Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006
Gazi
Χτες το βραδάκι, δεν με χωρούσε το κρεβάτι μου γιατί μου έλειπε η αγάπη μου. Δεν με χωρούσε κι ο ντουνιάς, αφού εσύ δεν μ’ αγαπάς. Φόρεσα το τιρκουάζ λινό μεταξωτό σατέν κοστούμι μου, μπήκα σ’ ένα βαγόνι του μετρό κι είπα στον οδηγό να με πάει όπου ήθελε αυτός.
Το βαγόνι ήταν γεμάτο από Αεκτζήδες που πήγαιναν στο Ολυμπιακό Στάδιο, να παρακολουθήσουν τον αγώνα της ΑΕΚ για το Τσάμπιονς Λιγκ. Ανάμεσα τους ήταν μια χανούμισσα που είχε πάρει κατευθείαν την πρόκριση για τον τελικό. Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, μακριά μαύρα μαλλιά. Είχε στήθος -όπως είχαν κάποτε οι γυναίκες- και όχι βυζάκια. Μου αρέσουν οι Αεκτζούδες γιατί μου θυμίζουν τις Παοκτζούδες. Βέβαια κι οι Παοκτζούδες μου θυμίζουν τις Ναπολιτάνες που μου θυμίζουν…ας μην συνεχίσω άλλο, γιατί θα φτάσω στις Εσκιμώες.
Στο σταθμό του Πανεπιστημίου είπα στον οδηγό να κάνει δεξιά – τον πλήρωσα και κατέβηκα. Σκέφτηκα να πάω μια βόλτα στο Γαλλικό Ινστιτούτο για να θυμηθώ τα παλιά – πριν δυο χρόνια, το καλοκαίρι ανάμεσα στην πρώτη και στη δευτέρα του δημοτικού, έκανα οκτώ χρονιές γαλλικών σε δυο μήνες.
Ανέβηκα την οδό Μασσαλίας και θυμήθηκα πως κάπου εκεί μας είχαν στριμώξει τα ΜΑΤ σε κάτι φοιτητικές εκλογές – το καλοκαίρι ανάμεσα στην πρώτη και στη δευτέρα πήγα και στο Πανεπιστήμιο. Είχαμε φάει πολύ ξύλο εκείνο το βράδυ. Ξαφνικά ένιωσα να ζω τις ίδιες στιγμές και γεμάτος αγωνία άνοιξα την πρώτη πόρτα που βρήκα μπροστά μου και μπήκα μέσα.
Ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και βρέθηκα μπροστά στον Χρήστο Χωμενίδη. Κάπνιζε και υπέγραφε αυτόγραφα στις θαυμάστριες που τον είχαν περικυκλώσει. «Τι είναι εδώ;» ρώτησα μια ξανθιά με δυο πράσινα μάτια και μπλε βλεφαρίδες . «Η Ελληνοαμερικανική Ένωση» μου απάντησε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, «γίνεται η παρουσίαση του βιβλίου του Καπλάνι».
Το καλοκαίρι διάβασα το βιβλίο του Γκαζμέντ Καπλάνι «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων», οπότε είπα να μπω να ακούσω τι θα πούνε οι ομιλητές, για να δω αν το είχα καταλάβει καλά. Το θέατρο ήταν γεμάτο. Πήγα στην πρώτη σειρά, σήκωσα μια έγκυο 75 ετών κι έκατσα.
Συντονιστής της συζήτησης ήταν ο κ. Τάκης Καμπύλης. Ήταν συγκλονιστικός στο ρόλο του και δεν θα αναφερθώ περαιτέρω για να μην αδικήσω τους υπόλοιπους. Πάντως, διάβασε αποσπάσματα από το πρώτο και το τελευταίο άρθρο του Γκαζμέντ Καπλάνι στα «ΝΕΑ». Τα διάβασε με τόσο μοναδικό τρόπο που μου έφερε στο μυαλό τον αείμνηστο Μάνο Κατράκη – μπορούσες να νιώσεις την ανατριχίλα των ακροατών στην αίθουσα.
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε η κ. Κατερίνα Σχινά – δημοσιογράφος και κριτικός. Γλυκιά και συμπαθής κυρία, μόνο που τα διάβαζε από μέσα. Είπε πως ο Γκαζμέντ Καπλάνι ήρθε στην Ελλάδα και δεν θέλησε να γίνει Έλληνας αλλά ούτε να μείνει Αλβανός – θέλησε να ενταχθεί. Είπε επίσης πως «για κάθε συγγραφέα πατρίδα είναι η γλώσσα» - πατρίδα του συγκεκριμένου συγγραφέα είναι η καρδιά αλλά ας μην το κάνω θέμα.
