Πέρασε ένας χρόνος από την ημέρα που ο M. Hulot με ρώτησε αν θα ήθελα να γράψω ένα κείμενο για το LifO. Ήθελα. Πολύ. Το κείμενο γράφτηκε μια εβδομάδα αργότερα επειδή είχα δουλειά. Υπάρχει μια πονεμένη ιστορία για τον τόπο και τον τρόπο που γράφτηκε αλλά δεν είναι του παρόντος. Ήταν και τότε μέρες Γιουροβίζιον – όπως λέμε «χρονιάρες μέρες» - και το θέμα του κειμένου ήταν αυτό. Μάλλον άρεσε γιατί ακολούθησαν και άλλα.
Ήμουν αρκετά καχύποπτος και συγκρατημένος όταν ξεκίνησα να γράφω για το LifO γιατί η προηγούμενη εμπειρία μου με έντυπο ήταν θλιβερή – εντάξει, ήταν και λίγο φαιδρή. Δεν είμαι πια – γράφω για ένα έντυπο που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μπλογκ. Αν το LifO δεν ήταν εφημερίδα, θα ήταν μπλογκ. Γράφουν σε αυτό αρκετοί μπλόγκερ – σε περίπτωση που δεν το έχετε αντιληφθεί, είναι το μόνο έντυπο στην Ελλάδα που συμβαίνει αυτό – και όλοι οι συνεργάτες του γράφουν σαν μπλόγκερ. Γράφουν ελεύθερα.
Αυτόν τον ένα χρόνο έζησα μερικές πολύ όμορφες στιγμές. Δεν έκρυψα ποτέ πως γράφω επειδή περνάω καλά όταν γράφω και επειδή μου αρέσει να με διαβάζουν – εννοώ να με διαβάζουν άλλοι άνθρωποι, όχι η παρέα μου. Το LifO μου έδωσε τη δυνατότητα να φτάσουν τα κείμενά μου σε ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με το Διαδίκτυο – αυτοί οι άνθρωποι είναι πολλοί. Και μπορώ να τους βλέπω χωρίς να έχουν ιδέα ποιος είμαι – η απόλυτη ίντριγκα.
Το καλό είναι πως γράφω για το LifO όπως ακριβώς γράφω και στο μπλογκ. Υπάρχει μια παγίδα για έναν μπλόγκερ που καλείται να γράψει για ένα έντυπο: να πιστέψει πως το τυπωμένο κείμενο είναι κάτι πιο «σημαντικό», κάτι πιο «σοβαρό», πιο «επίσημο» - δεν είναι. Ένα ζωντανό κείμενο είναι ζωντανό παντού, κι ένα πεθαμένο κείμενο δεν θα ζωντανέψει ξαφνικά, αν τυπωθεί. Ανοίξτε μια εφημερίδα και αναλογιστείτε πόσα από τα κείμενα που διαβάζετε «άξιζαν» να τυπωθούν.
Και εδώ να λύσω μια παρεξήγηση: μπορώ να γράψω «διαφορετικά». Μπορώ να γράψω το πιο σούπερ δημοσιογραφικό κείμενο για τις …γαλλικές εκλογές. Αν θέλετε, μπορώ να μιμηθώ και έναν «πετυχημένο» πολιτικό αρθρογράφο – δεν θα πάρει χαμπάρι κανείς πως το κείμενο έχει γραφτεί από άλλον. Μπορώ να γράψω για τα «προβλήματα του λαού» και να κλαίτε με μαύρο δάκρυ. Για ασθενείς σε ανήλιαγα δωμάτια νοσοκομείων – εκεί που η ευαίσθητη αριστερή ψυχή μου αναμετρήθηκε με τα υπαρξιακά αδιέξοδα και τον ανθρώπινο πόνο.
Ναι, μπορώ να σας …κοροϊδέψω και να σας αρέσει κι από πάνω. Το θέμα είναι «γιατί να το κάνω»; Το να γράφεις σαν στιλιζαρισμένος δημοσιογράφος την εποχή που οι εφημερίδες πεθαίνουν δείχνει τάσεις αυτοκτονίας. Το θέμα είναι να βρεις τη δική σου περίπτωση.
