Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2005
Βάρδα στεναχώρια!
(Δεν πήγα φέτος στη Νίσυρο - οι φίλοι επιστρέφουν και ζηλεύω που δεν ήμουν εκεί. "Ανεβάζω" ξανά αυτό το κείμενο σαν υπόσχεση πως του χρόνου θα είμαστε παρέα και το αφιερώνω στον αναγνώστη Ανδρέα Ράπτη που δηλώνει "νισυρολάγνος".)
Αύγουστος στη Νίσυρο. Πριν τρία χρόνια. Βραδάκι. Στο Μανδράκι, στην Πλατεία Ηλικιωμένης, στο καφενείο του Αντρίκου. Βάρδα στεναχώρια!
Κόσμος πολύς. Τα τραπεζάκια γεμάτα και ο Αντρίκος να κρύβεται πίσω από το δέντρο για να μην τον βλέπουν οι πελάτες και του ζητούν κι άλλες …μπύρες. Όλες οι φυλές μαζί. Μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, Νισύριοι της διασποράς, Αθηναίοι παραθεριστές, ξένοι τουρίστες και περιηγητές, καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Ο Νίκος, η Όλια, η Ελένη. Και φυσικά οι μαστραπάδες. Τι είναι οι μαστραπάδες; Να πας στη Νίσυρο, να ρωτήσεις, να σου πουν. Εμείς πάντως είμαστε ταλιμπάδες – το λέει κι ο Αντρίκος .
Ο Παπάζογλου παίρνει το μπουζούκι και παίζει τρία-τέσσερα τραγούδια. Για πάρτη του. Σωπαίνουμε κι ακούμε. Φοράει ένα τζιν παντελόνι, γυμνός από τη μέση και πάνω. Δεν είναι στα κέφια του. Δίνει το μπουζούκι σε έναν Θεσσαλονικιό. Γύρω στα 35, ψηλός, αδύνατος με μουστάκι. Το μεσημέρι τον είδα στους Πάλους, στο Μάμη. Μας σερβίρισε στο εστιατόριο, δίπλα στη θάλασσα. Είπαμε δυο-τρεις κουβέντες. Φτωχαδάκι που έκανε διακοπές με την κοπέλα του και για να βγουν τα έξοδα έκανε δουλειές του ποδαριού. Λίγα λόγια, ωραίες ατάκες –κομμάτι πικρές.
Παίζει ρεμπέτικα και μόνον. Δίπλα του η κοπέλα του τραγουδάει. Καστανόξανθη με πρόσωπο και φωνή που παραπέμπουν σε παλιότερες εποχές. Το φουστάνι της είναι κι αυτό παλαιομοδίτικο. Τραγουδάει σαν μικρασιάτικο αηδόνι. Μυσταγωγία στην ομήγυρη. Ο Στέφανος, η Ιωάννα , ο Χρήστος, , η Νιόβη, ο John, η Mary και άλλοι πολλοί. Τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο. Αυτός σοβαρός, η κοπέλα χαμογελαστή. Κάποιος ζητάει το «Σαν απόκληρος γυρίζω» του Τσιτσάνη.
«Το θυμάσαι;» ρωτάει ο Θεσσαλονικιός την κοπέλα του.
«Νομίζω ναι» του απαντά.
Το τραγούδι ξεκινάει και η κοπέλα λέει την πρώτη και τη δεύτερη στροφή.
Σαν απόκληρος γυρίζω
στην κακούργα ξενιτιά
περιπλανώμενος δυστυχισμένος
μακριά απ' της μάνας μου την αγκαλιά.
Κλαίνε τα πουλιά γι αέρα
και τα δέντρα για νερό
κλαίω μανούλα μου κι εγώ για σένα
που έχω χρόνια για να σε δω.
«Ξέχασα την τελευταία στροφή» την ακούω να λέει στο φίλο της, ενώ αυτός παίζει τη γέφυρα ανάμεσα στη δεύτερη και τρίτη στροφή.
Σηκώνει τα φρύδια του, θέλοντας να δείξει πως ούτε αυτός τη θυμάται. Σηκώνομαι και στέκομαι μπροστά της. Με κοιτάει απορημένη. Φοράω ένα μπλε τι σερτ που μπροστά έχει τυπωμένο το σκίτσο του Στάθη για το συγκεκριμένο τραγούδι από τα «33 εικονογραφημένα τραγούδια». Ένας ναυτικός χορεύει πάνω στο κατάρτι, γύρω του πετούν γλάροι και πάνω στο σκίτσο είναι τυπωμένοι οι στίχοι της τρίτης στροφής του τραγουδιού. Της δείχνω το στέρνο μου και χαμογελάει. Διαβάζει και τραγουδάει:
Πάρε Xάρε την ψυχή μου
ησυχία για να βρω
αφού το θέλησε η μαύρη μοίρα
μεσ' στη ζωή μου να μην χαρώ.
(Ο Αντρίκος είναι ο κύριος με το γαλάζιο μπλουζάκι –όρθιος στη φωτογραφία. Μην τον πείτε «κύριο» - θα σας στείλει στο διπλανό καφενείο του Αντώνη! «Αντρίκος – Βάρδα Στεναχώρια» ονομάζεται το καφενείο.)