Η κ. Σχινά είχε γράψει ένα κατεβατό και το διάβασε όλο. Ήταν γραμμένο δε με έναν τρόπο πολύ του …Συνασπισμού. Κοιτούσα τους Αλβανούς και τους Αφρικανούς που βρίσκονταν στην αίθουσα και σκεφτόμουν πως δεν θα καταλάβαιναν Χριστό απ’ όσα έλεγε.
Μίλησε για την κατάκτηση της γλώσσας από αλλοδαπούς ανά τον κόσμο κι έκανε αναφορά στον Κούντερα και τον Καρνέζη που έγραψαν στα γαλλικά και στα αγγλικά αντίστοιχα. Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν πως οι άνθρωποι εκφράζονται πάντα καλύτερα στη μητρική τους γλώσσα και νομίζω πως ο Κούντερα από τον καιρό που άρχισε να γράφει στα γαλλικά πήρε την κάτω βόλτα. Καλύτερα να γράφει κάποιος στην γλώσσα του και να αφήνει μετά το έργο του στα χέρια ενός καλού μεταφραστή – μπορεί και να κάνω λάθος.
Η κ. Σχινά τελείωσε την ομιλία της με μια αναφορά στον Μανουέλ Μπράβο, έναν πολιτικό μετανάστη από την Αγκόλα που αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει σε κέντρο κράτησης λαθρομεταναστών στη Βρετανία, προκειμένου να παραμείνει ο γιος του στη χώρα, να αποκτήσει την βρετανική υπηκοότητα και να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στην Αγκόλα όπου κινδύνευε η ζωή του. Τα σχόλια γι’ αυτήν την είδηση είναι περιττά.
Το λόγο πήρε ο κ. Παντελής Καψής ο οποίος μιλάει μια γλώσσα κατανοητή σε όλους – αυτός πρέπει να είναι ο λόγος που δεν έκανε μεγάλη καριέρα στην τηλεόραση. Είπε πως μόνο απελπισμένοι άνθρωποι ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να καθαρίζουν τουαλέτες. Εγώ βλέπω μια απελπισία και σ’ αυτούς στους οποίους ανήκουν οι τουαλέτες αλλά πάλι δεν ήταν αυτό το θέμα.
Ο κ. Καψής θυμήθηκε τις αντιδράσεις που υπήρξαν πριν τέσσερα χρόνια, όταν τα «ΝΕΑ» αποφάσισαν να δώσουν μια στήλη σε έναν Αλβανό δημοσιογράφο – στην πορεία οι αντιδράσεις κόπασαν και η εφημερίδα κέρδισε το στοίχημα. Είπε ακόμα πως έτσι ο Γκαζμέντ Καπλάνι είναι ο πρώτος Αλβανός που εκδίδει ένα βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά. Για μια στιγμή νόμισα πως θα μας πει και τις πωλήσεις της εφημερίδας αλλά το έσωσε.
Συνέχισε αναφερόμενος στο γεγονός πως δεν ανεχόμαστε το διαφορετικό και μοιραία φτάνουμε στον ρατσισμό. Πως δεν έχουμε πρόβλημα με έναν συγκεκριμένο Αλβανό αλλά όταν τους αντιμετωπίζουμε σαν ομάδα γινόμαστε απάνθρωποι. Ούτε οι Παοκτζήδες έχουν πρόβλημα όταν βλέπουν έναν γαύρο, αλλά όταν τους βλέπουν μαζεμένους τους πιάνουν τα διαόλια τους και τους ανοίγουν τα κεφάλια.
Τέλος πάντων διαφωνώ με αυτήν την προσέγγιση του ρατσισμού και πιστεύω πως το θέμα είναι ταξικό και μόνο. Περιέργως, κανείς από τους ομιλητές δεν έκανε ούτε έναν υπαινιγμό πως μπορεί το θέμα να είναι ταξικό. Λογικό είναι αυτό, γιατί αν το θέσεις σ’ αυτή τη βάση, θα κληθείς και να το λύσεις, ενώ αλλιώς ο καθένας πουλάει τσάμπα ευαισθησία και ρίχνει το φταίξιμο στους άλλους που είναι ρατσιστές και συνεχίζεται έτσι μια κουβέντα που ξεπερνάει σε βαρεμάρα και έλλειψη ουσίας ακόμα και αυτήν για το Ολοκαύτωμα. Πάντως δεν βλέπω τους πλούσιους Αλβανούς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα – οι φτωχοί Έλληνες, Αλβανοί και Πακιστανοί το έχουν.
