Ο κύριος Διονύσης Μαραθιάς μπήκε στη ζωή μου χειμώνα κι έφερε το καλοκαίρι. Οπωσδήποτε αυτό ήταν πολύ ποιητικό και να το σημειώσετε. Αφήνω κατά μέρος το «κύριος» και το επίθετο του και συνεχίζω μόνο με το «Διονύσης» - αφενός γράφω γι’ αυτόν στη σελίδα μου κι αφετέρου η σχέση μας είναι κάργα αγαπησιάρικη. Μου θυμίζει τη σχέση μου με τον παππού μου – άλλωστε και ηλικιακά η διαφορά μας τέτοια είναι.
Μοιάζει να ζούμε σε μια εποχή που όλοι έχουμε …φυτρώσει. Κανείς δεν λέει «ευχαριστώ» σε κανέναν, κανείς δεν χρωστάει σε κανέναν – όλοι τα έχουμε καταφέρει όλα μόνοι μας. Παλαιότερα, οι άνθρωποι αναφέρονταν με ευγνωμοσύνη τουλάχιστον στους γονείς τους και στους δασκάλους τους.
Έχω ξαναγράψει πως ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως θα εκδοθεί ένα βιβλίο με δικά μου κείμενα. Ήταν πρόταση και ιδέα του Διονύση και ουσιαστικά την επιμελήθηκε μόνος του. Οι επιλογές του στα κείμενα ήταν εξαιρετικές, και απόλυτα δική του ιδέα ήταν να συμπεριληφθούν στο βιβλίο τα «σοβαρά» κείμενα που τόσο άρεσαν τελικά στους αναγνώστες.
Το μόνο που του ζήτησα να μπει στο βιβλίο ήταν τρεις συγκεκριμένες λέξεις και να αφαιρεθούν δυο – νομίζω – κείμενα που μου θύμιζαν μια άσχημη περίοδο. Ακόμα μου έκανε το χατίρι να φτιάξει ένα εξώφυλλο που ήταν της απολύτου αρεσκείας μου – άρεσε σε όλα τα παιδάκια που το είδαν.
Δεν έχω κανένα παράπονο από τον Διονύση ούτε για την ποιότητα του χαρτιού, ούτε για κανένα άλλο στοιχείο της έκδοσης. Πριν το βιβλίο εκδοθεί μου το έστειλε σε αρχείο pdf και το είδα ολοκληρωμένο. Του είπα πως μου αρέσει και προχώρησε στην έκδοση. Αν το βιβλίο έχει ορθογραφικά λάθη – κανείς δεν μου είπε κάτι τέτοιο -, αυτά τα λάθη είναι δικά μου και τ’ αγαπάω.
Σε όλο αυτό το διάστημα δεν ένιωσα πως είχα απέναντί μου έναν εκδότη – έμπορο αλλά έναν ωραίο άνθρωπο. Η σχέση μας είναι απόλυτα ισότιμη και με τον Διονύση θυμήθηκα ξανά τι σημαίνει «διάλογος». Σκέφτομαι τώρα με πόση καχυποψία τον είχα αντιμετωπίσει πριν τον γνωρίσω – πέρασε ένας μήνας μέχρι να συναντηθούμε τελικά και απορώ πως δεν με διαολόστειλε στο μεταξύ. Εντάξει, τελικά δεν πειράζει γιατί και ο Διονύσης νόμιζε πως είμαι ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος.
Μου έκανε εντύπωση πως πάντα άκουγε αυτό που είχα να του πω ακόμα κι αν ήταν η μεγαλύτερη μπαρούφα. Δεν είχα ιδέα για τον κόσμο του βιβλίου. Το μόνο που ήξερα μέχρι τότε ήταν να πηγαίνω στα βιβλιοπωλεία και να αγοράζω βιβλία – εντάξει, έκλεβα κιόλας.
Έμαθα πολλά από τον Διονύση – έχει θαυμαστή υπομονή. Μου εξήγησε τα πάντα. Ήταν απόλυτα ειλικρινής μαζί μου. Μου είπε τι πιστεύει πως έχω τις δυνατότητες να γράψω και τι όχι. Μου είπε που νομίζει πως έκανα λάθος. Μου έδωσε ιδέες. Με ενθάρρυνε χωρίς να με κολακεύει. Επίσης ρίξαμε φοβερά γέλια – για μένα το γέλιο είναι πολύ σημαντικό. Καταλαβαίνω τώρα πως η σχέση ανάμεσα στον εκδότη και στον γράφοντα είναι μοναδική.
Δεν με πίεσε καθόλου για τίποτα και δεν έκανα ποτέ κάτι που δεν ήθελα. Ακόμα και για τις συνεντεύξεις που μου ζητήθηκαν και θα μπορούσα να έχω αποφύγει δεν με πίεσε – απλά μου ζήτησε, αν μπορώ, να μην τις αρνηθώ όλες. Μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω για τα βιβλία των bloggers και το έκανα. Αν τώρα έχω μετανιώσει για κάποιες συνεντεύξεις, είναι μια άλλη ιστορία και το σφάλμα είναι δικό μου – δεν ευθύνεται ο Διονύσης γι’ αυτό.
Θέλω να ευχαριστήσω τον Διονύση για το καλό που μου έκανε. Μου έκανε ένα μεγάλο δώρο. Ελπίζω να το άξιζα. Θεωρώ την αχαριστία έγκλημα και δεν προτίθεμαι να εγκληματήσω. Τώρα, που το βιβλίο αυτό είναι ιστορία και η σχέση μου με αυτό ανήκει στο παρελθόν, μπορώ να του πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» γι’ αυτό το όμορφο όνειρο. Το μόνο που αξίζει τελικά από το ταξίδι της ζωής είναι οι άνθρωποι. Κι εγώ ανακάλυψα έναν.
Διονύση σ’ ευχαριστώ από καρδιάς. Σε αγαπάω και το ξέρεις. Όταν τα χρόνια περάσουν, αυτό που θα έχει μείνει και στους δυο μας απ’ αυτό το βιβλίο θα είναι το τηλεφώνημα μιας ηλικιωμένης κυρίας. Ελπίζω και η φιλία μας. Να είσαι καλά.
π.
Δεν ξέρω άλλον εκδότη στη χώρα μας που να εξέδωσε με δική του πρωτοβουλία τα βιβλία έξι παντελώς άγνωστων ανθρώπων. Ελπίζω να του το συγχωρήσουν κάποτε.