Τρίτη, Σεπτεμβρίου 06, 2005

Μια βραδιά στα μπουζούκια

Image Hosted by ImageShack.us

Το Σάββατο 27 Αυγούστου και ώρα δεκάτη βραδινή ευρισκόμουν στη βεράντα της οικίας μου στη Ζάκυνθο, όπου ρέμβαζα μετά της Χ., του Α. και της Α. Ξαφνικά αφίχθησαν ο Κ., η Ε., ο Γ. και η Ρ. Δεν είναι ανώνυμοι αλκοολικοί, απλά είναι όλοι αβάπτιστοι, εκτός από εμένα που με λένε πιτσιρίκο.

«Δεν πάμε για ένα ποτό;» πετάχτηκε ο Α.
«Πάμε!» είπαν έξι στόματα μαζί.
«...με!» είπα κι εγώ

Τα κορίτσια – η Χ. και η Α. - ετοιμάστηκαν γρήγορα, οπότε τρεις ώρες αργότερα ξεκινήσαμε για τη Χώρα. Αποφασίσαμε, για οικονομία, να μην πάρουμε όλα τα αυτοκίνητα κι έτσι πήγαμε μόνο με τέσσερα.

Φτάνοντας στο Αργάσι ο Α. σταμάτησε μπροστά στο «Μπαράζ». Βγήκαμε όλοι από τα αυτοκίνητα. Εκεί έδωσα την πρώτη μου μάχη :

«Όχι στο Μπαράζ!»
«Γιατί;» ρώτησαν όλοι με μια φωνή.

Τους εξήγησα πως στο κτίριο που στεγάζεται το «Μπαράζ» συνεδρίαζε στο παρελθόν η Φιλική Εταιρεία και δεν θα ήταν σωστό να πριμοδοτήσουμε μια επιχείρηση, στην οποία συναθροίζονται σήμερα σουρλουλούδες και ντινγκιντάνγκες για να ακούσουν ντισκ τζόκεϊ που έρχονται από το εξωτερικό, με στόχο να καταπατήσουν την εθνική μας κληρονομιά και τους αγώνες του λαού μας για Ελευθερία, Ισότητα κι Αδελφοσύνη. Κανείς τους δεν κατάλαβε πως μιλούσα για τη Γαλλική Επανάσταση – συνέχισα λοιπόν. Τους μίλησα ακόμα για την Οκτωβριανή Επανάσταση και την δικτατορία του προλεταριάτου, παραλείποντας όμως τα μελανά σημεία. Τελειώνοντας αναφέρθηκα στο πως ο μουζίκος κατάφερε να φτάσει στο φεγγάρι. Αυτό μάλλον τους έπεισε και ο Κ. είπε :

«Πάμε μπουζούκια;»
«Είμαι έγκυος», είπε η Ε., «πως θα πάω στα μπουζούκια;»

Ήθελα να τη φιλήσω, αλλά η χαρά μου δεν κράτησε πολύ, γιατί δυο λεπτά αργότερα παρκάραμε τα αυτοκίνητά μας στο πάρκινγκ του «Zante Palace». Στην είσοδο μας περίμενε ένας νεαρός με λευκό κοστούμι σαν παγωτατζής :

«Έχουμε γάμο»
«Τέτοια ώρα;» πετάχτηκε η Ρ.
«Δεξίωση γάμου εννοεί ο κύριος μωρό μου» είπε αυστηρά ο Γ.
«Δεν γίνεται τίποτα;» ρώτησε ο Α.
«Πως δεν γίνεται; Χορεύουν όλοι μεθυσμένοι» απάντησε ο παγωτατζής.

Γυρίσαμε στα αυτοκίνητα. Τους έπεισα να πάμε στο «Island» για ένα ποτό μιας και η ώρα ήταν ήδη μιάμιση. Φτάσαμε, αποβιβαστήκαμε, δώσαμε τα κλειδιά στον παρκαδόρο, προχωρήσαμε και ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ήμουν μόνος μπροστά στην είσοδο του μπαρ. Η Χ., ο Α., η Α, ο Κ., η Ε., ο Γ. και η Ρ. βρίσκονταν στην είσοδο του παρακείμενου μπουζουξίδικου που φέρει το όνομα «Κούτσης». Τους πλησίασα αμέριμνος. Πρώτη μου μίλησε η Ε. :

«Πιτσιρίκο, πάμε μπουζούκια;»
«Καλά εσύ δεν είσαι έγκυος;»
«Έλα μωρέ, με μια φορά τι θα γίνει;»
«Μια φορά σε κουτούπωσε κι ο Κ. και να τι έπαθες!»