Ο κ. Καψής είπε αυτήν την ωραία ιστορία με μια γυναίκα που πήγε στο μαυσωλείο του Χότζα κι επειδή της έφυγε μια πορδή βρέθηκε εξόριστη. Νομίζω πως ο κ. Καμπύλης σοκαρίστηκε στο άκουσμα της λέξης «πορδή», αλλά παρ’ όλ’ αυτά διατήρησε την ψυχραιμία του.
Είπε ακόμα πως όλη η ζωή των μεταναστών συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο «δουλειά – έρωτας – άδεια παραμονής» και συνέχισε λέγοντας πως τα παιδιά των Αλβανών που γεννιούνται στην Ελλάδα δεν θεωρούνται Έλληνες και πως θα πρέπει επιτέλους να γίνει κάτι μ’ αυτό. Καλύτερα που δεν θεωρούνται Έλληνες – μπορεί να γλιτώσουν.
Ο κ. Καψής έκλεισε υπογραμμίζοντας την παρουσία του Κώστα Λαλιώτη στο θέατρο και θυμίζοντας πως δική του ιδέα (του Λαλιώτη) ήταν να προτείνει στον Καπλάνι να γράψει αυτό το βιβλίο. Οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να σκίζουν τα ρούχα τους και να πετάνε τον Λαλιώτη ψηλά, πανηγυρίζοντας την ιστορική συνεύρεση. Παρατήρησα πως ακριβώς πίσω από τον Κώστα Λαλιώτη καθόταν ο Νίκος Μπίστης. Ποτέ ένα κακό δεν έρχεται μόνο του – έρχονται πάντα μαζεμένα.
Στο σημείο αυτό θέλω να σας ενημερώσω πως η συλλογή με τα σονέτα που ετοιμάζω δεν ήταν δική μου ιδέα – τα γράφω μετά από τις έντονες προτροπές του Άκη Τσοχατζόπουλου και της Φάνης Πάλλη Πετραλιά. Ευχαριστώ.
Όταν έφτασε η σειρά του Χρήστου Χωμενίδη, σκέφτηκα να φύγω αλλά το μετάνιωσα, γιατί αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του καμιά μέρα και γνωριστούμε μπορεί να θυμάται πως έφυγα και να μου κρατάει μούτρα. Να είναι καλά ο άνθρωπος πάντως, γιατί μέχρι να πάρει το λόγο είχα ξεχάσει πως μιλάμε για λογοτεχνικό βιβλίο – ήταν σαν να βρισκόσουν σε φόρουμ για τα προβλήματα των μεταναστών.
Ξεκίνησε την ομιλία του λέγοντας ότι το πρόβλημά του ήταν πως δεν μπορούσε να σταματήσει να διαβάζει το βιβλίο – το ρούφηξε. Βέβαια, περπατούσε αφηρημένος με το βιβλίο στα χέρια κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα – βγαίνοντας από το μετρό – να σκοντάψει πάνω σ’ ένα απ’ αυτά τα κολωνάκια που είχε κοτσάρει παντού ο Αβραμόπουλος, να χτυπήσει πολύ άσχημα και να μεταφερθεί στο Παίδων. Εκεί τελείωσε την ανάγνωση τού βιβλίου και, καθώς το έκλεινε, του τηλεφώνησε ο Γεράσιμος Γιακουμάτος και του είπε να γράψει ένα βιβλίο για το ταντρικό σεξ.
Ο κ. Χωμενίδης είπε πως το βιβλίο του Καπλάνι είναι ένα μυθιστόρημα, και όχι μόνο μια μαρτυρία, γιατί ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να αναπλάθει εξαιρετικά τα βιώματά του. Βρήκε κοινά σημεία ανάμεσα στο βιβλίο του Καπλάνι και στο Διπλό βιβλίο του Χατζή (πολύ αγαπημένο μου βιβλίο) και εκλεκτικές συγγένειες ενός από τους ήρωες του βιβλίου με τον Χάκλμπερι Φιν – δεν το συζητώ πως ο Χάκλμπερι Φιν είναι ο πιο αγαπημένος μου ήρωας.
