Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2006
Ο πιτσιρίκος στο θέατρο
Την περασμένη Κυριακή πήγα στο θέατρο. Για να είμαι ειλικρινής, εγώ το θέατρο δεν το μπορώ καθόλου – κανα Δελφινάριο το πολύ, κι αυτό με το ζόρι. Έχω όμως κάτι φίλους που είναι αριστεροί – του Συνασπισμού, καταλαβαίνετε – και με τραβολογάνε κάθε φορά μαζί τους, γιατί δεν καταλαβαίνουν ποτέ το έργο και πρέπει να τους το εξηγώ.
Κατηφόρισα την Αγίου Κωνσταντίνου, περνώντας από το παζάρι που είχαν στήσει οι αλλοδαποί μπροστά από το Εθνικό Θέατρο – είχαν κάτι ωραιότατα ρούχα αλλά βιαζόμουν. Στο φουαγιέ του θεάτρου «Άλμα» με περίμεναν η Ι. , ο Χ. και η Ν. – η Ν. είναι πιο μικρή κι από μένα. Τα μάτια όλων καρφώθηκαν πάνω μας, όχι μόνο επειδή ήμουν ο πιο διάσημος στο χώρο, αλλά γιατί ήμασταν οι νεότεροι. Ο Χ. με ενημέρωσε πως θα παρακολουθήσουμε τη «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και υπέθεσα πως οι συμμαθητές του Ίνγκμαρ είχαν μαζευτεί για να τον τιμήσουν. Η σκέψη μου αποδείχτηκε λανθασμένη τελικά, μιας και ο κ. Μπέργκμαν δεν εμφανίστηκε στο θέατρο καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς.
Κατευθύνθηκα στο τραπεζάκι με τα προγράμματα κι έκπληκτος άκουσα την κοπέλα που τα πουλούσε να μου λέει : «Είστε ο κ. Πιτσιρίκος;». Για μια στιγμή σκέφτηκα πως το έχω παρακάνει τελευταία με τη δημοσιότητα, αλλά συνήλθα αμέσως : «Αθηνούλα! Πως μεγάλωσες έτσι αγάπη μου;». Η Αθηνά είναι η κόρη του φίλου μου του Θανάση, με τον οποίο παλιά κάναμε λαθρεμπόριο τσιγάρων από το Μαυροβούνιο. Μια φορά που την είχαμε πάρει μαζί μας, γιατί δεν είχαμε που να την αφήσουμε, είχε καπνίσει το μισό φορτίο, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί μαφιόζοι να εξαγριωθούν – χρειάστηκε να τους πασάρουμε σαράντα κούτες Marlboro και είκοσι Ρωσίδες για να τους εξευμενίσουμε..
Αγκαλιές φιλιά με την Αθηνούλα – πολύ χάρηκα που την είδα. Μετά αγόρασα όλα τα προγράμματα – 150 κομμάτια – για να την ενισχύσω, αλλά δεν μου βγήκε σε κακό γιατί τα αγόρασα προς 5 ευρώ το ένα και μετά τα πούλησα στους άλλους θεατές 6 ευρώ το κομμάτι, οπότε πάλι κερδισμένος βγήκα. Την ώρα που τα πουλούσα συνειδητοποίησα πως όλοι είχαν έρθει με τα καλά τους κι εμείς ήμασταν σαν λέτσοι. Αφού βεβαιώθηκα πως είχαμε δέκα λεπτά καιρό μέχρι να ξεκινήσει η παράσταση, έβγαλα την Ι., τον Χ. και τη Ν. κακήν κακώς από το θέατρο και τρέξαμε στο παζάρι του Εθνικού Θεάτρου. Για τον Χ. κι εμένα αγόρασα δυο απέριττα tuxedo και για τα κορίτσια δυο στολές τσάρλεστον – κοψοχρονιά τα πήραμε. Αλλάξαμε σε ένα γιαπί της οδού Μενάνδρου, προσέχοντας να μην κάνουμε θόρυβο κι ενοχλήσουμε δυο καουμπόηδες που ήταν έτοιμοι να μονομαχήσουν κι επιστρέψαμε στο θέατρο.