«Έλα βρε πιτσιρίκο μη χαλάς την παρέα» μου είπε ο Κ. που του 'χω αδυναμία και κρίμα που δεν είχα μια αδερφή να του δώσω και πήγε και παντρεύτηκε την ξένη κοπέλα, που καλή είναι, δε λέω.

«Έλα βρε πιτσιρίκο» είπαν σαν χορωδία και οι υπόλοιποι – ενέδωσα.

Μπήκαμε στο «Κούτσης» - περιέργως πως μας έβαλαν μπροστά-μπροστά, ενώ μέσα στο μαγαζί υπήρχε το αδιαχώρητο. Εκ των υστέρων έμαθα πως όταν ο μετρ ρώτησε, αν η κράτηση είναι στο όνομα «Τυρογαλάς», ο Α. απάντησε «ναι», διακατεχόμενος από τη γνωστή σ’ εμάς παιγνιώδη διάθεσή του. Ευτυχώς ο κ. Τυρογαλάς δεν επισκέφθηκε τελικά το κέντρο όλο το βράδυ - αυτό αποδείχτηκε σοφό εκ μέρους του.

Παρατήρησα πως ο ιδιοκτήτης δεν ήταν εκεί. Αυτό βέβαια ήταν λογικό, μιας και πριν μερικά χρόνια τον μαχαίρωσε ένας τραγουδιστής του κέντρου, ο οποίος στην κατάθεσή του υποστήριξε πως νταραβεριζόταν με τη γυναίκα του - από τότε ο ιδιοκτήτης δεν πάει στο μαγαζί του, αλλά προτιμά να διαμένει στο νεκροταφείο.

Επίσης δεν ήταν εκεί ο Άγγελος Πυριόχος – τσεκάρισα όλους όσοι χόρευαν πάνω στα τραπέζια και δεν τον είδα. Μάλλον θα ήταν πολύ άρρωστος εκείνο το βράδυ γιατί όλες τις προηγούμενες φορές που επισκέφθηκα το κέντρο, ήταν παρών. Όταν αργότερα έμαθα, πως ο τίτλος του πρώτου βιβλίου του, που μόλις κυκλοφόρησε, είναι «Μη μου τραβάς το πάπλωμα», βεβαιώθηκα πως είχε κρυώσει.

«Τι θα πιείτε;» διαβάσαμε όλοι στα χείλη του σερβιτόρου – η μουσική ήταν εκκωφαντική.
«Ουίσκι» διάβασα στα χείλη των υπολοίπων.
«Θα πιούμε βότκα» ούρλιαξα εγώ, αποφασισμένος να μην ενδώσω στις επιταγές του καπιταλιστικού τρόπου ζωής και να μη στηρίξω το μεγάλο κεφάλαιο.

Πέρασε τελικά το δικό μου κι έτσι έφερε δυο μπουκάλια ουίσκι κι ένα ποτήρι με βότκα και χυμό λεμόνι για μένα. Μας έφερε ακόμα παγάκια, coca-cola και φιστίκια που ήταν ωραία.

«Δεν θέλουμε δυο μπουκάλια» είπε ο Γ.
«Ένα μπουκάλι ανά τέσσερα άτομα» διαβάσαμε στα χείλη του σερβιτόρου.

Κάλυψα με το τραπεζομάντιλο την κοιλιά της Ε. που καθόταν δεξιά μου – αν ο τύπος έπαιρνε είδηση πως ήταν έγκυος, μπορεί να μας θεωρούσε εννιαμελή παρέα και να έφερνε και τρίτο μπουκάλι.

«Τι κάνεις;» ρώτησε η Ε.
«Σκεπάζω το μωρό να μην κρυώσει» φώναξα μέσα στ’ αυτί της.
«Κι εμένα μου αρέσει η τραγουδίστρια» μου απάντησε όλο φόρα.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά κανείς δεν άκουγε κανέναν. Κοίταξα την τραγουδίστρια. Ξανθιά, αδύνατη, με ωραίες γάμπες. Δεν καταλάβαινα ποιο τραγούδι εκτελούσε αλλά η Χ. αριστερά μου τραγουδούσε το «Τέλεια» - άρα ήταν το «Τέλεια». Τέλεια. Κάτι πιτσιρίκες χόρευαν πάνω στην πίστα – μια μασούσε και τσίχλα. Η τραγουδίστρια με τις ωραίες γάμπες κατέβηκε από την πίστα και πέρασε από δίπλα μου για να πάει στα καμαρίνια που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από την πίστα. Με ακούμπησε τυχαία, μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα.