Πράγματι, το «παιδί του σεξ» κοιμίζει με βάλιουμ τους γονείς του για να μπορεί να βλέπει με την άνεσή του τις πορνοταινίες των ξένων τηλεοπτικών σταθμών. Αλήθεια ή εύρημα του συγγραφέα, η σκανδαλιά είναι οπωσδήποτε επιπέδου Χάκλμπερι Φιν. Γέλασα πολύ με αυτό το βιβλίο και κανείς δεν είχε επισημάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή πως ο Καπλάνι διαθέτει εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ στη γραφή του.
Ο Χωμενίδης ήταν απολαυστικός – αν δεν παινέσεις τη διπλανή σελίδα σου θα πέσει να σε πλακώσει – και σκεφτόμουν πως αν είχα ραδιοφωνικό σταθμό, θα του έδινα μια καθημερινή εκπομπή, έτσι για να κάθομαι να τον ακούω και να γουστάρω. Είπε την απάντηση του Τζιμάκου στο «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ - Αλβανέ» - «Δεν θα γίνεις άνθρωπος ποτέ οπαδέ – οπαδέ» - και επισήμανε την απέχθεια του Καπλάνι για τους «προοδευτικούς» που χαϊδεύουν τα αυτιά των μεταναστών αρκεί να παραμένουν παρίες. Τους σιχαίνεται εξίσου με τους ρατσιστές – εγώ αυτούς τους σιχαίνομαι πιο πολύ από τους ρατσιστές.
Θυμήθηκε ακόμα την πρώτη του γνωριμία με τον Καπλάνι με τον οποίο είναι σχεδόν συνομήλικοι. Οι δυο άντρες ήταν φαντάροι την ίδια περίοδο. Ο Χωμενίδης στην ελληνική πλευρά των συνόρων και ο Καπλάνι στην αλβανική. Ένα βράδυ τον Καπλάνι τον έπιασε κόψιμο και είχε ξεμείνει από χαρτί υγείας. Ο Χωμενίδης με κίνδυνο της ζωής του διέσχισε ένα ναρκοπέδιο και του έδωσε έξι κούτες καπιταλιστικά κωλόχαρτα πρώτης ποιότητας. Ο Καπλάνι δεν ξέχασε ποτέ αυτήν την πράξη αυτοθυσίας του Χωμενίδη - που απέδειξε έμπρακτα τον διεθνισμό του -, και έτσι ξεκίνησε αυτή η μεγάλη φιλία των δυο αντρών που σφυρηλατήθηκε στα σκυλάδικα της εθνικής οδού και κορυφώθηκε με επισκέψεις σε μπουζουξίδικα και στριπτιζάδικα της Αθήνας. Ευτυχώς έχουν και οι δυο χιούμορ και δεν θα πάρουν ανάποδες με τις σαχλαμάρες που γράφω.
Τον λόγο πήρε ο κ. Γιάννης Γιαννουλόπουλος που είναι ιστορικός και καθίστε καλά. Ο κ. Γιαννουλόπουλος έκανε εννιά σχόλια, το ένα καλύτερο από το άλλο. Αναφέρθηκε στη λογοτεχνία των μεταναστών και αναρωτήθηκε γιατί δεν έχουμε περισσότερες καταθέσεις μαρτυριών από τους Αλβανούς μετανάστες ή έστω μεταφορά των μαρτυριών τους από Έλληνες συγγραφείς. Έδωσε μόνος του την απάντηση παραπέμποντας σε μια φράση του Γκαζμέντ Καπλάνι : «Για τον μετανάστη η πρώτη επιλογή είναι η σιωπή».
Είπε ακόμα πως στον κινηματογράφο είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα γιατί υπάρχουν αρκετές ταινίες για το θέμα. Ναι, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να κάνει μια κωμωδία με θέμα τις περιπέτειες των Αλβανών μεταναστών – όλοι κάνουν μαύρες κι άραχλες ταινίες με το δάκτυλο σηκωμένο και αυτό, συγνώμη, οφείλεται στην έλλειψη ταλέντου. Ο Μπενίνι στο «Η ζωή είναι ωραία» έκανε κωμωδία με το Ολοκαύτωμα που είναι το νούμερο ένα θέμα ταμπού του περασμένου αιώνα – άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. Όποιος κάνει τέτοια ταινία και θα σκίσει και το νόημα θα περάσει – αυτή ήταν η ευφυής κίνηση του Καπλάνι.(Ναι, εννοώ πως κάποιος πρέπει να κάνει αυτό το βιβλίο ταινία.)