Τα παραδείγματα των δημοσιογράφων που έχουν μπλογκ και γράφουν σαν να έχουν καταπιεί την εφημερίδα - με τον εκδότη μαζί-, ή σαν αποτυχημένοι λογοτέχνες του ‘50 είναι πάμπολλα. Στο εξωτερικό υπάρχουν δημοσιογράφοι που δημιούργησαν μπλογκ και είναι πετυχημένα – στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ακόμα.
Επί τη ευκαιρία, ακόμα περιμένω κάποιος δημοσιογράφος να αναρωτηθεί γιατί συμβαίνει αυτό και να γράψει ένα άρθρο επί του θέματος. Να δούμε ποιος θα είναι ο πρώτος που θα έχει τα κότσια να το κάνει – θα έχει κάνει και το πρώτο βήμα προς την …ελευθερία και ίσως βρει ξανά την αγάπη του για τη γραφή. (Αν δεν το καταφέρετε μόνοι σας, θα σας ελευθερώσω εγώ – μην ανησυχείτε.)
Ας επιστρέψω όμως στο LifO. Γνώρισα τελικά τον κ. Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. Πώς μου φάνηκε; Τι να σας πω, νομίζω πως η πόρτα του γραφείου του είναι ανοιχτή σε όλους – όποιος θέλει, ας πάει να τον γνωρίσει, να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Προσωπικά αυτό που ξέρω είναι πως δεν προσπάθησε να με καπελώσει και δεν είναι ανταγωνιστικός απέναντί μου – αν θεωρείτε πως κάτι τέτοιο είναι δεδομένο σε μια τέτοια σχέση, έχω να σας πω πως δεν ξέρετε τι σας γίνεται.
Αυτό που έχει καταγραφεί είναι πως ο κ. Τσαγκαρουσιάνος ήταν ο πρώτος που έγραψε για τα μπλογκ στην Ελλάδα. Προσοχή, έγραψε για τα μπλογκ και όχι για πέντε μπλόγκερ που ήταν φίλοι του ή για άλλους πέντε που έγραφαν κοντά στο δικό του ύφος – έχει διαφορά. Και συνεχίζει να γράφει – γιατί τώρα που το παιχνίδι χόντρυνε οι μπλόγκερ ξαφνικά «εξαφανίστηκαν».
Επίσης, δεν έχω δει πολλούς αρθρογράφους να παραχωρούν τη στήλη τους ή ένα μέρος της σε κάποιον μπλόγκερ – θέλει και μια γενναιοδωρία αυτό. Άλλο είναι να γράφεις αναλύσεις για τα μπλογκ σαν εσύ να είσαι ο μόνος πνευματικός ανήρ στη χώρα κι άλλο να θεωρείς πως το κείμενο ενός μπλόγκερ μπορεί κάποια φορά να είναι πιο ενδιαφέρον ακόμα κι από το δικό σου και να το φιλοξενήσεις στη στήλη σου.
Μα τι λέω; Εδώ διοργανώνονται εκδηλώσεις για τα μπλογκ και οι ομιλητές είναι … δημοσιογράφοι – έχει χαθεί η μπάλα κανονικά. Θα τους ακούσει κάνας άσχετος και θα νομίζει πως τα μπλογκ ήταν εφεύρεση του Μπόμπολα! Ξέφυγα όμως πάλι από το θέμα.
Ευχαριστώ τον κ. Τσαγκαρουσιάνο γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να κοινωνήσω τα γραπτά μου σε ένα μεγάλο κοινό. Αν δεν ήταν το LifO, δεν θα είχα δει τον πιτσιρικά που ήταν αραγμένος με την παρέα του στο γρασίδι μπροστά στο σταθμό στο Μοναστηράκι να χτυπιέται και να ουρλιάζει «ο πιτσιρίκος τα σπάει»!
