Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Η ΣΟΦΗ ΦΩΝΗ



Βίος & Πολιτεία της Τζόγιας Λεβάντε

à la manière de Christos Chomenidis


Στις 12 Ιουνίου, ημέρα Τετάρτη, στις 4 το απόγευμα, ο Πέτρος Λεβάντες, ένας όμορφος νεαρός Ζακυνθινός, έφτανε με το πλοίο της γραμμής στη Νάξο για να παντρευτεί τη Μαρία Προμπονά, κόρη του Νίκου Προμπονά, ενός εκ των πέντε πλουσιότερων ελλήνων εφοπλιστών. Την ίδια ώρα, στο Ακρωτήρι Ζακύνθου ο Νιόνιος Λεβάντες, ο θείος του Πέτρου, δεχόταν μια ιδιαίτερα περίεργη επίσκεψη.

Μετά από αυτή την επίσκεψη ένα πράγμα ήταν σίγουρο: ο Νιόνιος Λεβάντες δεν θα έριχνε ρύζι στον ανιψιό του στην εκκλησία και - αργότερα, στο γλέντι - δεν θα χόρευε το αγαπημένο του ζεϊμπέκικο Τα Νταμάρια, σηκώνοντας, κατά την προσφιλή του συνήθεια, με τα δόντια το τραπέζι των νεονύμφων. Ο λόγος ήταν απλός: στις τέσσερις και πέντε πρώτα λεπτά και τριάντα πέντε δευτερόλεπτα ο Νιόνιος Λεβάντες, δήμαρχος Ζακύνθου, κείτονταν νεκρός με μια σφαίρα στην καρδιά. «Τελικά είχε καρδιά» έγραφε το σημείωμα που βρέθηκε δίπλα στο άψυχο σώμα. Αυτό όμως που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους αστυνομικούς που κατέκλυσαν το αρχοντικό της οικογένειας Λεβάντε ήταν πως το μουστάκι του θύματος ήταν ξυρισμένο - πράγμα εξαιρετικά περίεργο, αφού όλοι γνώριζαν πως ο δήμαρχος ήταν περήφανος για δυο λόγους: ο ένας ήταν το μουστάκι του. Ο άλλος βρισκόταν ακόμα στη θέση του – φυσικά, του ήταν άχρηστος πια.

Η Τζόγια Λεβάντε, σύζυγος του Νιόνιου, έπινε τον καφέ της στο κρεβάτι στο εξοχικό σπίτι τής οικογένειας στη Μπόχαλη, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Δίπλα της βρισκόταν ολόγυμνος ο Αντώνης Καλογερίας, ο νεαρός εραστής της, που ήταν το δεξί χέρι του άνδρα της. «Ναι, έρχομαι αμέσως» απάντησε στον αστυνομικό διευθυντή Ζακύνθου Νάκη Μπαρμπανιονιάκη. Έσβησε το τσιγάρο μέσα στον καφέ της και άρχισε να γελάει σαν τρελή. Είχε ξεχάσει πως το γέλιο της προκαλούσε στύση σε οποιοδήποτε αρσενικό βρισκόταν γύρω της. Το θυμήθηκε όταν γύρισε προς τον εραστή της για να του ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα. Χωρίς να κάνει δεύτερη σκέψη, έπεσε με το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια του και σε είκοσι δευτερόλεπτα χάρισε στον Αντώνη αυτό που θα θυμόταν σαν «το πιο γρήγορο τσιμπούκι στη ζωή του». «Το κάθαρμα είναι νεκρό» του είπε αμέσως μετά. Σηκώθηκε με το πάσο της, φόρεσε ένα κατακόκκινο φόρεμα (που συνοδευόταν από ομόχρωμο καπέλο), και μπήκε στο πανάκριβο τζιπ της - δώρο του άνδρα της για τα 20 χρόνια του γάμου τους. Είχε αποφύγει να φορέσει εσώρουχα.

