Την Κυριακή των Βαΐων, ο αξιωματικός μας μας ανακοίνωσε πως το κέντρο εκπαίδευσης στο οποίο υπηρετούσαμε θα φιλοξενούσε ανήμερα το Πάσχα τις κορυφαίες πολιτικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες της χώρας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος ήταν ανάμεσα σ’ αυτές. Μόλις ακούσαμε το χαρμόσυνο νέο, κάναμε σαν μικρά παιδιά από τη χαρά μας. Η προοπτική να τσουγκρίσω το αυγό μου με τον πρωθυπουργό με γέμισε ενθουσιασμό – δάκρυα χαράς αυλάκωσαν τα μάγουλά μου.
Μόλις ο αξιωματικός μάς είπε πως η δουλειά μας θα ήταν να σερβίρουμε τους υψηλούς καλεσμένους και να κάνουμε όσο πιο άνετη γινόταν τη διαμονή τους στο στρατόπεδο, ξεσπάσαμε σε ουρανομήκεις αλαλαγμούς και ζητωκραυγές. Κάποιοι ναύτες που επρόκειτο να πάρουν απολυτήριο τις αμέσως επόμενες μέρες, ζήτησαν να παραταθεί η θητεία τους για να μη χάσουν αυτή τη μοναδική ευκαιρία της ζωής τους.
Η Μεγάλη Εβδομάδα κύλησε με προετοιμασίες για το μεγάλο γεγονός. Ξεχορταριάσαμε μια έκταση είκοσι στρεμμάτων και μαζέψαμε όλα τα σκουπίδια – κυρίως γόπες, καπότες και κουράδες. Ζούσαμε όλοι μέσα σ’ ένα όνειρο· τα χαρούμενα τραγούδια μας αντηχούσαν μέσα στο πάρκο όπου θα γινόταν η δεξίωση.
Ένα πρωινό πήγαμε και στο Α΄ Νεκροταφείο. Όχι για να καθαρίσουμε – απλώς, τα τίναξε ένας ναύαρχος και ήμασταν άγημα απόδοσης τιμών στην κηδεία του. Η μπάντα παιάνιζε, σταματούσε κι εμείς πυροβολούσαμε στον αέρα. Μετά ξανάρχιζε, ξανασταματούσε και πυροβολούσαμε πάλι. Με άσφαιρα βέβαια γιατί, έτσι άσχετοι που ήμασταν, μπορεί να στέλναμε και κανα συγγενή παρέα στο μακαρίτη.
Τα είχαμε κανονίσει μεταξύ μας να μην πυροβολούμε όλοι μαζί κάθε φορά, για να πάρουμε μερικές σφαίρες ενθύμιο. Μια φορά μπερδευτήκαμε και δεν πυροβόλησε κανείς – ο αξιωματικός μάς αγριοκοίταξε κι εμείς πυροβολήσαμε σε λάθος χρόνο.
Σκεφτόμουν πάντως εκείνη την έρμη τη χήρα που από τη μια έχασε τον ναύαρχό της και από την άλλη έπρεπε μέσα στον πόνο της να ακούει μπάντες και τουφεκιές, λες και είχαμε πανηγύρι. Όταν πεθαίνει ένας στρατιωτικός πρέπει να θάβουν μαζί του και τη
γυναίκα του ζωντανή – αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάναν στις Ινδίες.
Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο την περάσαμε τσίλικα. Τα πρωινά καθαρίζαμε όλο το στρατόπεδο και τα βράδια ήμασταν πάλι άγημα απόδοσης τιμών σε εκκλησίες. Στον Επιτάφιο με τα όπλα υπό μάλης και στην Ανάσταση με «παρουσιάστε αρμ», «επ’ ώμου αρμ» και «παρά πόδα αρμ». Το βράδυ της Ανάστασης ο αξιωματικός μάς έδωσε παράγγελμα «παρά πόδα» από θέση «παρουσιάστε» αλλά εμείς ξέραμε πως αυτό δεν γίνεται, γιατί ήμασταν εκπαιδευμένοι κομάντος που θα πάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά, και δεν το εκτελέσαμε.