Η εκ νέου είσοδός μας στο φουαγιέ έκανε μεγάλη αίσθηση και σίγουρα θύμισε σε όλους αυτούς τους ηλικιωμένους ανθρώπους τα νιάτα τους – τον μεσοπόλεμο δηλαδή. Ο Χ. εξέφρασε τον προβληματισμό του για την προχωρημένη ηλικία των θεατών και αναρωτήθηκε ποιοι θα έρχονται στο θέατρο όταν πεθάνουν όλοι αυτοί. «Είναι κρίμα γιατί το θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα», κατέληξε. Τον καθησύχασα λέγοντάς του, πως αφού το θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα, το σωστό είναι να πεθάνει και στην Ελλάδα – που να πεθάνει, στην ξενιτιά;
Η Ι. από την άλλη, αναρωτιόταν διαρκώς γιατί οι άνθρωποι βάζουν τα καλά τους όταν πηγαίνουν στο θέατρο – όλο απορίες είναι αυτοί του Συνασπισμού. Της εξήγησα πως αυτό συμβαίνει επειδή σκέφτονται την πιθανότητα να απουσιάζει κάποιος ηθοποιός και έχουν την ελπίδα πως θα χρειαστεί να τον αντικαταστήσουν. Πως θα ανεβούν στη σκηνή, με τα τζιν; Θα αλλάζαμε σώβρακο κάθε μέρα, αν δεν σκεφτόμασταν την πιθανότητα να μας τύχει κανα κακό και να μας τρέχουν στα νοσοκομεία; Ίδια περίπτωση με το θέατρο είναι.
Ανεβήκαμε τις σκάλες και μπήκαμε στην αίθουσα. Ο ταξιθέτης μας έβαλε σε πολύ καλές θέσεις και υποθέτοντας πως αυτό συνέβη επειδή με αναγνώρισε του έδωσα μισό ευρώ και υπέγραψα στο κούτελό του, αφού τον ρώτησα πρώτα το όνομά του. Τον έλεγαν Ναβουχοδονόσορα – για να το χωρέσω έγραφα μέχρι το λαιμό του. Βέβαια μετά η Ι. μου είπε πως είχε κλείσει τις θέσεις μια βδομάδα πριν, αλλά δεν πτοήθηκα – κατάλαβα αμέσως πως με ζηλεύει και ήθελε να υποτιμήσει τη φήμη και την αξία μου.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη – σκέφτηκα πως αν είχαμε το άθροισμα των ηλικιών των θεατών σε ευρώ θα ήμασταν ζάπλουτοι. Τσεκάρισα αυτούς που κάθονταν γύρω μας. Ήταν γυναίκες γύρω στα 70 – χήρες σίγουρα. Οι γυναίκες ζουν οκτώ χρόνια περισσότερο από τους άντρες τους, δεν ξέρουν τι να κάνουν και τρέχουν στα θέατρα – από την άλλη μπορεί να ήταν παντρεμένες με κανα σατράπη που τις είχε περιορισμένες και τρέχουν μετά να καλύψουν τα κενά που έχουν στη θεατρολογία. Με έπιασε ένας μικροπανικός στη σκέψη πως στατιστικά το πιθανότερο είναι πέντε έξι θεατές να τα κακαρώσουν μέχρι να τελειώσει η παράσταση. Με όλα αυτά τα γερόντια που γεμίζουν τα θέατρα σίγουρα θα έχουν πεθάνει πολλοί όλα αυτά τα χρόνια κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, αλλά μάλλον δεν το λένε για να μην τρομάξει ο κόσμος.
Μπροστά μου ακριβώς καθόταν μια χήρα ανάμεσα σε δυο άλλες χήρες. Ήταν εύθυμη χήρα πάντως, γιατί φορούσε ένα χνουδωτό μπορντό καπέλο με ομόχρωμο σκελετό γυαλιών και κραγιόν. Το καπέλο νομίζω πως το είχα δει στο παζάρι του Εθνικού. «Βρε παιδί μου, το 90% είναι γυναίκες. Οι άντρες γιατί δεν έρχονται στο θέατρο;» επέμεινε η Ι. «Γιατί είναι νεκροί» της απάντησα. «Και όσοι ζουν;» «Ε, όσοι ζουν αποφεύγουν τα δυσάρεστα γεγονότα. Δεν έχεις προσέξει πως στα επισκεπτήρια των νοσοκομείων και στις κηδείες τα περισσότερα άτομα είναι γυναίκες;».