Μια ανδρική φωνή ακούστηκε, αλλά η πίστα ήταν άδεια. Δεν έβλεπα πουθενά τον τραγουδιστή και σκέφτηκα πως θα βαριόταν κι αποφάσισε να τραγουδήσει από το καμαρίνι. Ξαφνικά σούσουρο στις γυναίκες της παρέας – προς στιγμή φοβήθηκα μήπως σπάσαν τα νερά της Ε. Βλέπω μπροστά μου έναν κοντό με ένα σωληνάριο τζελ στα μαλλιά κι ένα μικρόφωνο.

«Παίζει σ’ ένα σίριαλ του ANT1» μου φωνάζουν στο δεξί αυτί η Ε. και στο αριστερό η Χ.
«Σε ποιο;» ρωτάω στο δεξί αυτί τη Χ., για να πω κι εγώ κάτι.
«Ξέχασα το θερμοσίφωνα ανοικτό» μου απαντά στο αριστερό αυτί.

Δεν το ήξερα αυτό το σίριαλ – μόνο την επομένη κατάλαβα πως η Χ. είχε αφήσει το θερμοσίφωνα ανοικτό στο σπίτι. Ο τραγουδιστής ξεσήκωσε το κοινό και σε λίγο δεν φαινόταν γιατί ήταν ο πιο κοντός απ’ όλους – ήταν σαν να ήσουν σε παλιά ντισκοτέκ με πίστα και αόρατο ντισκ τζόκεϊ. Ξαφνικά αρχίζει να τραγουδάει το «Στο κάτω- κάτω της γραφής» του Πάριου, βλέπω ένα άνοιγμα στην πίστα και τραβάω τη Χ. για να χορέψουμε έναν χασάπικον χορόν. Πριν προλάβουμε να καταπλήξουμε τα πλήθη, περνά σε άλλο τραγούδι και τσαντίζομαι, γιατί μου αρέσει το συγκεκριμένο άσμα καθότι είμαι αισθηματίας. Θα μπορούσε τουλάχιστον να δείξει λίγο σεβασμό στον Πάριο που είναι ερωτικός τραγουδιστής. Αν θέλετε να σας πω τη γνώμη μου, φέτος δεν θα έπρεπε να είναι έτος Θεοδωράκη, αλλά έτος Πάριου. Τι νόημα έχουν τα ογδόντα χρόνια του Μίκη μπροστά στα σαράντα χρόνια καψούρα του Πάριου; Αυτό πρέπει να είναι παγκόσμιο ρεκόρ : σαράντα χρόνια καψούρης, κι ακόμα σπάει φαρμακεία να βρει τα χάπια του – εύγε!

Καθίσαμε ξανά στις καρέκλες μας και τότε είδα τον Ανατολάκη. Χόρευε τσιφτετέλι, φορώντας ένα προκλητικό μίνι στράπλες φόρεμα και ψηλοτάκουνα . Την άλλη μέρα έπαιζαν στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό κι αυτός ήταν στα μπουζούκια; Σκούντησα τον Γ. και τον Κ. που είναι άρρωστοι γαύροι και τους τον έδειξα. Με διαβεβαίωσαν με νοήματα πως επρόκειτο για απλή ομοιότητα.

Ο κοντός ηθοποιός – τραγουδιστής αποχώρησε και τον διαδέχτηκε μια μελαχρινή κοπέλα με ωραίες γάμπες – ήτο όλη ωραία. Τραγούδησε μερικά άσματα, τα οποία μόνο εγώ δεν γνώριζα, και αποχώρησε, δίνοντας τη θέση της σε έναν ακόμα κοντό τραγουδιστή. Ήταν συνολικά τρεις τραγουδίστριες με ωραίες γάμπες και τέσσερις κοντοί τραγουδιστές που φορούσαν παντελόνια και δεν φαίνονταν οι γάμπες τους – προφανώς το κριτήριο επιλογής για τις κοπέλες ήταν οι γάμπες και για τα αγόρια το ύψος.

