Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2006
"Πως πάει μετά;"
Σ’ ένα παπόρο μέσα, σ’ ένα παπόρο μέσα
μας εμπαρκάρανε
γαλέτες παξιμάδια, γαλέτες παξιμάδια
μας ετρατάρανε
«Πως πάει μετά;» «Δεν θυμάμαι» «Να το μάθεις, να το τραγουδάμε όλο» «Θα το μάθω» «Δώσ’ μου μια θάμπα νερό».
Νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς». Αιματολογικό τμήμα. Τελευταίο δωμάτιο αριστερά. Κάθομαι σε μια καρέκλα πλάτη στην τζαμαρία. Απέναντί μου ο πατέρας μου σε καροτσάκι. Καρκίνος στους λεμφαδένες, όγκος στον εγκέφαλο και εγκεφαλικό. Τον ταΐζω και τραγουδάμε.
«Πότε θα πάμε στη Ζάκυνθο;» «Τώρα μίλησα με τον γιατρό και μου είπε πως όποτε θέλουμε φεύγουμε. Είναι ενθουσιασμένος με την εξέλιξη της υγείας σου. Θα μπορούσαμε να έχουμε ήδη φύγει. Απλά καθόμαστε μερικές μέρες ακόμα, για να γίνεις εντελώς περδίκι. Συμφωνείς κι εσύ, έτσι δεν είναι;» «Ναι, κανόνισέ το όμως παιδάκι μου…»
Μπαίνω στο διπλανό δωμάτιο. Ο γιατρός κάθεται σε μια καρέκλα, δίπλα σε μια ηλικιωμένη κυρία που κοιμάται. Ο γιατρός με το ποδήλατο. «Σε αυτόν θα πάτε» μου είχε πει ο Νίκος. «Είναι ο καλύτερος και είναι άνθρωπος». Σηκώνεται και με πλησιάζει. Μιλάμε χαμηλόφωνα. «Γιατρέ τι θα κάνουμε;» «Τον αγαπάω τον πατέρα σου και δεν θέλω να πεθάνει στα χέρια μου. Είναι πολύ νέος ρε γαμώτο. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Να πάτε στο νοσοκομείο στη Ζάκυνθο, να του κάνετε και το χατίρι» «Μα θέλει να πάμε στο σπίτι μας, γίνεται αυτό;» «Θα του πω εγώ πως θα πάτε στο νοσοκομείο για λίγες μέρες και μετά στο σπίτι» «Δηλαδή γιατρέ, τώρα δεν υπάρχει ούτε μια ελπίδα στο εκατομμύριο;» «Όχι...» «Γιατρέ σας ευχαριστώ για όλα» «Να προσέχεις τη μητέρα σου. Έχει γίνει ρημάδι».
Σ’ ένα παπόρο μέσα, σ’ ένα παπόρο μέσα
μας εμπαρκάρανε
γαλέτες παξιμάδια, γαλέτες παξιμάδια
μας ετρατάρανε
«Πως πάει μετά;» «Δεν θυμάμαι πατέρα» «Τόσους μήνες όλο μου λες πως θα μάθεις το παρακάτω και όλο με κογιονάρεις» «Έλα να πούμε τη ‘Φραγκοσυριανή’ που σ’ αρέσει» «Δεν θέλω τη ‘Φραγκοσυριανή’, το ‘Παπόρο’ θέλω’!».
Η νεαρή γιατρός από τη Ζάκυνθο κανονίζει όλες τις λεπτομέρειες. Πηγαίνω στην Ολυμπιακή να πάρω τα χαρτιά που χρειάζονται για να μπει το φορείο στο αεροπλάνο και της τα πηγαίνω για να τα υπογράψει. Πάλι πίσω στην Ολυμπιακή για τα εισιτήρια. Η κυρία στο γκισέ εξυπηρετεί έναν γνωστό ηθοποιό της τηλεόρασης. Του ζητάει συγνώμη και με πλησιάζει. «Όλα εντάξει; Το τακτοποιήσατε;» «Ναι, σας ευχαριστώ πολύ». Μου σφίγγει το χέρι. «Καλή τύχη…».
«Πατέρα αύριο φεύγουμε για τη Ζάκυνθο! Εσείς με το αεροπλάνο κι εμείς με το αυτοκίνητο!». Χαμογελάει. Μετά κλαίει. Τόσα χρόνια μια φορά τον είχα δει να κλαίει μόνο - όταν πέθανε η μάνα του. Το εγκεφαλικό τον έχει κάνει υπερευαίσθητο. Οι νοσοκόμες και οι νοσοκόμοι – άξιοι όλοι τους – τον πειράζουν που θα πάει στο νησί του. Οι φίλοι του έρχονται να τον δουν. Άλλος κάνει μεταβολή και φεύγει, άλλος βγαίνει παραπατώντας, άλλος με δάκρυα. Ένας που είχε καιρό να τον δει βγαίνει χαμογελαστός από το δωμάτιο. «Μήπως είναι σε άλλο δωμάτιο; Δεν είναι εδώ.» «Σε αυτό είναι. Στο τρίτο κρεβάτι». Σε πέντε λεπτά βγαίνει κίτρινος. Φεύγει χωρίς να μας χαιρετήσει.
Ήταν ξημερώματα όταν το αεροπλάνο έφτασε στη Ζάκυνθο. Ο πατέρας δεν έβλεπε πια καθόλου. Ο όγκος είχε πειράξει τα οπτικά νεύρα. Μέσα στο ασθενοφόρο που τους μετέφερε στο νοσοκομείο η μητέρα τον ρώτησε τι του μυρίζει. «Ζάκυνθος…».
Ζάκυνθος Κέρκυρα
δεν θα σας ξαναδώ
Ζάκυνθος Κεφαλονιά
Δεν θα σας ξαναδώ.
Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο με ευγνωμοσύνη στους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό της Β΄ Χειρουργικής και του Αιματολογικού Τμήματος του νοσοκομείου «Γεώργιος Γεννηματάς». Ιδιαίτερα στην κ. Αναστασία Λειβαδά, στον κ. Γιώργο Γκορτζολίδη και στον κ. Νίκο Κατσιμάρδο.