Δεν θυμάμαι ποιοι ήταν οι επίσημοι, αλλά ήταν εκεί το Άγιο Φως –που οπωσδήποτε είναι αρχηγός κράτους– και έπρεπε να του αποδώσουμε τις ανάλογες τιμές. Όταν ο παπάς άρχισε να ψάλλει το Χριστός Ανέστη, ο αξιωματικός φώναξε «παρουσιάστε αρμ!», αλλά εμείς, ως σωστά χριστιανόπουλα και οδηγημένοι από τη δύναμη της συνήθειας, αδιαφορήσαμε πλήρως και αρχίσαμε να φιλάμε ο ένας τον άλλον και να ανταλλάσσουμε ευχές – μόνο αυγά που δεν είχαμε για να τσουγκρίσουμε.
Όταν το πήρε χαμπάρι ο αξιωματικός, πήρε ανάποδες κι άρχισε να ουρλιάζει – εμείς θεωρήσαμε πως ζήλεψε που δεν του δώσαμε κι αυτουνού το φιλί της αγάπης και αρχίσαμε να τον φιλάμε για να του φύγει το παράπονο· αλλά αυτός επέμενε να παρουσιάσουμε τα όπλα, οπότε τα παρουσιάσαμε κι εμείς για να του κάνουμε το χατίρι. Του είχαμε αδυναμία του αξιωματικού μας γιατί ήταν μικρό παιδί – εμείς ήμασταν όλοι από αναβολές λόγω σπουδών και τον είχαμε πάρει υπό την προστασία μας.
Επιστρέψαμε από την εκκλησία γύρω στις δυο το πρωί – ήμασταν πεινασμένοι σαν λύκοι αλλά τα μαγειρεία ήταν κλειστά, κι έτσι μείναμε νηστικοί. Στις πέντε τα ξημερώματα βάρεσε γενικός συναγερμός· η μεγάλη μέρα είχε φτάσει. Πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια και τρέξαμε στο χώρο του εορτασμού – ούτε πρωινό δεν πήραμε. Οι σούβλες με τα αρνιά ήταν ήδη στημένες, κάποιοι ναύτες ανέλαβαν να τις γυρνούν κι εμείς οι υπόλοιποι αναλάβαμε τα τραπέζια.
Εμένα μου έπεσε το τραπέζι ενός δεσπότη και της ακολουθίας του. Έβαλα τα πιάτα, τα ποτήρια και τα μαχαιροπίρουνα στη θέση τους, και περίμενα να φανεί ο δεσπότης για να τον ταΐσω. Βέβαια ήταν κομμάτι δύσκολο να έρθει ο δεσπότης από τις έξι τα χαράματα για να φάει κοκορέτσι, αλλά εγώ φρουρούσα το τραπέζι του και θα το υπερασπιζόμουν μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μου, επειδή είχα ορκιστεί να φυλάττω πίστιν εις την Πατρίδα και υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους Νόμους.
Ο χώρος άρχισε να γεμίζει από τις οικογένειες των αξιωματικών. Γύρω στις 11 ήμασταν όλοι κομμάτια από το ξενύχτι, την κούραση και την πείνα. Μου τελείωσαν και τα τσιγάρα, αλλά ο ναύτης που ήταν στην καντίνα δεν μου έδινε γιατί ήταν μόνο για τους αξιωματικούς. Έκανα μια γύρα, είδα τι τσιγάρα κάπνιζε ο διοικητής του στρατοπέδου, ο αντιναύαρχος Θαλασσοπνίχτης, και πήγα ξανά στην καντίνα – τάχα μου πως με στέλνει ο διοικητής για να του πάρω τσιγάρα. Ο καντινιέρης μού έδωσε τρία πακέτα τζάμπα.