Όταν χτύπησε το κουδούνι του θεάτρου η κυρία με το μπορντό καπέλο σηκώθηκε όρθια κι άρχισε να τρέχει – νόμισε πως βαρούσε συναγερμός για βομβαρδισμό και έτρεξε να χωθεί στο καταφύγιο. Ευτυχώς, γιατί κάτι η περμανάντ, κάτι το μπορντό καπέλο, κάτι που είμαι πιο κοντός κι από Πυγμαίο, δεν έβλεπα Χριστό. Κάποια στιγμή η παράσταση ξεκίνησε και στη σκηνή εμφανίστηκε ένας άνδρας και μια γυναίκα. «Κοίτα πως μοιάζει αυτή στην Όλια!», είπα στην Ι. «Η Όλια είναι» μου απάντησε. Βρε την παλιο-Όλια! Δεν ήξερα πως είναι ηθοποιός. Νόμιζα πως χειμώνα καλοκαίρι μένει στη Νίσυρο.
Στη σκηνή εμφανίστηκε η κ. Μάγια Λυμπεροπούλου που έπαιζε τη μητέρα (Σάρλοτ). Εντάξει, μπορεί να είμαι άσχετος, αλλά μαζί με την κ. Όλια Λαζαρίδου στο ρόλο της κόρης (Εύα) έδωσαν ρεσιτάλ ηθοποιίας. Μητέρα και κόρη συναντιούνται μετά από επτά χρόνια και προσπαθούν να επικοινωνήσουν και να αγαπήσουν η μια την άλλη. Όταν βλέπεις την κ. Λυμπεροπούλου στη σκηνή σκέφτεσαι πως δεν υπάρχει άλλη ηθοποιός στη γη, ενώ η κ. Λαζαρίδου είναι ένα πλάσμα από έναν άλλο καλύτερο κόσμο. Ο κ. Περικλής Μουστάκης και η κ. Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου ήταν σπουδαίοι στους ρόλους τους. Αυτός ο Μπέργκμαν τελικά, άμα ήθελε, έγραφε ωραία πράγματα. Αν δεν έβηχαν και όλες οι γριές κατά τη διάρκεια της παράστασης, τα πράγματα θα ήταν υπέροχα. «Μα εδώ ήρθαν να βήξουν;», με ρώτησε κάποια στιγμή η Ι. Σκέφτηκα να της πω πως δεν είναι βήξιμο αλλά επιθανάτιος ρόγχος, όμως δεν ήθελα να την τρομάξω και το γύρισα : «Δεν λες καλά που δεν κλάνουν κιόλας;».
Στο τέλος της παράστασης αφού αποθεώσαμε τους ηθοποιούς, η Ι. σκέφτηκε να πάει να καλέσει την Όλια για έναν καφέ, αλλά δεν μπορούσε γιατί μετά την παράσταση ακολούθησε συζήτηση των ηθοποιών με τους θεατές – στις γριές δεν έφτανε που ήταν υπεραιωνόβιες, ήθελαν να φάνε και τα νιάτα των άλλων. Βγήκαμε από το θέατρο και ο Χ. συνειδητοποίησε πως είχε χάσει το μπερέ του. Γύρισε να τον βρει αλλά μάταια. Δυστυχώς είχε κλείσει και το παζάρι του Εθνικού και δεν μπορούσα να του πάρω έναν άλλο για να μη στενοχωριέται.
Κάναμε τρεις φορές το γύρο της Ακρόπολης με τα πόδια, ενώ τους εξηγούσα τι ήθελε να πει ο Μπέργκμαν. Γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα τα κατάφερα και συνόψισα όλο το έργο σε μια φράση που λέει η Εύα στη μητέρα της : «Οι δικές σου λέξεις ισχύουν για τη δική σου πραγματικότητα. Οι δικές μου για τη δική μου».
Αν αγαπάτε το θέατρο, μη χάσετε αυτήν την παράσταση.