Ο Α. πήρε από τη λουλουδού καμιά εικοσαριά πανέρια με γαρύφαλλα κι αρχίσαμε να τα πετάμε ο ένας στον άλλον γελώντας σαν καθυστερημένοι. Ήθελα να βγάλω ένα λόγο για την αδικία και τα προβλήματα του Τρίτου Κόσμου που υποφέρει, ενώ εμείς πετάμε λεφτά για λουλούδια που θα πατηθούν, αλλά ήταν αδύνατο λόγω της εκκωφαντικής μουσικής. Γι’ αυτό λοιπόν συνέχισα να πετάω λουλούδια.

Ο κοντός τραγουδιστής μας είπε πως «η Μαρίνα έχει τα γενέθλιά της και θα της ευχηθούμε τραγουδώντας στα ελληνικά». Έτσι της τραγούδησε το «Happy birthday to you», κάνοντάς την ευτυχισμένη – την είδα που χαμογελούσε στο διπλανό μας τραπέζι. Μετά κάποιος πετάχτηκε από την άλλη μεριά και είπε πως έχει κι αυτός γενέθλια, οπότε του τραγούδησε κι αυτουνού. Ακολούθησε άλλος ένας και τότε δεν ξέρω πως μου ήρθε – σηκώθηκα όρθιος και είπα στον κοντό τραγουδιστή πως και η Α. έχει τα γενέθλιά της. Αυτό δεν είναι αλήθεια – η Α. γιορτάζει στις 11 Φεβρουαρίου. Της τραγούδησε το «Happy birthday» κοιτώντας τη στα μάτια, ενώ αυτή δεν είχε καταλάβει τι γινόταν γιατί είναι αλλοδαπή, αλλά μάταια περίμενα μετά να πεταχτεί και κάποιος άλλος θαμώνας και να πει πως έχει γενέθλια ώστε να περάσουμε το υπόλοιπο της βραδιάς με ευχές.

Η επόμενη τραγουδίστρια εκτός από ωραίες γάμπες είχε και καλή φωνή. Ξεσήκωσε τον κόσμο τραγουδώντας παθιασμένα όλα τα πιασιάρικα άσματα της τελευταίας εικοσαετίας. Ενώ ερμήνευε το «Θέλω να ‘ρθω να σ’ αρπάξω από την άλλη», ένας αντιπαθής μεσήλικας θεώρησε καλό να αναποδογυρίσει το τραπέζι της παρέας του, πετυχαίνοντας την τραγουδίστρια στας ωραίας γάμπας της. Ήμουν σίγουρος πως την πέτυχε, αλλά αυτή ήτο επαγγελματίας και συνέχισε να τραγουδά ατάραχη. Τα γκαρσόνια έβαλαν το αναποδογυρισμένο τραπέζι στη θέση του, ενώ ο αντιπαθής έψαχνε γονατιστός τα τσιγάρα του και τα κινητά ανάμεσα στα λουλούδια που είχαν καλύψει την πίστα. Κάθισε ξανά στην καρέκλα του, αλλά λίγο αργότερα ξανάστειλε το τραπέζι πάνω στην πίστα επειδή εμεράκλωσε και είχε ντέρτια – η τραγουδίστρια καλού-κακού είχε απομακρυνθεί και δεν την πέτυχε αυτή τη φορά. Ένιωσα την επιθυμία να του φέρω το τραπέζι μας στο κεφάλι, αλλά θα εγίνετο μεγάλος τσαμπουκάς και καθώς αδυνατώ να ελέγξω την υπερβολική μου δύναμη υπήρχε κίνδυνος να τραυματίσω κάποιον σοβαρά. Γι’ αυτό αποφάσισα να πετάξω μερικά λουλούδια ακόμα. Πάντως όταν η τραγουδίστρια κατέβηκε από την πίστα έπιασε το πόδι της μορφάζοντας και ήταν ολοφάνερο πως πονούσε. Στενοχωρήθηκα λίγο γι΄ αυτήν, αλλά μετά πήγα στην τουαλέτα και το ξέχασα.

Όταν επέστρεψα με περίμενε μια έκπληξη : ο πορτιέρης του «Zante Palace» τραγουδούσε στο «Κούτσης»! Είχε και ωραία φωνή – αυτός θα ήταν ο λόγος που είπε μόνο τέσσερα τραγούδια. Περιέργως είχε κοντύνει την τελευταία μιάμιση ώρα – θα ήταν για τις ανάγκες του κέντρου. Παρατήρησα πως φορούσε άσπρα παπούτσια, όπως και πολλοί άλλοι που χόρευαν γύρω του, αλλά η Ε., που ξέρει απ’ αυτά, με διαβεβαίωσε πως τα λευκά παπούτσια είναι πάλι πολύ της μόδας – εγώ φορούσα μαύρα.