Η Τζόγια μπήκε παραπατώντας στο σαλόνι του σπιτιού της κι έπεσε στην αγκαλιά του Νάκη Μπαρμπανιονιάκη, κλαίγοντας με αναφιλητά. Της είχε διαφύγει πως και το κλάμα της προκαλούσε στύση σε όποιο αρσενικό το άκουγε. Της το θύμισε το ορθωμένο πέος του αστυνομικού διευθυντή που πίεζε την κοιλιά της. Τραβήχτηκε από κοντά του και έπεσε πάνω στο σκεπασμένο πτώμα του συζύγου της, ενώ οι υπόλοιποι αστυνομικοί πάσχιζαν να κρύψουν την αναστάτωση που τους είχε προκαλέσει ο θρήνος της – άλλοι είχαν γυρίσει προς τον τοίχο κι άλλοι είχαν αναζητήσει κάλυψη πίσω από τις ψηλές καρέκλες της τραπεζαρίας. Ο 65χρονος ιατροδικαστής Νικόλας Μουζάκης, μια εβδομάδα αργότερα, ορκιζόταν στον Νάκη Μπαρμπανιονιάκη πως ούτε ο σακχαρώδης διαβήτης – η αιτία που στερείτο τις χαρές του έρωτα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια - δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο γοερό κλάμα της κυρίας δημάρχου. Τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, η φημολογία για το τι πραγματικά συνέβη εκείνη την ημέρα έμελλε να διανθιστεί και από μεταφυσικά φαινόμενα, καθώς, όσοι ήταν παρόντες ορκίζονταν πως ούτε το πτώμα του δημάρχου μπόρεσε να αντισταθεί στο κλάμα της Τζόγιας, και το εξόγκωμα στο σεντόνι δεν ήταν ένα παιχνίδισμα των αχτίδων του ήλιου, αλλά ο τελευταίος περήφανος χαιρετισμός του.

Όταν η χήρα σταμάτησε να κλαίει, τα παντελόνια των περισσότερων από τους παρόντες είχαν ένα λεκέ. Η Τζόγια στράφηκε προς τον αστυνομικό διευθυντή. «Κύριε Μπαρμπανιονιάκη θα μπορούσα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως;» «Παρακαλώ κυρία Λεβάντε». Ανέβηκαν την μαρμάρινη σκάλα - μπροστά η Τζόγια, πίσω ο αστυνόμος - και μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. «Κύριε Μπαρμπανιονιάκη ο θάνατος του άνδρα μου πρέπει να μείνει μυστικός μέχρι τη Δευτέρα» είπε η Τζόγια με την πλάτη ακουμπισμένη στην κλειστή πόρτα. «Κυρία Λεβάντε, αυτό δεν γίνεται, θα χάσω τη θέση μου» «Ο γάμος του ανιψιού μου πρέπει να γίνει οπωσδήποτε το Σάββατο. Αν η δολοφονία του άνδρα μου μαθευτεί, ο γάμος θα ματαιωθεί » «Δεν μπορώ να παραβώ το καθήκον μου». «Με λίγη καλή θέληση όλα γίνονται κύριε Μπαρμπανιονιάκη» είπε ήρεμα η Τζόγια. Άφησε το φόρεμά της να γλιστρήσει στο πάτωμα, κλείδωσε την πόρτα φέρνοντας το χέρι της πίσω από την πλάτη της, ενώ τα δάκρυα άρχισαν να αυλακώνουν ξανά τα μάγουλά της και να κυλάνε πάνω στο όμορφο στήθος της. Ο αστυνόμος έστριψε με το ένα χέρι το μουστάκι του, φέρνοντας το άλλο στον φουσκωμένο καβάλο του. Μετά έκανε αυτό που κάθε κανονικός άνδρας θα έκανε στη θέση του. Μια ώρα και πενήντα λεπτά από τη δολοφονία του συζύγου της, η Τζόγια τίμησε τη μνήμη του στο κρεβάτι τους. Τελείωσαν μαζί ουρλιάζοντας από ηδονή, προκαλώντας αμήχανα χαμόγελα στους αστυνομικούς που κάπνιζαν στο σαλόνι. Η Τζόγια πήρε από το κομοδίνο το τελευταίο τσιγάρο από το πακέτο του άνδρα της, το άναψε, τράβηξε μια γερή τζούρα και το έβαλε στο στόμα του Μπαρμπανιονιάκη. «Είμαστε σύμφωνοι Νάκη ή να κλάψω λίγο ακόμα;» «Σύμφωνοι. Την Κυριακή το πρωί θα αναγγείλω τη δολοφονία του συζύγου σου».


