Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

Όρενς! Όρενς!



Ήταν έτοιμος να βγει έξω. Έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε και αμέσως την έκλεισε πάλι. «Η φωτογραφία είναι πάντα εκεί» της είχε πει. Αλλά δεν κοιτάω πια τις φωτογραφίες, είχε ξεχάσει να συμπληρώσει. Πήρε την κορνίζα από το ράφι και κοίταξε τη φωτογραφία για αρκετή ώρα. Περίεργο, σκέφτηκε, όταν κάτι είναι συνέχεια παρόν δεν το βλέπεις -παρουσιάζει έντονα σημάδια απουσίας. Ναι, αλλά πολλές φορές όταν κάποιος είναι απών η παρουσία του είναι πολύ ισχυρή, απάντησε μια πιο φουριόζα σκέψη. Η φωτογραφία στην άλλη κορνίζα δεν άφηνε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό.

Ήταν από εκείνο το ένα μοναδικό καλοκαίρι των κοινών διακοπών τους. Για πρώτη και τελευταία φορά. Ήταν καθισμένοι στα βράχια μιας παραλίας για λίγους κι εκλεκτούς. Αυτός είχε ανοιχτά τα πόδια του κι εκείνη στήριζε την πλάτη της στο στέρνο του με το κεφάλι της ακουμπισμένο στον ώμο του. Τα χέρια του αγκάλιαζαν τους ώμους της και τα δάχτυλα του έδεναν μπροστά από τη μέση της.

Φορούσε ένα φίνο λευκό ολόσωμο μαγιό κι έμοιαζε να χαμογελάει, αν και από τη γκριμάτσα που έκανε ήταν ολοφάνερο πως ο ήλιος ήταν ακριβώς απέναντί της. Αυτός φορούσε γυαλιά ηλίου και χαμογελούσε ελαφρά. Στο κεφάλι του ήταν τυλιγμένο το παρεό της. Κατά την προσφιλή του συνήθεια έπαιζε τον Λόρενς της Αραβίας στις παραλίες - εκεί είχε άμμο. Για να είναι πιο πειστικός απαιτούσε από την παρέα του να τον αποκαλεί «Όρενς».

Πότε τραβήχτηκε άραγε αυτή η φωτογραφία; Ήταν πριν από εκείνον τον διεθνή αγώνα της ομάδας του που η μικρή φορητή τηλεόραση αρνούταν να δείξει χωρίς χιόνια; Ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι με τους καφέδες ακουμπισμένους στα σκόρπια βιβλία του Καστοριάδη και του Αξελού. Τα βιβλία-σουβέρ. «Κάθισε φρόνιμη γιατί θα σου διαβάσω Αξελό!». Στο ημίχρονο ανακάλυψε πως το μικρό εικόνισμα της Παναγίας που είχε πάντα μαζί του είχε πέσει στο πάτωμα. Απέδωσε εκεί όλες τις ευθύνες για την αφλογιστία της ομάδας του αλλά μάταια – ούτε στο δεύτερο ημίχρονο ήρθε το γκολ.

Ήταν σπουδαία τα πρωινά εκείνου του Αυγούστου στο νησί. Κατά τη διάρκεια του πρωινού, ανάμεσα σε καφέδες, μαρμελάδες και κρουασάν, έβρισκε την ευκαιρία να τους διαβάζει αποσπάσματα από το «Περί Έρωτος». «Σε σένα αναφέρεται εδώ ο Σωκράτης» ήταν η αγαπημένη του έκφραση κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης – ακολουθούσαν αποδοκιμασίες.

Οπωσδήποτε είχε σπάσει τα νεύρα όλων με τις πνευματικές του ανησυχίες αλλά η ζωγράφος που έμενε στο διπλανό δωμάτιο είχε ενθουσιαστεί με τις προσπάθειες ...εκπολιτισμού της παρέας του – ήταν κι αυτό μια κάποια δικαίωση. Το πάρτι με σαχλοτράγουδα του ’60, που συνήθως ακολουθούσε την Διοτίμα, ουδόλως ακύρωνε την έξοχη ιδέα του.

Κι εκείνο το βράδυ στην ταβέρνα ήταν αξέχαστο. Έλεγε επί ώρες στιχάκια κι εκείνη τα έγραφε πάνω στο χάρτινο τραπεζομάντιλο – μετά το πήρε μαζί της. Έφαγε τρία κιλά παϊδάκια μόνος του – «είναι αμαρτία να πετάς, στην Αφρική τα παιδιά δεν έχουν να φάνε» - και μετά μεθυσμένος το έριξε στον Άκη Πάνου. «Να πίνεις πιο συχνά, σου πάει πολύ» του είπε το επόμενο πρωί.

Το καλοκαίρι ήταν ένα αλλά οι χειμώνες πολλοί. «Τα καλοκαίρια μας μισά κι ατέλειωτοι χειμώνες». Οι νυχτερινές βόλτες στην Αθήνα τα Χριστούγεννα για να δουν τις βιτρίνες. Ένα ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς στο Λυκαβηττό. Ένας σκύλος που γάβγιζε γιατί ήθελε χάδια. Το πρωινό στο Zonar’s. «Στις δώδεκα έχει το «Πρόγευμα στου Τίφανι» - μην το ξεχάσεις!». Το τραγούδι που συμπτωματικά ακουγόταν κάθε φορά που εκείνη ετοιμαζόταν να φύγει.

Και μετά μια βόλτα απόγευμα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ανήμερα της Αγίας Σοφίας. Με δυο καφέδες από το μπαρ του Ηρωδείου στο χέρι. Καθισμένοι σε ένα παγκάκι. Με μια αμήχανη βιασύνη που προσπαθούσε να δείχνει χαλαρή.

«Πρέπει να φύγεις, δεν είναι;» «Κάτσε, ένα τσιγάρο ακόμα». «Άκου, έχει τόση ησυχία που ακούγεται η Λειτουργία και από την Αγία Μαρίνα». Τρία κεράκια αναμμένα στην Αγία Σοφία κι ένα βιβλίο στα χέρια της. «Έχεις το μόνο στο οποίο υπέγραψα με τ’ όνομά μου» «Αντίο» «Είσαι πάντα εδώ».

Κοίταξε πάλι τη φωτογραφία που ήταν μαζί. Έμοιαζαν να απολαμβάνουν μια ανεμελιά που τουλάχιστον γι’ αυτόν ανήκε οριστικά στο παρελθόν. Παρατήρησε προσεκτικά το πρόσωπό της. Πως θα την βάφτιζε αν έπρεπε να χρησιμοποιήσει μια μόνο λέξη; Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ : Υπομονή. Κοίταξε ξανά το παρεό της που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι του και τότε σκέφτηκε κάτι που του φάνηκε αστείο αλλά και πικρό συνάμα : στον «Λόρενς της Αραβίας» δεν υπήρχε γυναίκα πρωταγωνίστρια.



«Κάπου βραδιάζει…»