Παρασκευή, Απριλίου 13, 2007

Απογραφή

Είχα το πιο εύκολο έργο απ’ όλους τους υπόλοιπους. Ένα κομμάτι της οδού Καλλισπέρη, την επάνω πλευρά της Μητσαίων και ολόκληρη τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Αστικές και μεγαλοαστικές οικογένειες που δεν θα δημιουργούσαν προβλήματα στον απογραφέα. Κάποιους απ’ αυτούς τους γνώριζα – ήταν γονείς συμμαθητών μου. Ξεκίνησα νωρίς το πρωί για να τελειώσω την απογραφή όσο πιο σύντομα γινόταν.

Ήταν ενοχλητικό να τους ξυπνάω πρωί Κυριακής – οι περισσότεροι άνοιγαν την πόρτα με την τσίμπλα στο μάτι. Μετά όμως ήταν φιλικοί και φιλόξενοι – αν είχα πιει όλους τους καφέδες που μου προσέφεραν, θα με είχαν πάει στο νοσοκομείο.

Το ερωτηματολόγιο ήταν αρκετά «αδιάκριτο» αλλά φρόντιζα να ρωτάω με έναν αποστασιοποιημένο τρόπο, ώστε να γίνεται αντιληπτό πως αυτές οι ερωτήσεις δεν αποτελούν φακέλωμα αλλά στατιστικά στοιχεία, που θα βοηθήσουν στην καλύτερη οργάνωση του κράτους – ναι, σίγουρα.

Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι – κυρίως γυναίκες που είχαν μείνει χήρες. Απαντούσαν αμέσως στις ερωτήσεις, υπέγραφαν και έφευγα. Πολλά σπίτια ήταν ακατοίκητα – αυτά τα προσπερνούσα.

Έφερα σε δύσκολη θέση μια κυρία ρωτώντας την πόσοι άνθρωποι κοιμήθηκαν το βράδυ στο σπίτι της. «Εγώ» μου απάντησε. «Τα παιδιά μου μένουν με τον πατέρα τους τα Σαββατοκύριακα».

Στο πρώτο σπίτι της Διονυσίου Αρεοπαγίτου με περίμενε μια έκπληξη: ένα πολύ ηλικιωμένο ζευγάρι, σε ένα σπίτι βγαλμένο από την …Κατοχή. Έμοιαζαν αμήχανοι που κάποιος τους είχε ανακαλύψει. Αντί να ρωτάω εγώ, με ρωτούσαν αυτοί για το τι συμβαίνει στον έξω κόσμο.

Αμέσως μετά, τα μεγάλα σαλόνια. Το ένα σπίτι πιο όμορφο και πιο μεγάλο από το άλλο. Η σύζυγος του πρώην πρωθυπουργού πρέπει να ήταν καλλονή στα νιάτα της – ακόμα ήταν όμορφη.

Ο καθηγητής μου στο Πανεπιστήμιο με υποδέχτηκε με τη ρομπ ντε σαμπρ – ήταν ολοφάνερο πως τον είχα ξυπνήσει, αν και κόντευε μεσημέρι πια. Το χολ του σπιτιού του ήταν σαν ολόκληρο το σπίτι μου. Ήταν πολύ φιλικός – καθίσαμε στο γραφείο του και μου έφερε καφέ.

Ήταν ο πιο ωραίος τύπος που συνάντησα εκείνη τη μέρα. Πιάσαμε κουβέντα περί ανέμων και υδάτων σαν παλιόφιλοι, και κάποια στιγμή μου είπε πως έψαχνε ένα σπίτι για τη φίλη του – παράλληλα συμπλήρωνα και τις απαντήσεις. Όταν έφτασα στην ερώτηση «ποιο είναι το επάγγελμά σας;», είπα με αφέλεια «επάγγελμα να γράψω ‘καθηγητής πανεπιστημίου’;». «Πώς το ξέρεις;» με ρώτησε. «Σας έχω καθηγητή στη σχολή». Ξαφνικά κοκκίνισε ο άνθρωπος – ντράπηκε που μου μιλούσε ανοιχτά τόση ώρα. Στη συνέχεια, μου απάντησε σοβαρά σοβαρά στις υπόλοιπες ερωτήσεις και με ξεπροβόδισε μάλλον ανακουφισμένος.

Ήταν μεσημέρι και είχα σχεδόν τελειώσει - τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Τελευταίο στη λίστα ήταν το Μερόπειο Γηροκομείο – ήταν για άπορες και μικρού εισοδήματος κυρίες. Ο χώρος μου ήταν γνωστός, γιατί είχα πάει στο νηπιαγωγείο του Μερόπειου Ιδρύματος – το νηπιαγωγείο δεν λειτουργεί πια. Είναι ακριβώς απέναντι από τον Παρθενώνα, δίπλα στην Αγία Σοφία – ο μικρός ναός της Αγίας Σοφίας ονομάστηκε έτσι επειδή κατά τη διάρκεια των εκσκαφών βρέθηκε εκεί ένα άγαλμα της θεάς Αθηνάς.

Οι γριούλες του Μερόπειου ήταν για χρόνια η απαραίτητη ατραξιόν το βράδυ της Ανάστασης. Έβγαιναν – τουλάχιστον οι πιο ξενύχτισσες – στο μπαλκονάκι του Ιδρύματος δίπλα στην Αγία Σοφία και παρακολουθούσαν τη λειτουργία με τις ρόμπες τους κι ένα κερί στο χέρι.