Η σιωπή των δώδεκα ανθρώπων που είχαν αντικρίσει το πτώμα του δημάρχου επιτεύχθηκε με την αόριστη επίκληση «εθνικών λόγων». Δώδεκα επιταγές των πενήντα χιλιάδων ευρώ θεωρήθηκαν δώρο της κυρίας δημάρχου προς τα «παιδιά», για τη συμπαράστασή τους σε αυτή τη δύσκολη προσωπική στιγμή της, και οπωσδήποτε βοήθησαν αρκετά. Την Πέμπτη το βράδυ, η Τζόγια έφτανε στη Νάξο για να παραστεί στο γάμο του ανιψιού της.


Όταν η Μαρία Προμπονά πάτησε το πόδι του Πέτρου Λεβάντε, η Τζόγια γέλασε δυνατά, ο ήχος όμως καλύφτηκε από τα χαχανητά των καλεσμένων. Αυτό δεν εμπόδισε τον παπα-Γιώργη να νιώσει ένα κάψιμο στο στομάχι και να μπερδέψει για λίγο τα λόγια του – το βράδυ, πριν κοιμηθεί, αποφάσισε να κάνει νωρίτερα το ετήσιο τσεκ απ. Όλη η Νάξος μιλούσε για τη θεία του γαμπρού, που είχε εντυπωσιάσει τους πάντες. Η απουσία του συζύγου της – γνωστού σε όλους για την αντιδικτατορική δράση του – δικαιολογήθηκε με μια αφηρημένη αναφορά «λόγων ανωτέρας βίας»· στους γονείς της νύφης η δικαιολογία ήταν λίγο πιο συγκεκριμένη : «τον χρειαζόταν ο πρωθυπουργός». Στη δεξίωση που ακολούθησε, οι πάντες είχαν ξεχάσει το ζευγάρι και ασχολούνταν με τη θεία. Οι άνδρες έκαναν ουρά για ένα χορό μαζί της, προκαλώντας φθόνο στις συζύγους τους. «Τώρα κατάλαβα γιατί λένε πως οι Ζακυνθινές είναι τρύπιες από τα δεκατρία τους» είπε πικρόχολα η σύζυγος του νομάρχη Κυκλάδων στην σύζυγο του προϊσταμένου της εισαγγελίας, την ώρα που η Τζόγια χόρευε ένα περίτεχνο ταγκό με τον υπουργό Αιγαίου. Αν ο άντρας της δεν πηδούσε δωδεκάχρονα αγοράκια εν γνώσει της, η οργή της ίσως να ήταν δικαιολογημένη. «Ναι η σκρόφα» απάντησε η συνομιλήτριά της, αλλά αυτό που πραγματικά σκεπτόταν ήταν πώς θα ξεμοναχιάσει την Τζόγια – οι χάρες της δεν άφηναν αδιάφορες ούτε τις ομόφυλές της.