Έζησα πολλές τέτοιες στιγμές – και ναι, ήταν όμορφα. Όπως ο Τσιτσάνης και ο Ζαμπέτας έγραφαν τραγούδια για να μπουν στα στόματα των ανθρώπων, έτσι κι εγώ γράφω κείμενα για να διαβαστούν από παρέες – να τα διαβάζει μια όμορφη κοπέλα στο αγόρι της ή στη φίλη της και να γουστάρουν. Δεν είμαι καθόλου εστέτ, είμαι λαϊκός – είμαι άνθρωπος και γράφω για τους ανθρώπους. (Και κατά βάθος, θα ήθελα να είμαι μπουζουξής.)
Γνώρισα κάποιους ακόμα από τους ανθρώπους που εργάζονται για το LifO. Οι εντυπώσεις μου είναι οι καλύτερες. Ήταν ευγενείς και διακριτικοί – τους ευχαριστώ όλους.
Δεν πρόκειται να πλέξω το εγκώμιο κανενός αλλά νομίζω πως υπάρχουν στο LifO πολλά ταλέντα – ο χρόνος θα δείξει. Σκέφτομαι ποιες πόρτες θα περάσουν στο μέλλον, αν θα ανθίσουν ή αν θα μαραθούν – δεν έχει νόημα γιατί στο τέλος τέλος ο καθένας περνάει τις πόρτες που επιλέγει.
Τελικά ήταν καλός αυτός ο χρόνος, πιτσιρίκο; Ναι , ήταν πολύ καλός. Viva LifO!
Τώρα κανονικά θα έπρεπε να γράψω έναν ύμνο στον M. Hulot – που είναι λεβεντιά- αλλά θα του τα πω από κοντά το βράδυ που θα βρεθούμε. Μην την ψωνίσει κι άλλο.
Με αφορμή τη δημοσίευση του κειμένου «Απογραφή» στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» την περασμένη Κυριακή, έλαβα τρία μέιλ από αναγνώστες της εφημερίδας που σήμερα ζουν στην Κύπρο – και οι τρεις μεγάλωσαν κοντά στην Ακρόπολη. Έλαβα αρκετά μέιλ και όταν «ανέβασα» αυτό το κείμενο στο μπλογκ. Για τις κυρίες και τους κυρίους που έδειξαν ενδιαφέρον για το Μερόπειο Ίδρυμα, θα ήθελα να τους ενημερώσω πως μπορεί μεν να λειτουργεί πια η νέα μονάδα του γηροκομείου στην Καλλιθέα, αλλά οι δραστήριοι άνθρωποι του Μερόπειου σκοπεύουν να ανακαινίσουν και το παλιό κτίριο που βρίσκεται στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ώστε να φιλοξενεί και πάλι ηλικιωμένες κυρίες. Για το σκοπό αυτό διεξάγεται λαχειοφόρος αγορά – κάθε λαχνός κοστίζει 5 ευρώ και ο νικητής θα κερδίσει ένα Daihatsu Terios 1.5. Το Μερόπειο βρίσκεται στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου 45 – απέναντι από την Ακρόπολη -, το τηλέφωνο είναι 210-9218991 και υπεύθυνη είναι η κ. Παπαοικονόμου. Θα ήθελα ακόμα να ενημερώσω τον καλό συγγραφέα – στιχουργό που επικοινώνησε μαζί μου με μέιλ πως του έγραψα τα στοιχεία για το Μερόπειο –δεν ξέρω αν λάβατε το μέιλ μου γιατί δεν έλαβα απάντηση. Ευχαριστώ.
Και κάτι ακόμα. Κάθε φορά που γράφω ένα «σοβαρό» κείμενο – όπως η «Απογραφή», για παράδειγμα – πέφτουν βροχή τα μέιλ από αναγνώστες που με παροτρύνουν να γράφω σοβαρά γιατί αυτά τα κείμενα είναι πιο καλά, πιο συγκινητικά κτλ κτλ. Δεν ξέρω αν θα γίνω αντιληπτός αλλά θέλω να σας διαβεβαιώσω πως πάντα γράφω σοβαρά. Πάντα.