Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006
Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια
Αγαπημένε μου πιτσιρίκο, δεν είσαι και πολύ αγαπημένος μου αλλά είσαι το μόνο παιδάκι που ξέρω να γράφει σε εφημερίδα, και γι' αυτό αποφάσισα να σου γράψω. Με λένε Γλαύκο και δεν μου αρέσει το όνομά μου. Ο μπαμπάς μου όμως έχει μανία με τη μυθολογία, κι έτσι εμένα με βάφτισε Γλαύκο και την αδερφή μου Νιόβη. Τον σκύλο μας τον έβγαλε Δευκαλίωνα αλλά, άμα τον φωνάξεις έτσι, δεν έρχεται, οπότε κι εμείς τον φωνάζουμε Σίσυφο.
Γενικά ο μπαμπάς έχει μανία με τα αρχαία ονόματα. Το δικό του όνομα είναι Θάνος αλλά μας έχει πει μπροστά στους άλλους να τον φωνάζουμε Αθανάσιο, κι όταν είμαστε μόνοι μας απαιτεί να τον λέμε Προκρούστη. Πάντως, η μαμά, όταν έχει τα νεύρα της τον φωνάζει Θανάση, κι ο μπαμπάς τρελαίνεται. Το όνομα της μαμάς μου είναι Λόλα, αλλά αυτήν δεν την πειράζει καθόλου.
Πιτσιρίκο εδώ κι ένα μήνα δεν πάω στο σχολείο γιατί οι δάσκαλοι έχουν απεργία. Ευτυχώς η κυρία μας δεν είναι απεργοσπάστρια, γιατί τότε θα πήγαινα κι εγώ στο σχολείο όπως τα τρία μου ξαδέρφια -ο Όθωνας, η Αμαλία κι η Φρειδερίκη- που είναι παιδιά του αδελφού του μπαμπά, του θείου Κωστάκη, που, άμα κάνεις το λάθος και τον πεις Κώστα, θα σου πάρει ο διάολος τον πατέρα, γιατί θέλει όλοι να τον φωνάζουν Κωνσταντίνο. Δεν ξέρω γιατί σου τα γράφω όλα αυτά για το σόι μου, αλλά δεν έχω ξαναγράψει γράμμα και δεν ξέρω πως γίνεται. Πλάκα έχει όμως.
Που λες, πιτσιρίκο, δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι ζητάνε από τους δασκάλους να γυρίσουν στα σχολεία. Εγώ την περνάω πολύ φίνα αυτήν την εποχή, και μακάρι η απεργία να κρατήσει για πάντα. Τελικά, είναι πολύ ωραίο πράγμα η απεργία άμα είσαι μπόμπιρας. Το πρωί ξυπνάω κατά τις 11 και πλακώνομαι στο PlayStation μέχρι τις 2.
Το μόνο πρόβλημα είναι πως έρχονται σπίτι οι γιαγιάδες μου, που με φυλάνε για να μην είμαι μόνος μου. Ευτυχώς δεν έρχονται και οι δυο μαζί γιατί είναι τσακωμένες. Μια μέρα η μια, μια μέρα η άλλη. Τσακωθήκανε για το πώς θα βαφτίσουμε την μικρή μου αδερφή.
Η μαμά του μπαμπά θέλει να την πούμε Σουλτάνα και η μαμά της μαμάς Ελισάβετ – αυτά είναι τα ονόματά τους βέβαια. Ο μπαμπάς θέλει να τη βαφτίσει Γαία αλλά δεν τον παίρνει και πάρα πολύ γιατί παίζουνε διάφορα με περιουσίες, κληρονομιές και τα ρέστα – καταλαβαίνεις.
Τέλος πάντων, η μικρή μου αδερφή είναι τριάμισι χρονών και την έχουμε αβάφτιστη ακόμα. Περιμένουμε μπας και πεθάνει καμιά από τις δυο γριές για να της δώσουμε το όνομα της άλλης που θα μείνει ζωντανή. Είναι όμως κοτσονάτες οι πουτάνες οι γριές και στο τέλος θα μας θάψουν όλους.