Ο γαμπρός κατάλαβε πως ο μόνος τρόπος να τραβήξει την προσοχή του κόσμου ήταν να χορέψει μαζί της. Περίμενε μέχρι η ορχήστρα να παίξει κάποιο βαλς, την πλησίασε, ακούμπησε στον ώμο τον μεγαλοδικηγόρο που τη χόρευε, και στροβιλίστηκε μαζί της στην πίστα. Η Τζόγια χαμογελούσε πλατιά. «Είσαι ευτυχισμένος Πέτρο;» «Πετάω» «Θέλεις να πετάξεις πιο ψηλά;» «Θέλω» «Ο θείος σου είναι νεκρός» «Το ξέρω». Έχασε για μια στιγμή το βήμα της, αλλά βρήκε αμέσως την ψυχραιμία της και συνέχισε να χορεύει σα να μην τρέχει τίποτα. «Πως το ξέρεις;» «Φοράς μαύρο στρινγκ. Πρώτη φορά συμβαίνει αυτό. Σε πειράζω – τα ξέρω όλα από την αρχή» συνέχισε ήρεμα ο νεαρός, και άρχισε να την κατευθύνει με μαεστρία – ήταν βέβαιος πια πως αυτό το βαλς θα έμενε αξέχαστο στην περιβόητη θεία του. «Ξέρεις και γιατί δεν ανακοινώσαμε τον θάνατό του;» «Όχι αγαπητή θεία, αλλά αυτό θα μου το πείτε εσείς, έτσι δεν είναι;» «Έτσι είναι» «Είμαι όλος αυτιά». Οι καλεσμένοι θαύμαζαν τους δυο πιο όμορφους ανθρώπους στο χώρο, ενώ αυτοί πετούσαν πάνω στην πίστα. Ο ανιψιός, την ημέρα του γάμου του, χόρευε με την θεία του – τι πιο φυσικό; «Πέτρο θέλεις να γίνεις δήμαρχος στη θέση του θείου σου;» «Θέλω!» «Άστο πάνω μου αγόρι μου» «Σας ευχαριστώ θεία…»


Την περασμένη εβδομάδα ο κ. Χωμενίδης έγραψε ένα κείμενο «à la manière de Pitsirikos». Χάρηκα πολύ, και θέλησα να του ανταποδώσω την τιμή που μου έκανε. Έγραψα λοιπόν ένα κείμενο με τον δικό του τρόπο – προσπάθησα τουλάχιστον. Βέβαια, ο κ. Χωμενίδης είναι συγγραφέας και γράφει βιβλία. Έτσι, παρασύρθηκα λίγο και μου βγήκε γύρω στις 450 σελίδες. Όπως καταλαβαίνετε, δεν ήταν δυνατόν να χωρέσει σε μια μόνο.



Αγαπητοί αναγνώστες, αυτό το κείμενο δημοσιεύεται στη LiFO που κυκλοφορεί. Είναι απόσπασμα από ένα πολύ μεγάλο κείμενο – αυτό και πολλά άλλα τα κρατάω φυλαγμένα στο χρηματοκιβώτιο, κι έχω δώσει εντολή να εκδοθούν μετά τον θάνατό μου. Στο συγκεκριμένο κείμενο, κάνω μια προσπάθεια να γράψω στο ύφος του κ. Χωμενίδη. Σε άλλα έργα μιμούμαι –μεταξύ άλλων – τον Τζόις, τον Μάρκες, τον Ντοστογιέφσκι και τη Μπάρμπαρα Κάρτλαντ.

Αυτήν την εβδομάδα δεν θα σας γράψω για τα περιεχόμενα της LiFO, γιατί, ούτως ή άλλως, ξυπνάτε από τα χαράματα και τσακώνεστε μπροστά στα stand για το τελευταίο αντίτυπο. Θα σας γράψω για τον Χρήστο Χωμενίδη. Ο Χρήστος Χωμενίδης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1966 και η γέννησή του οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, στο Μάη του ’68 αλλά και στην θριαμβευτική πορεία του Παναθηναϊκού ως το Ουέμπλεϊ. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών –όχι το ‘60, πιο μετά – και παρακολούθησε μαθήματα Νομικών στη Σοβιετική Ένωση αλλά και στην Αγγλία όπου εργάστηκε ως διπλός πράκτορας - της Κα Γκε Μπε και των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Μετά βαρέθηκε και γύρισε στην Ελλάδα με τα πόδια.

