Κυριακή, Σεπτεμβρίου 17, 2006

Παρών!



Το πλοίο έφτασε στη Νίσυρο λίγο πριν τις 5 το πρωί. Μισή ώρα μετά πίναμε καφέ στον «Πειρατή» στην Ηλικιωμένη. Η πλατεία ήταν άδεια και προσπαθούσα να εντοπίσω τις αλλαγές στο χώρο – όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Το βλέμμα μου σταμάτησε σε μια συγκεκριμένη καρέκλα στη διπλανή ταβέρνα. Γύρισα στον Σ. που μιλούσε με τον καφετζή. «Ο Σφακιανός;» «Πέθανε τον Μάρτιο».

Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό το γεροντάκι που τραγουδούσε συνέχεια. Με ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό κι ένα στην τσέπη για να το χαρίσει σε κάποια όμορφη γυναίκα. Τον είδα για πρώτη φορά στο καφενείο του Αντρίκου. Για την ακρίβεια τον άκουσα. Κάποιος πίσω μου τραγουδούσε πολύ όμορφα τον «Ερωτόκριτο». Γύρισα και τον κοίταξα. Παρατήρησα με έκπληξη πως δεν τον διάβαζε – τον ήξερε απέξω! Κάποια στιγμή πήγαμε να δειπνήσουμε, επιστρέψαμε και τραγουδούσε ακόμα.

Ο Γιάννης Σφακιανός είχε δεκαπέντε παιδιά. «Ο άρχοντας των δεκαπέντε παιδιών» έγραψε η «Αυγή». Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος τι σημαίνουν δεκαπέντε παιδιά για ένα μικρό νησί, που οι περισσότεροι κάτοικοί του αναγκάστηκαν στο παρελθόν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό : Ζωή.

Ήταν αριστερός γιατί απεχθανόταν την αδικία. Βέβαια, όπως όλοι οι άνθρωποι, ήταν και αντιφατικός – με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Δεν δίσταζε να παραδεχτεί πως ψήφισε υπέρ της παραμονής του βασιλιά. «Το ‘καμα, το παραδέχομαι. Όμως το ‘καμα -και το ξέρετε - επειδή είχε όμορφη γυναίκα…».

Πρώτος στο χορό και στο γλέντι κι από κει κατευθείαν στο μαντρί του για δουλειά. Ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που γνώριζε καλά πως δεν δουλεύουμε πρώτα για να ζήσουμε μετά, ούτε το αντίστροφο – παράλληλα τα κάνουμε. Και βέβαια, ήταν από τους ανθρώπους που δεν μοιάζουν με κανέναν άλλον. Αλίμονο σε μας…

Πιο φτωχή μου φάνηκε φέτος η Νίσυρος. Έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάει πολλές φορές προς την άδεια καρέκλα κάθε φορά που περνούσα από την πλατεία. Είχα την εντύπωση πως θα ήταν πάντα εκεί. «Ποτέ πια» έγραψε ο Καζαντζάκης όταν έμαθε πως πέθανε ο Ζορμπάς.

Ποτέ πια η «Ηλικιωμένη» δεν θα ακούσει τα τραγούδια του Σφακιανού. Ποτέ πια δεν θα σύρει το χορό στα πανηγύρια και στους γάμους. Ποτέ πια τα μάτια του δεν θα πετάξουν σπίθες στη θέα μιας ωραίας γυναίκας. Ποτέ πια δεν θα χαρίσει στις όμορφες ένα κόκκινο μαντήλι. Κι όποιος δεν τον άκουσε να τραγουδάει τον «Ερωτόκριτο», δεν θα έχει αυτήν την ευκαιρία. Ποτέ πια.

Λίγο πριν φύγω από τη Νίσυρο πήγα στο γλέντι ενός γάμου – ήταν εκεί όλο το νησί. Ο γιος του Σφακιανού δεν τραγούδησε – χόρεψε όμως υπέροχα. «Όλοι οι Σφακιανοί χορεύουν ωραία» με διαβεβαίωσε η Ι. Με τέτοιον πατέρα δεν είχα καμιά αμφιβολία γι’ αυτό.



Του Σφακιανού τα γηρατειά δικά σου να ‘ναι νιάτα
γιατί και στα εβδομήντα του τα ρίχνει στα γεμάτα.


(μια από τις μαντινάδες του Σφακιανού)



Για τη συγγραφή του κειμένου πήρα στοιχεία από την καλή εφημερίδα «Νίσυρος». Το άρθρο, στην εφημερίδα, είναι ενός κυρίου που – αν δεν κάνω λάθος - είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Δυστυχώς, το όνομά του δεν αναγράφεται στην εφημερίδα - γράφουν όλοι με ψευδώνυμα, σαν bloggers. Τον είδα όμως να χορεύει στο πανηγύρι της Παναγίας και μου φάνηκε λεβεντιά - οπότε φαντάζομαι πως δεν θα ενοχληθεί.

Η φωτογραφία του Σφακιανού είναι τραβηγμένη στο καφενείο του Αντρίκου από τον κ. Αρτίν Καρακασιάν. Ο κ. Καρακασιάν είναι φωτογράφος και ετοιμάζει ένα πολύ όμορφο άλμπουμ με θέμα τη Νίσυρο. Ελπίζω αυτή η φωτογραφία να συμπεριληφθεί σε αυτό.