Μην κοιτάς που μιλάω έτσι γι' αυτές – τις αγαπάω, αλλά ο μπαμπάς λέει πως στις γυναίκες δεν πρέπει να δίνουμε και πολύ αέρα, γιατί θα μας καβαλήσουνε. Σου γράφω και λίγο μάγκικα για να μη με περάσεις και για κανένα μαμόθρεφτο.
Ο μόνος λόγος που θέλω να ανοίξουν πάλι τα σχολεία είναι για να πλακώσω στο ξύλο τον Πετρόπουλο. Ο Πετρόπουλος είναι συμμαθητής μου και του τη φυλάω από πέρσι. Πέρσι εμένα μου άρεσε η Γιαδικιάρογλου, αλλά φέτος - απ' όσες πρόλαβα να δω - μου αρέσει η Πετροβασίλη.
Πήγε, που λες, πέρσι ο Πετρόπουλος στη Γιαδικιάρογλου και της είπε πως έχω ψείρες. Εγώ δεν είχα ψείρες πέρσι – είχα πριν τρία χρόνια, αλλά με ξυρίσανε γουλί κι αυτές φύγανε, γιατί δεν μπορούσαν πια να κάνουν σπιτάκια στο κεφάλι μου.
Θα τον κοπάναγα από πέρσι τον Πετρόπουλο, αλλά τότε ήταν πιο γομάρι από μένα. Το καλοκαίρι όμως πλακώθηκα στα μπάνια κι έχω γίνει θηρίο. Ήμουν και μαυρισμένος, αλλά τώρα μου έφυγε.
Είχαμε πάει στη Ζάκυνθο και περάσαμε πολύ ωραία. Γνώρισα κάτι άλλα παιδάκια που μένουν εκεί και με έμαθαν ένα σωρό βρισιές. Από όσα μέρη έχουμε πάει διακοπές, πουθενά δεν έβριζαν όπως στη Ζάκυνθο. Πολύ φίνο μέρος. Να πας κι εσύ, και θα με θυμηθείς.
Άμα ήξερα πως δεν θα είχαμε σχολείο, θα καθόμουν εκεί. Μας φιλοξένησε ένας γνωστός του μπαμπά. Δεν μας φιλοξένησε ακριβώς – ο μπαμπάς είναι εφοριακός και τσάκωσε τον κ. Αρβανιτάκη να κάνει κομπίνες με μαντολάτα από την Ταϊβάν, οπότε αυτός, για να μην πάει φυλακή, μας παραχώρησε μια βιλάρα μεγαλείο.
Ερχόταν κάθε πρωί με το αυτοκίνητό του και μας πήγαινε για μπάνιο, μετά μας πήγαινε για φαγητό και γενικά μας πήγαινε όπου τραβούσε η ψυχή μας. Μας πήγε και στο Ναυάγιο. Όχι με το αυτοκίνητο αλλά με το κότερο που είχε αγοράσει με τα λεφτά από τις κομπίνες. Είχε και μια κόρη στην ηλικία μου, την Αντριάνα, που όλοι την έλεγαν Αντριανάρα και, μάγκα μου, έβριζε πιο πολύ κι από αμερικάνικη ταινία – στα ελληνικά έβριζε αλλά για να σου δώσω να καταλάβεις.
Πιτσιρίκο, προχτές που είχαμε πάει στο super market είδα την δασκάλα μου. Ήθελα να τρέξω να τη φιλήσω και να της πω πόσο μου λείπει, αλλά θυμήθηκα πως δεν πρέπει να δίνουμε πολύ θάρρος στις γυναίκες· έτσι, την πλησίασα με αργά βήματα και της είπα ψυχρά : «Γεια σας, τι κάνετε κυρία Κοκοβίκου;». Μάγκα μου, με άρπαξε στην αγκαλιά της και με φιλούσε πέντε λεπτά – έγινα ρεζίλι στον κύριο που δούλευε στα ζαρζαβατικά.