Δούλεψε σε δικηγορικό γραφείο αλλά έσπαγε τα νεύρα των δικαστών, και οι πελάτες του έτρωγαν ισόβια για παράνομη στάθμευση, οπότε το έριξε στο γράψιμο για να μην έχει νταραβέρια με την πλέμπα. Το πρώτο του διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Playboy», όπου παράλληλα ήταν και playmate της χρονιάς. Έγραψε πέντε μυθιστορήματα και δυο συλλογές διηγημάτων, ενώ συνεργάστηκε και με κάτι άλλους συγγραφείς – που δεν τους θυμάμαι τώρα – σε μια σκυταλοδρομία μυθιστορήματος.

Σήμερα έχει καθημερινή εκπομπή στο ραδιόφωνο του ANT1, με συμπαρουσιάστρια μια κυρία που δεν θυμάμαι το όνομά της, αλλά δεν πειράζει γιατί, ούτως ή άλλως, δεν την αφήνει να σταυρώσει λέξη. Πολύ θα ήθελα να με καλέσουν σ’ αυτήν την εκπομπή, γιατί αμέσως μετά έχει εκπομπή ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος και θέλω να δω πως είναι από κοντά. Επίσης, θέλω να ρωτήσω τον Μάκη πως θα καταφέρω να μείνω ασυμβίβαστος όπως αυτός, αλλάζοντας όμως παράλληλα τα αφεντικά σαν τα πουκάμισα όπως αυτός, και βγάζοντας πάντα περισσότερα χρήματα όπως αυτός. (Μιας και έγραψα για το ραδιόφωνο, να σας ενημερώσω πως, από την επόμενη εβδομάδα, θα έχω τη χαρά να παρεμβαίνω πότε πότε στην εκπομπή του κ. Βασίλη Κουφόπουλου στον Σκάι, και να λέω τις γνωστές αρλούμπες μου.)

Τα βιβλία του Χρήστου Χωμενίδη μου έχουν κάνει καλό. Ο λόγος του είναι χειμαρρώδης, η φαντασία του οργιάζει, έχει χιούμορ και δεν είναι καθόλου σοβαροφανής – δηλαδή, είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Τώρα εγώ βέβαια, δεν μπορώ να κρίνω τα βιβλία κανενός. Αυτό το κάνουν οι βιβλιοκριτικοί - αυτή είναι η δουλειά τους. Εγώ τα βιβλία μόνο να τα αγαπάω μπορώ, και διαβάζω τα πάντα. Ποτέ δεν αισθάνθηκα πως χάνω την ώρα μου διαβάζοντας ένα βιβλίο. Απ’ όλα, μόνο να κερδίσω είχα.

Αν γράφετε, και θέλετε να γράφετε καλύτερα, προμηθευτείτε τα βιβλία του Χωμενίδη και διαβάστε τρία στη σειρά. Ανεξάρτητα από το αν γοητευθείτε ή όχι, μετά θα γράφετε πολύ καλύτερα από πριν - σας διαβεβαιώνω. Αν διαβάσετε τη «Φωνή», προσέξτε την εκπληκτική δομή του μυθιστορήματος. Ο Θεός να τον έχει καλά, και έχω την εντύπωση πως είναι στην αρχή των καλύτερων συγγραφικών στιγμών του – είναι νεότατος. Ο Χωμενίδης έχει ένα ακόμα μεγάλο ατού: αρέσει πολύ στη μαμά μου.

Πριν λίγες μέρες, αγόρασα το τελευταίο βιβλίο του συν-blogger και εξαιρετικού συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη, «Αμερικανική φούγκα». Δεν το διάβασα ακόμα αλλά το σελιδοσκόπησα και, με τη φοβερή «μύτη» που διαθέτω, καταλαβαίνω πως πρέπει να είναι σπουδαίο. Με την ευκαιρία, εύχομαι στον κ. Σταμάτη καλή επιτυχία.