Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2007

Προσδοκώ…

Μεγάλο Σάββατο στη Νίσυρο, μερικά χρόνια πριν. Μεσημεράκι. Η θάλασσα ήταν παγωμένη αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε να ρίξουμε τις βουτιές μας στους Πάλους. Ύστερα τσιμπήσαμε κάτι σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι και κάναμε παρέα με τον κύριο Νίκο και τη σύζυγό του. Αφού μας διαβεβαίωσε πως το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στους ανθρώπους είναι το σεξ – γελούσαν πονηρά τα μάτια της γυναίκας του-, σηκώθηκε και πήγε στο αυτοκίνητό του. Μετά από λίγο επέστρεψε χαμογελώντας, με το ένα χέρι πίσω από την πλάτη του. Κάτι έκρυβε.

«Εγώ, παιδιά μου, δυο πράγματα ξέρω να κάνω τέλεια. Το ένα είναι να παίζω Καραγκιόζη». Κοίτα, μάγκα μου, λέω από μέσα μου, που ο παππούς θα βγάλει τώρα εδώ μπροστά μας τον Καραγκιόζη, το Κολλητήρι και τον μπάρμπα-Γιώργο και θα μας παίξει το έργο «Ο Καραγκιόζης στη Νίσυρο». «Το δεύτερο είναι να παίζω φυσαρμόνικα!». Και τσουπ, βγάζει μια φυσαρμόνικα. Πραγματικά, έπαιζε υπέροχα. Όσοι βρίσκονταν στο ταβερνάκι είχαν σωπάσει και τον απολάμβαναν.

Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, τους χαιρετήσαμε και ξεκινήσαμε για τον Εμπορειό. Ήταν πανέμορφα. Στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ακουγόταν το «Poor misguided fool» των Starsailor. Το θυμάμαι γιατί με αντιπροσώπευε απόλυτα εκείνες τις μέρες. Όταν φτάσαμε στον Εμπορειό, εγώ προχώρησα μέσα στο χωριό και η Χ. έμεινε λίγο πίσω για να τραβήξει φωτογραφίες.

Έκανα ένα τσιγάρο, κοιτώντας το ηφαίστειο από ψηλά, και ύστερα περιπλανήθηκα μέσα στο χωριό. Απόλυτη ησυχία. Ούτε δέκα άνθρωποι δεν έμεναν πια εκεί. Κοιτώντας τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, προσπαθούσα να φανταστώ την τελευταία φορά που κάποιοι έκλεισαν αυτές τις πόρτες πίσω τους και δεν τις ξανάνοιξαν ποτέ. Πόσοι άνθρωποι γεννήθηκαν, έπαιξαν, γέλασαν, ερωτεύτηκαν σε αυτά τα γκρεμισμένα πια σπίτια. Πριν τους καταπιεί η ξενιτιά.

Κόντευα να φτάσω στην άλλη πλευρά του χωριού. Κατέβαινα τα σκαλάκια και είδα μια γιαγιά να ανεβαίνει. Έκατσε σε ένα πεζούλι για να ξαποστάσει. Την πλησίασα, τη χαιρέτησα και έκανα αυτή τη βλακώδη ερώτηση που κάνουν συνήθως οι άνθρωποι των μεγάλων πόλεων, όταν επισκέπτονται τέτοιους τόπους: «Πώς τα περνάτε εσείς εδώ;». Μια γνωστή μου πήγε μια φορά γεμάτη χαρά και έκανε αυτήν την ερώτηση σε μια γιαγιά στη Μάνη που καθόταν έξω από το σπίτι της και η γιαγιά την πήρε με τις πέτρες. Με το δίκιο της η γυναίκα. Πώς να τα περνάμε, ρε ηλίθιοι, δεν βλέπετε γύρω σας; Για διακοπές νομίζετε πως έχουμε έρθει στην ερημιά;

Η δική μου η γιαγιά στον Εμπορειό δεν με πήρε με τις πέτρες, αν και, όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, καλύτερα να μου είχε πετάξει καμιά κοτρόνα. «Πώς να τα περνάω παιδάκι μου; Δύσκολο πράγμα η μοναξιά». «Και τα παιδιά σας;» ρώτησα – τα μαύρα ρούχα της δεν άφηναν αμφιβολίες για την τύχη του άντρα της. «Τα παιδιά μου είναι στον Καναδά και στην Αυστραλία. Έχουν τις δικές τους ζωές πια. Έρχονται όποτε μπορούν. Δεν έχω παράπονο…».

Προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι χαρούμενο να της πω αλλά δεν μου ‘ρχότανε τίποτα. Εγώ την κοιτούσα και αυτή κοιτούσε μπροστά. Σιωπή για λίγο. Και ξαφνικά είπε κάτι που με αποτελείωσε: «Πέθανε πριν λίγες μέρες κι ο γείτονας, που λέγαμε και μια καλημέρα…». Η φωνή της δεν είχε τίποτα το τραγικό –μια απλή διαπίστωση έκανε-, αλλά νομίζω πως δεν έχω ακούσει τίποτα πιο λυπητερό στη ζωή μου απ’ αυτή τη φράση.

Σώπασα γιατί δεν ήξερα τι να πω και τότε η γιαγιά δάκρυσε. Έπρεπε να πω κάτι οπωσδήποτε. Έκατσα δίπλα της και είπα «Ελάτε τώρα. Είναι Μεγάλο Σάββατο σήμερα. Μην το ξεχνάτε. Προσδοκούμε ανάσταση νεκρών». Εγώ το είπα αυτό; Εγώ το είπα. Ευτυχώς το άκουσε μόνο η γιαγιά. Είναι απίστευτο το τι μπορεί να πει ο άνθρωπος πάνω στην αμηχανία του.

Πέρασα το χέρι μου γύρω από τους ώμους της και έτσι αγκαλιασμένους μας βρήκε μετά από λίγο η Χ. Με κοίταξε γεμάτη απορία αλλά ευτυχώς μπήκε αμέσως στο νόημα κι άρχισε να λέει τι ωραίο που είναι το χωριό, τι ωραίο που είναι το ηφαίστειο και τα σχετικά. Περί ανέμων και υδάτων. Περπατήσαμε με τη γιαγιά ως την πόρτα του σπιτιού της, τη φιλήσαμε και φύγαμε για να ετοιμαστούμε για το βράδυ. Για την Ανάσταση.


Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο στην κυρία Δέσποινα που –εδώ και τρεις εβδομάδες- δεν είναι κυρία πια. Η κυρία Δέσποινα ήταν μια από τις φανατικότερες αναγνώστριες αυτού του μπλογκ και μάλλον η πιο ηλικιωμένη – μου είχε γράψει πως ήταν 79 ετών, αν και η εγγονή της με πληροφόρησε πως είχε κλείσει τα 81. Δεν τη γνώρισα ποτέ αλλά τα μέιλ της ήταν καταπληκτικά και συνήθως με αποστόμωναν. Θέλω να ευχαριστήσω την εγγονή της – που ονομάζεται κι αυτή Δέσποινα- που με ενημέρωσε για τον θάνατο της γιαγιάς της. Πρώτη φορά είχε τόσο καιρό να μου γράψει αλλά το μυαλό μου δεν πήγε στο κακό. Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω. Προσδοκώ…


Η φωτογραφία είναι από το μπλογκ της eyedroplet.