Πολύ χάρηκε που με είδε η κυρία μου. Παρατήρησε μάλιστα πόσο έχω μεγαλώσει – δεν της είπα πως το έκανα επίτηδες για να πλακώσω τον Πετρόπουλο. Τη ρώτησα γιατί κάνει απεργία και μου είπε πως παίρνει λίγα χρήματα και δεν φτάνουν για να τα φέρει βόλτα. Τη λυπήθηκα την καψερή.
Είπα στη μαμά να της πάρουμε τίποτα μπριζολάρες για να φάει να καρδαμώσει, αλλά η μαμά μού είπε πως δεν κάνει, γιατί θα τη φέρουμε σε δύσκολη θέση. Εγώ, πάντως, μόλις περάσαμε από το ταμείο την πλησίασα – τάχα μου για να τη χαιρετήσω - κι έβαλα κρυφά μέσα στις σακούλες της τρία κουτιά μπισκότα και δυο βάζα με μαρμελάδα.
Μετά το μετάνιωσα λίγο, γιατί η κυρία μου είναι χοντρούλα και, άμα τα φάει αυτά θα παχύνει κι άλλο, και μετά δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσει να την κοιτάξει ο κ. Φλωράς που κάνει μάθημα στην έκτη και όλοι έχουμε καταλάβει πως της αρέσει τρελά.
Είπα στο μπαμπά να πάρουμε την κυρία μου να μου κάνει ιδιαίτερο, μπας και βγάλει κανα φράγκο και λιγδώσει το αντεράκι της, αλλά ο μπαμπάς μού είπε πως δεν μπορούμε να διώξουμε τον κ. Αλογομούρη γιατί είναι γιος του συναδέλφου του στην Εφορία – μ' αυτόν δουλεύουν μαζί, και μάλλον ο μπαμπάς φοβάται πως, αν διώξουμε το γιο του, θα τον καρφώσει στον Ευαγγελάτο κι αυτός θα βάλει κάμερες παντού και θα κάνουνε τον μπαμπά τσακωτό και θα τον δείχνει μετά η τηλεόραση να λέει πως είναι αθώος.
Ο μπαμπάς μού είπε πως και η κ. Στάη έχασε κοτζαμάν θεσάρα μ' ένα σκασμό λεφτά στον ΑΝΤ1, αλλά δεν το έκανε θέμα, και καλό θα ήταν οι δάσκαλοι να παραδειγματιστούν από την αξιοπρεπή της στάση: να αφήσουν αυτά που ξέρουν, να γυρίσουν στις δουλειές τους και να πάψουν να ταλαιπωρούν τον κόσμο.
Τότε, η μαμά γύρισε και του είπε «τι μαλακίες είναι αυτές που λες στο παιδί ρε Θανάση;» κι ο μπαμπάς έγινε Τούρκος. Όχι για το «μαλακίες», για το «Θανάσης» - καταλαβαίνεις.
Πιτσιρίκο, θέλω να γράψεις να τα δώσουνε τα λεφτά στους δασκάλους. Αν όχι σε όλους, να δώσουνε οπωσδήποτε στην κυρία μου, γιατί είναι καλή κυρία. Μας αγαπάει και μας μαθαίνει γράμματα.
Μπορεί να είμαι μικρός αλλά σκέφτομαι πως, αφού περνάμε πιο πολλές ώρες με τους δασκάλους μας παρά με τους γονείς μας, θα έπρεπε όλοι οι γονείς να έχουν βγει στους δρόμους και να ζητάνε από την κυβέρνηση να δώσει λεφτά στους δασκάλους. Δεν μου φαίνεται και πολύ έξυπνο να ξέρεις πως τα παιδιά σου περνάνε τη μισή τους μέρα με ανθρώπους που δεν έχουν να φάνε και να μην κάνεις τίποτα. Έτσι δεν είναι; Άντε γεια τώρα, πάω να παίξω μπάλα.