Στις 12 άρχισαν να έρχονται οι επίσημοι, αλλά ο δεσπότης μου δεν φαινόταν πουθενά. Όλοι διασκέδαζαν και έτρωγαν, εκτός από μας. Οι δικοί μου δεν είχαν έρθει· καλύτερα, δεν θα ήθελα να με δουν σαν ξενυχτισμένο κάπελα. Μιας και τα άλλα τραπέζια ήταν γεμάτα και κανείς δεν νοιαζόταν για μας, αποφασίσαμε με τους άλλους ναύτες να κάτσουμε στο τραπέζι του δεσπότη και να φάμε – σκεφτήκαμε πως δεν θα έρθει.
Φάγαμε και ήπιαμε σαν τα ζώα, και σηκωθήκαμε μόνο όταν ακούσαμε πως έρχεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τσουγκρίσαμε αυγά με τον Πρόεδρο, του ζητήσαμε να υπογράψει στα καπέλα μας και επιστρέψαμε στο τραπέζι. Με μεγάλη έκπληξη είδαμε το δεσπότη με την παρέα του να κάθονται στο τραπέζι που πια ήταν σαν να είχε φάει βόμβα.
Του ψέλλισα μια δικαιολογία πως δήθεν είχε έρθει ένας άλλος παπάς και έφαγε, κι αρχίσαμε να μαζεύουμε καθαρά πιάτα και ποτήρια που περίσσευαν από τα άλλα τραπέζια για να βάλουμε στο δικό του. Τέλος πάντων τα μπάλωσα κάπως τα πράγματα, επιδεικνύοντας όση περισσότερη δουλοπρέπεια μπορούσα.
Η ορχήστρα έπαιζε δημοτικά όταν ένας αξιωματικός ανακοίνωσε στους παρευρισκόμενους πως ο γιος του κύριου Θαλασσοπνίχτη θα μας τραγουδήσει επιτυχίες του Έλβις Πρίσλεϊ. Γύρισα και είδα ένα ζαβό παιδί να μιμείται τον Έλβις σαν ξεβιδωμένο, ενώ όλοι βαρούσαν παλαμάκια – για να μη θιγεί ο Θαλασσοπνίχτης, που καμάρωνε τον κανακάρη του. Αισθάνθηκα κάπως απογοητευμένος· η μέρα που τόσο περίμενα, αποδεικνυόταν σωστή καταστροφή.
Δεν θυμάμαι ποιος έριξε την ιδέα να βγάλουμε όλοι τα ρούχα μας. Ίσως να ήταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ίσως πάλι ο Αρχιεπίσκοπος ή ο πρωθυπουργός. Δεν έχει σημασία – όποιος και να ’ταν, καλή του ώρα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω με πόσο ενθουσιασμό ξεβρακωθήκαμε όλοι και ακολουθήσαμε τις προτροπές ενός πολιτευτή του Συνασπισμού να μαζέψουμε παπαρούνες και να κυνηγήσουμε πεταλούδες τσίτσιδοι στους αγρούς.
Όπου και να γυρνούσες το βλέμμα σου, έβλεπες γυμνά κορμιά ανθρώπων της αστικής τάξης που έμοιαζαν να προσπαθούν να απαλλαγούν από τη διάβρωση που προκαλεί το κυνήγι του χρήματος και ο καταναλωτισμός.
Οι ερωτικές συνευρέσεις που ακολούθησαν δεν είχαν φραγμούς και καθωσπρεπισμούς· το πάρκο που γιορτάζαμε τη Λαμπρή μετατράπηκε σε ένα ανθισμένο Ζαμπρίσκι Πόιντ όπου χιλιάδες γυμνά κορμιά πάλλονταν σε έναν αέναο ερωτικό χορό, χορογραφημένο από το ξύπνημα της άνοιξης. Πολιτική Ηγεσία, Λαός, Στρατός και Κλήρος πραγματικά ενωμένοι, για πρώτη και τελευταία φορά. Χριστός Ανέστη!
Αγαπητοί υποστηρικτές του Αντώνη Τσιπρόπουλου, αυτό το κείμενο γράφτηκε για τη
LiFO