Με βάση την ανεπίσημη απογραφή που είχε προηγηθεί, στο Μερόπειο βρίσκονταν 20 ηλικιωμένες κυρίες. Συνάντησα την υπεύθυνη του γηροκομείου και καθίσαμε σε ένα γραφείο για να συμπληρώσω τα προκαταρκτικά. «Είναι και οι είκοσι εδώ;» ρώτησα. «Δεκαπέντε» μου είπε. «Τις υπόλοιπες τις πήραν οι δικοί τους;» «Όχι» «Πού είναι;» «Πέθαναν». «Μα το χαρτί γράφει για είκοσι άτομα και έχει ημερομηνία πριν πέντε μέρες» είπα έκπληκτος. «Πέθαναν» είπε ξανά η κυρία. Έχασα το χρώμα μου. «Μη στενοχωριέσαι» μου είπε.

«Μη στενοχωριέσαι». Ξαφνικά είχα μετανιώσει που δέχτηκα να συμμετάσχω στην απογραφή. Και ακόμα δεν είχα δει τίποτα.

Πήγα μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο, είπα καλημέρα και κάθισα σε μια καρέκλα. Καμιά δεκαριά γριούλες με κοιτούσαν με τα μάτια ορθάνοιχτα. Τους εξήγησα πως θα πρέπει να γράψω τα στοιχεία τους και να τους κάνω μερικές ερωτήσεις. Άρχισα να ρωτάω την πρώτη και απαντούσαν όλες μαζί. Μου έλεγαν δε εντελώς άσχετα πράγματα. Για τη ζωή τους, για τα παιδιά τους, για τους γονείς τους, για τον πόλεμο, για τα σχολικά χρόνια – η καθεμιά έλεγε ό,τι ήθελε. Δεν μπορούσα να τις διακόψω – καθόμουν και άκουγα.

Η υπεύθυνη ήρθε μέσα και τις «μάλωσε». «Να απαντάτε στον άνθρωπο σε ό,τι σας ρωτάει. Μια μια». Αρχικά συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις της αλλά μετά από λίγο άρχισαν πάλι να μιλάνε όλες μαζί. Όσες τελείωναν το ερωτηματολόγιο δεν έφευγαν, αλλά κάθονταν παρέα με τις επόμενες – με είχαν περικυκλώσει. Σύντομα το δωμάτιο ήταν γεμάτο – έλειπαν μόνο δυο τρεις που ήταν κατάκοιτες.

Μια κυρία που είχε γεννηθεί στη Ρουμανία μου διηγούταν τον έρωτά της για τον Γιώργο που θα έρθει να την πάρει. «Δεν θα έρθει» πετάχτηκε μια άλλη. «Θα έρθει!» επέμεινε η κυρία. Συνειδητοποίησα πως μιλούσε για έναν έρωτα πριν από πενήντα χρόνια αλλά το έλεγε σα να είχε συμβεί χτες. Η καθεμία τους προσπαθούσε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μου λέγοντας την ιστορία της.

«Δεν θα φύγεις ποτέ από δω, αν συνεχίσεις έτσι» μου είπε η υπεύθυνη. «Μα τι να κάνω;» τη ρώτησα. «Να είσαι αυστηρός. Όσο σε βλέπουν καλόβολο, θα σε τρελάνουν» «Παιδιά έχουν αυτές οι γυναίκες ή τα φαντάζονται αυτά που λένε;» «Κάποιες έχουν» «Δεν τις παίρνουν ποτέ σπίτια τους;». Με κοίταξε σαν να ήμουν τρελός. «Δεν έρχονται να τις δουν;» «Πολύ σπάνια και αν…».

Κατάλαβα πια πως η παρουσία μου στο γηροκομείο ήταν γι’ αυτές τις ηλικιωμένες κυρίες μια επίσκεψη – μια σπάνια επίσκεψη. Πήγαιναν στα δωμάτιά τους, έφτιαχναν τα μαλλιά τους, βάφονταν λίγο και ξανάρχονταν. Μου μιλούσαν πια με το μικρό μου όνομα, μου προσέφεραν γλυκά και καφέ και ήμασταν σαν μια ωραία παρέα. Η απογραφή είχε τελειώσει πια αλλά ήταν αδύνατον να φύγω.

Μιλούσαμε με τις ώρες, μέχρι που νύχτωσε. Η υπεύθυνη ήρθε και τους είπε πως θα έπρεπε να φύγω γιατί ήταν ώρα για το βραδινό φαγητό. Σχεδόν την γιουχάρισαν. «Νεαρέ μου πρέπει να φύγεις» μου είπε αυστηρά κλείνοντάς μου το μάτι.

Σηκώθηκα και τότε συνέβη κάτι μαγικό. Με περικύκλωσαν και άρχισαν να με φιλάνε και να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά. «Να ξανάρθεις! Να ξανάρθεις!». Γέμισαν με σοκολατάκια, μπισκότα και καραμέλες τις τσέπες μου και την τσάντα μου. Προχωρούσα προς την πόρτα και προχωρούσαν κι αυτές μαζί μου. Με έπιαναν από τα μανίκια και με χαϊδολογούσαν με γλυκόλογα – ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν ήμουν τόσο περιζήτητος.

Βγήκα στο δρόμο και άκουγα ακόμα τις φωνές τους πίσω μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και πήγα σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι. Ήμουν σκασμένος. Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, πάλι σκασμένος είμαι.



Στη Δέσποινα Τριβόλη που με προέτρεψε να γράψω αυτήν την ιστορία.

Η φωτογραφία είναι της eyedroplet
.