Η παρέα είχε ανέλθει στο τραπέζι – μαζί και η έγκυος – οπότε ανέβηκα κι εγώ για να μη χαλάσω την παρέα. Είχα να ανέβω σε τραπέζι πολλά χρόνια – από τις «Χάντρες» στη Θεσσαλονίκη, όταν η Θ. είχε έρθει με τους συμμαθητές της από τη σχολή του Εθνικού για να δουν τον «Θείο Βάνια». Τον Παπαμιχαήλ δεν τον είδαν αλλά τα μπουξουξίδικα της όμορφης νυφούλας του Θερμαϊκού τα μέτρησαν ένα προς ένα. Ωραία ήταν πάνω στο τραπέζι. Πατούσαμε τα τραπεζομάντιλα, τα λουλούδια, τα ποτά, τα τσιγάρα, τα κινητά – περνούσαμε πολύ όμορφα. Κρίμα που δεν ήταν κανείς από κάτω για να μας βλέπει θεόρατους και να μας βγάλει μιαν φωτογραφίαν. Βλέποντας όλους τους θαμώνες να βρίσκονται σε διονυσιασμό χορεύοντας το «Τσικουλάτα» σκέφτηκα πως το πολύ σε καμιά ογδονταριά χρόνια δεν θα ζει κανείς απ’ όλους αυτούς, αλλά μετά σκέφτηκα πως ούτε εγώ θα ζω για να τους δω να πεθαίνουν και παρηγορήθηκα.

Πήδησα από το τραπέζι και πλησίασα τον τραγουδιστή– εν τω μεταξύ είχε βγει ξανά ο πρώτος κοντός.

«Το ‘αγαπώ μια πιτσιρίκα’ θα το πεις;»
«Δεν το ξέρω»
«Δεν ξέρεις το ‘αγαπώ μια πιτσιρίκα’» του είπα έκπληκτος, παρόλο που ούτε εγώ το ήξερα μερικές μέρες πριν.
«Το έχω ακούσει το τραγούδι, αλλά δεν το λέω»
«Καλά σου!» του είπα θυμωμένος και ξανανέβηκα στο τραπέζι.

Μα να μη λέει το «αγαπώ μια πιτσιρίκα»; «Αγαπώ, αγαπώ μια πιτσιρίκα, είναι τρε, είναι τρέλα, είναι γλύκα…».

Στη συνέχεια χορέψαμε καμιά εκατοστή τσιφτετέλια στη σειρά - ευτυχώς που δεν πάτησαν ποτέ οι Τούρκοι το πόδι τους στα Επτάνησα. Κατεβήκαμε από το τραπέζι, καθίσαμε στις καρέκλες και τότε μόνο συνειδητοποίησα πως ήταν έξι το πρωί. Κοίταξα τη Χ., τον Α., την Α., τον Κ., την Ε., τον Γ. και τη Ρ. – ήταν μεθυσμένοι και είχαν όλοι ένα βλαμμένο ύφος. Μάλλον αυτό θα είχα κι εγώ αλλά δεν μπορούσα να το δω.

Πληρώσαμε, σηκωθήκαμε, βγήκαμε έξω. Απόλυτη σιωπή – ανακούφιση.

«Να πάμε να προσκυνήσουμε» είπε ο Α.
«Πας καλά;»
«Ναι, να πάμε στον Άγιο» συμφώνησαν οι υπόλοιποι.
«Προχτές δεν πήγαμε μετά το μπαρ;»
«Να ξαναπάμε»

Μπήκαμε στα αυτοκίνητα μεθυσμένοι και μεθυσμένοι φτάσαμε στον Άγιο. Δυστυχώς Τον είχαν μαζέψει την προηγούμενη μέρα και δεν είχε την τύχη να μας ξαναδεί να πέφτουμε μεθυσμένοι στα γόνατα για να Του φιλήσουμε τα πόδια. Τα κορίτσια πολύ στενοχωρήθηκαν που δεν προσκύνησαν και τον Άγιο μετά το προσκύνημα στον ηθοποιό - τραγουδιστή του «Κούτσης», αλλά τους πήραμε μαλλί της γριάς και τους πέρασε.

Μετά πήγαμε για ύπνο.