Ο κ. Γιαννουλόπουλος αναφέρθηκε στο μαύρο χιούμορ του Καπλάνι διαπιστώνοντας πως το βιβλίο του θα άξιζε να διαβαστεί για το χιούμορ που διαθέτει - αυτό είπα κι εγώ σε όλους τους φίλους μου. Είπε ακόμα πως θα ήθελε να επανέλθουν οι σχέσεις των ανθρώπων στην περίοδο πριν το 1990. Ναι, αλλά μόνο που τότε δεν υπήρχαν μετανάστες – τουλάχιστον τόσες εκατοντάδες χιλιάδες – και ούτως ή άλλως η πολιτικοοικονομική κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική.
Η ομιλία του ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και κάποια στιγμή αναφέρθηκε και σε μια έρευνα του ΕΚΚΕ που δείχνει πως η ξενοφοβία και ο ρατσισμός είναι μεγαλύτερος στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Σκέφτηκα πως τώρα θα έλεγε και για το ταξικό του θέματος αλλά μάταια – μόνο εγώ το πιστεύω αυτό; Μάλλον έτσι συμβαίνει - οι άλλοι νομίζουν πως ο ρατσισμός και ο εθνικισμός είναι γρίπη και θα περάσουν συζητώντας.
Ο κ. Γιαννουλόπουλος είπε ακόμα για το πώς το Λονδίνο έγινε διεθνής πόλη ενώ πριν από πολλά χρόνια ήταν ξενόφοβο – μάλλον ήταν αφηρημένος λίγο νωρίτερα και δεν άκουσε την ιστορία που είπε για τον Μανουέλ Μπράβο η κ. Σχινά – και κατέληξε με τη φράση του Καπλάνι «Ο Θεός να μας έχει καλά αλλοδαπούς και ημεδαπούς». Αμήν.
Ο Γκαζμέντ Καπλάνι ήταν ο τελευταίος ομιλητής και ξεκίνησε αναφερόμενος στον εμπνευστή της έκδοσης αυτού του βιβλίου, τον Κώστα Λαλιώτη. Είπε πως στα άρθρα του κάνει «λαθρεμπόριο λογοτεχνίας» και ότι κάποια στιγμή διαπίστωσε πως οι ήρωες του βιβλίου του είχαν βγει εκτός ελέγχου και είχαν αρχίσει να κάνουν τα δικά τους. Το είχε εξομολογηθεί τηλεφωνικά στον Λαλιώτη, αλλά αυτός δεν θα πρέπει να ανησύχησε ιδιαίτερα με την εξέλιξη αυτή, αφού αυτές οι καταστάσεις τού είναι γνωστές : κι αυτός με τους συντρόφους του γι’ αλλού ξεκίνησαν και τελικά κατέληξαν όπως κατέληξαν…
Ο κ. Καπλάνι είπε πως τον ενοχλεί όταν ακόμα και οι φίλοι του τον λένε «Αλβανό συγγραφέα» και όχι σκέτο «συγγραφέα». Ομολογώ πως δεν το κατάλαβα αυτό – λέμε «ο Αμερικανός αθλητής», «ο Γάλλος ποιητής», «ο Κρητικός συγγραφέας», «η Ρωσσίδα καλλονή» κοκ. Κάπου γεννηθήκαμε όλοι κι απ’ αυτόν τον τόπο παίρνουμε και έναν επιθετικό προσδιορισμό – δεν είναι κακό αυτό.
Γενικά, όσα είπε ο Καπλάνι για το πώς αισθάνεται Έλληνας και Αλβανός και τίποτα απ’ τα δυο και πως μετέχει στα «εμείς» και των Αλβανών και των Ελλήνων, οφείλω να παραδεχτώ πως δεν τα κατάλαβα. Επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί νιώθει να την ανάγκη να τα εξηγήσει. Όλοι κάτι είμαστε – χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. Είμαστε άνθρωποι του κόσμου αυτού όπως όλοι οι άλλοι, τελεία και παύλα.
Συνέχισε λέγοντας όμορφα πως «η λογοτεχνία δεν θα αλλάξει τον κόσμο, αλλά συνοδεύει τον κόσμο». Είπε ακόμα πως «ξεκίνησε λογοτέχνης και κατέληξε ιδεολόγος» - του εύχομαι να παραμείνει αλλά προσοχή να μη γίνει η ιδεολογία επάγγελμα. Ήταν εμφανώς συγκινημένος από τη βραδιά και επισήμανε την παρουσία στην αίθουσα ανθρώπων από την Αφρική, τις Φιλιππίνες, το Μεξικό και την Αλβανία.
