωσε την δυνατότητα να αφιερώσω ένα βιβλίο στον πατέρα μου. Με την ευκαιρία, θέλω να του ζητήσω δημοσίως συγνώμη που έκανα σχεδόν ένα μήνα μέχρι να τον συναντήσω.

Lili, σε ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Θα σου χρωστάω πάντα.