Γεννήθηκα σε ένα πολυβολείο στην Κοκκινιά. Ήμουν το έκτο παιδί μιας φτωχής οικογένειας. Ο πατέρας μου εγκατέλειψε τη μητέρα μου γιατί είχε υποψίες πως δεν ήμουν δικό του παιδί. Μερικά χρόνια αργότερα, η μητέρα μου, μου αποκάλυψε πως ήμουν καρπός της σχέσης της με έναν Κύπριο εφοπλιστή – είχε αναγκαστεί να υποκύψει στις άνομες ορέξεις του, ώστε να μπορέσει να αγοράσει τα υλικά για να μας φτιάξει σουφλέ σοκολάτας.
Ο πατέρας μου δημιούργησε μια παράλληλη οικογένεια στο Καζακστάν και έκανα χρόνια να τον δω – τον είδα ξανά στην τηλεόραση, όταν τον συνέλαβαν στο Αφγανιστάν με την κατηγορία πως προμήθευε μπούργκες στους Ταλιμπάν για να διαφύγουν μεταμφιεσμένοι στο Πακιστάν. Τον μετέφεραν στο Γκουαντάναμο αλλά δεν μπορούσα να πάω να τον δω γιατί δεν είχα διαβατήριο – άσε που το εισιτήριο κόστιζε ένα σκασμό λεφτά κι εγώ δεν είχα ούτε παπούτσια να βάλω.
Από μικρός κατάλαβα πως θα έπρεπε να ξεγράψω το όνειρό μου να σπουδάσω αργαλειό και κρεβατομουρμούρα – για ένα φτωχόπαιδο όπως εγώ, αυτά ήταν πολυτέλειες. Τα πρωινά έπλενα τζάμια αυτοκινήτων στα φανάρια και την υπόλοιπη μέρα έκανα δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια, σφουγγάριζα ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο της Αθήνας, ενώ, παράλληλα, το φυλούσα από τους κλέφτες – οι Έλληνες δεν έχουν αρχίσει ακόμα να μπουκάρουν στα βιβλιοπωλεία για να κλέβουν βιβλία αλλά το αφεντικό ήταν από τη Γερμανία και δεν το ήξερε.
Σφουγγάριζα όλο το μαγαζί μέσα σε μια ώρα, και μέχρι τα ξημερώματα βυθιζόμουν στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας. Μπάρμπαρα Κάρτλαντ, Βέφα Αλεξιάδου, Κώστας Λεφάκης και άλλοι μεγάλοι συγγραφείς με γοήτευσαν τόσο πολύ που αποφάσισα να τους μοιάσω. Άρχισα να γράφω μικρές ιστορίες αλλά γρήγορα κατάλαβα πως, αν δεν είχα ελεύθερο χρόνο, ποτέ δεν θα έφτανα τα είδωλά μου.
Τότε, σκέφτηκα να ζητήσω βοήθεια από τον πραγματικό μου πατέρα. Ήταν παντρεμένος με μια σταρ της τηλεόρασης και ζούσε σε μια βίλα στην Εκάλη. Στην αρχή έκανε πως δεν είχε ιδέα αλλά, όταν τον απείλησα πως θα πάω στον Τριανταφυλλόπουλο, με υποδέχτηκε σαν πραγματικό παιδί του.
Κοιμόμουν στον στάβλο, δίπλα στα πανάκριβα άλογά του, γιατί φοβόταν πως, αν κοιμόμουν στο σπίτι, θα του σούφρωνα τα χρυσαφικά, τις ασημένιες σουπιέρες και τους πολυέλαιους – μεταξύ μας, δεν είχε άδικο γιατί είμαι μεγάλο κλεφτρόνι. Στον στάβλο υπήρχε ένας υπολογιστής με σύνδεση στο Διαδίκτυο και βρήκα την ευκαιρία να γράφω και να σερφάρω με τις ώρες – στην αρχή με ενοχλούσε λίγο η μπόχα της κοπριάς αλλά γρήγορα συνήθισα.
Έφτιαξα ένα μπλογκ και έγραφα ολημερίς και ολονυκτίς. Γρήγορα έγινα πασίγνωστος γιατί οι Έλληνες είναι αμόρφωτοι και δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως μιμούμουν το ύφος της Μπάρμπαρα Κάρτλαντ. Ένα βράδυ, μια όμορφη Κύπρια πριγκιποπούλα μπήκε στον στάβλο γιατί είχε χάσει το γοβάκι της και το έψαχνε. «Πως σε λένε;» με ρώτησε. Εγώ πήγα και κρύφτηκα πίσω από τον Αστραχάν αλλά η όμορφη πριγκιποπούλα επέμεινε. «Πιτσιρίκο» της είπα φοβισμένος ο καψερός. «Τον πιτσιρίκο τον μπλόγκερ τι τον έχεις;». «Απλή συνωνυμία» της απάντησα αλλά το μάτι της έπεσε στην οθόνη του υπολογιστή και είδε τα κείμενά μου.
«Πιτσιρίκο, ονομάζομαι Ελένη Ξένου; Θα ήθελες να γράφεις για το ‘Υστερόγραφο’ του ‘Φιλελεύθερου’»; «Μάλιστα κυρία» της είπα, «πάρτε με μακριά από τη φτώχεια και τη μιζέρια!». Με ανέβασε στην άμαξά της και με μετέφερε στο σοκολατένιο σπιτάκι του «Υστερόγραφου» - εκεί μένω τώρα και την περνάω φίνα.
"Ο Φιλελεύθερος"- 25/02/07
Εύχομαι εις την Ελένη
επιτυχία κολασμένη
και τ’ όμορφο «Υστερόγραφο»
να …σκίζει και να δέρνει!
Αυτό το βιογραφικό γράφτηκε για τα πρώτα γενέθλια του ένθετου «Υ.Γ.» της εφημερίδας «Ο Φιλελεύθερος». Ευχαριστώ από καρδιάς την κ. Ελένη Ξένου που μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω διεθνή καριέρα και ελπίζω κάποια μέρα να εκπροσωπήσω την Κύπρο στη Γιουροβίζιον. Ευχαριστώ πολύ και τους Κύπριους αναγνώστες – στην Κύπρο και όπου γης – για τα καλά τους λόγια. Ελπίζω να καταφέρω να έρθω στην Κύπρο τον επόμενο μήνα για το πάρτι του «Υ.Γ.» - ώστε να μπορέσετε να θαυμάσετε την ομορφιά μου -, και, κάποια στιγμή στο μέλλον, για μόνιμη εγκατάσταση.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους αναγνώστες για τα mail τους. Αν σε κάποιους δεν απαντώ, δεν είναι από σνομπισμό αλλά από έλλειψη χρόνου. Έχω ξαναγράψει πως δεν περίμενα ποτέ την ανταπόκριση που θα γνώριζε αυτό το μπλογκ – τώρα, όμως, το πράγμα με ξεπερνάει. Το μπλογκ δεν είναι επάγγελμα – είναι διασκέδαση και ψυχαγωγία για μια ώρα. Χαίρομαι για τα mail αλλά δεν μπορώ να περνάω τη ζωή μου μπροστά σε έναν υπολογιστή – η ζωή είναι αλλού, κι εμένα αυτό το «αλλού» μου αρέσει πολύ. Διαβάζω πάντα όλα τα mail – ευχαριστώ και πάλι.