Έκλεισε την ομιλία του λέγοντας πως η ξενιτιά είναι ρώσικη ρουλέτα και πως αυτόν τον ήθελε ο τζόγος αλλά ελπίζει για τα παιδιά να μην είναι μόνο υπόθεση τζόγου. «Και τι να είναι;» ρώτησα από μέσα μου. Ο χορτασμένος τον πεινασμένο ποτέ δεν τον κατάλαβε. Έλληνες, Αλβανοί, Τουρκαλβανοί, καμία σημασία δεν έχει. Με ευχές δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Αλλά ελλείψει προτάσεων θα πω κι εγώ «Ο Θεός να μας έχει καλά αλλοδαπούς και ημεδαπούς». Αμήν.
Στη συνέχεια τον λόγο πήραν άνθρωποι από το ακροατήριο και έγινε φανερό πως ο καθένας έχει μια κασέτα στο κεφάλι του και δεν αλλάζει ρεπερτόριο με τίποτα. Με εξαίρεση μια κυρία που ήταν σύντομη και ευχήθηκε στον συγγραφέα «καλή επιτυχία», οι υπόλοιποι – άνδρες όλοι – αποφάσισαν να μιλήσουν για τους …εαυτούς τους.
Έλληνες και Αλβανοί, μια φάρα όλοι – η φάρα της απόλυτης ιδιωτείας – και συζήτηση καμία. «Εγώ έκανα αυτό στο σχολείο που δουλεύω», «κι εγώ έκανα αυτό εκεί», «κι εγώ είπα αυτό σε ‘κείνον» κοκ. Αν τους άκουγες δε, ήταν σαν να μην υπήρχαν άλλοι λαοί στον κόσμο από τους Έλληνες και τους Αλβανούς. Νομίζω πως θα πρέπει Έλληνες, Αλβανοί και λοιποί Βαλκάνιοι να πηγαίνουν μια υποχρεωτική εκδρομή στην Κίνα για να τους φεύγουν τα υπαρξιακά και οι μεγαλοϊδεατισμοί.
Είδα τον Χωμενίδη να βγαίνει έξω κι αποφάσισα να τον ακολουθήσω για να του ζητήσω αυτόγραφο. Στην τουαλέτα ο Χωμενίδης, από πίσω κι εγώ. Μόλις βγήκε, τον πλησίασα κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του – νόμιζε πως καθαρίζω τις τουαλέτες. Δεν είχε ψιλά και μου έδωσε 20 ευρώ – θα είχε επηρεαστεί από τη συζήτηση που προηγήθηκε. Κόμπλαρα λίγο - γιατί είναι και πανύψηλος ο μπαγάσας - αλλά μάζεψα όλο το θάρρος μου και του ζήτησα αυτόγραφο. Μου έδωσε ένα πόστερ τεραστίων διαστάσεων που είχε στην κάλτσα του. «Σε ποιον να γράψω;» με ρώτησε. «Στον Γκαζμέντ Τσενάι» «Ωραίο όνομα» «Σας ευχαριστώ».
Άνοιξα την πόρτα του θεάτρου και έμεινα έκθαμβος. Έλληνες και Αλβανοί είχαν πετάξει τα ρούχα τους και επιδίδονταν σε οργιαστικές ερωτικές περιπτύξεις, ενώ από τα ηχεία ακούγονταν στη διαπασών και ταυτόχρονα οι εθνικοί ύμνοι των δυο χωρών. Έκλεισα διακριτικά την πόρτα, κατέβηκα τις σκάλες και βγήκα στον καθαρό αέρα. Τέλη Σεπτέμβρη αλλά οι νεραντζιές έθαλλαν…
Το βιβλίο του Γκαζμέντ Καπλάνι «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λιβάνη και είναι απολαυστικό. Κάντε μια χάρη στον εαυτό σας και διαβάστε το – θα περάσετε υπέροχα. Ο Γκαζμέντ Καπλάνι είναι ένας γλυκός άνθρωπος και μπορεί να είναι ο πρώτος αλλοδαπός – ας μου συγχωρήσει τον χαρακτηρισμό, κάπως πρέπει να τον πω – που θα περάσει στη συνείδηση των Ελλήνων με το μικρό του όνομα και μάλιστα με το χαϊδευτικό του. Δεν είναι λίγο αυτό και είναι στο δικό του χέρι. Καλή επιτυχία Γκάζι.