Γλαύκος
Υ.Γ. Η δικιά σου η κυρία κάνει απεργία;
Αγαπητοί αναγνώστες, αυτό το κείμενο γράφτηκε για τη LiFO. Είναι η πρώτη εμφάνιση του «Γλαύκου» στο κουρμπέτι – είπα να τον βγάλω μια βόλτα να ξεσκάσει. Ο «Γλαύκος» και η «Νιόβη» (το «Νιοβάκι») μπήκαν στη ζωή μου τον Αύγουστο που μας πέρασε, κι ενώ διάβαζα στην παραλία ένα βιβλίο που μου χάρισε ο γενναιόδωρος M. Hulot. Από τότε, έχω περάσει πολλές ώρες με τον «Γλαύκο» και τη «Νιόβη». Δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον τους αλλά τους έχω αγαπήσει. Ελπίζω, κάποια στιγμή, να με αγαπήσουν κι αυτοί.
Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο στα δυο όμορφα παιδιά – που ήταν στο νησί - από τα οποία «έκλεψα» τα ονόματα. Ο Γλαύκος δεν ξέρω αν θα το διαβάσει, αλλά η Νιόβη διαβάζει τη LiFO και θα το δει σίγουρα. Γλυκιά μου, αν διαβάζεις αυτές τις γραμμές, σε ευχαριστώ για όλες τις συζητήσεις που με βοήθησαν να «πιάσω» τον «Γλαύκο» - μου ξεφεύγει ώρες ώρες και αρχίζει τα μαρξιστικά και τις μαγκιές αλλά το παλεύω. Πάντως, τα γλυκά που τσακίσαμε στην πλατεία ήταν θεσπέσια!
(ακολουθεί αναφορά σε κυρίους και κυρίες)
Γι’ αυτό το τεύχος της LiFO, δεν έχω πολλά να πω – απλά, δεν υπάρχει άλλο τέτοιο έντυπο στη χώρα αυτή τη στιγμή. Είναι το μόνο που διαβάζω πια – εντάξει, εγώ, ως γνωστόν, έχω και υψηλή αισθητική. Μεταξύ άλλων, θα διαβάσετε δυο υπέροχες συνεντεύξεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου (ευτυχώς υπάρχουν και τέτοιοι Έλληνες) και του Γρηγόρη Ψαριανού, στην Κλημεντίνη Βουνελάκη και στον Μέγα M. Hulot αντίστοιχα. Συνέντευξη του Πέτρου Μάρκαρη στον Νίκο Φωτάκη και άρθρα του Κωστή Παπαγιώργη, του Χρήστου Χωμενίδη και του Χρήστου Μιχαηλίδη.
Ο Νίκος Τσεπέτης δίνει πάλι ρέστα με όσα γράφει για την ελληνική κοινωνία και μου φέρνει στο μυαλό τον στίχο του μεγάλου Άκη Πάνου «η κοινωνία που τη σπρώχνουν στον κατήφορο τα λάθη / τι ειρωνεία, εμείς τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία». Όλοι παραπονιούνται (γονείς, μαθητές, δάσκαλοι, καθηγητές, πλημμυροπαθείς κι εμείς μαζί) αλλά ας αφήσουμε την κλάψα, κι ας παραδεχτούμε πως, γι’ αυτό το χάλι, υπεύθυνοι είμαστε εμείς. Ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί καλοί μαζεμένοι δεν πέτυχαν ένα τόσο χάλια αποτέλεσμα. Άντε τώρα παιδιά, όλοι μαζί, να ψηφίσουμε τον Ψωμιάδη, τον Κακλαμάνη, τον Σκανδαλίδη και τη Φώφη. Αυτοί είμαστε…
Για τους φίλους αναγνώστες που μου ζητούν περισότερα κείμενα σαν το "Καλό χειμώνα!" : Αγαπητοί φίλοι κι εγώ διασκεδάζω με αυτόν τον τρόπο γραφής αλλά η μαύρη αλήθεια είναι πως αυτό είναι το είδος του κειμένου που το γράφω σε δεκαπέντε λεπτά. Θα μπορούσα να γράφω τρία τέτοια κείμενα κάθε μέρα αλλά δεν θα το ευχαριστιόμουν. Ξέρετε πως χατίρια δεν χαλάω αλλά να το χαίρομαι κι εγώ. Ευχαριστώ.