Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2008

Ένα πρωινό στα Εξάρχεια

Σήμερα. Πλατεία Εξαρχείων. Στο Ουζάδικο. Ζωντανή εκπομπή του ΣΚΑΙ για τα προβλήματα της περιοχής. Νοικοκυραίοι, καταστηματάρχες, αναρχικοί, δικηγόροι για τους πρόσφυγες, δάσκαλοι, ο Ανδρέας Μαζαράκης, ο Σκυφτούλης – μια ωραία παρέα. Εκεί κι εγώ. Ξαφνικά μπαίνουν μέσα στο μαγαζί τα παιδιά του …χώρου (τα …άχωρα). Έχουν πάρει ανάποδες με τον Άρη Πορτοσάλτε για κάποιο λόγο που δεν κατάλαβα, του πετάνε κάτι γιαούρτια –τα οποία δεν ξέρουν πώς να τα πετάξουν γιατί είναι και άσχετοι-, ο Άρης παραμένει ψύχραιμος γιατί είναι μάχιμος και cool, και μετά ο …αρχηγός ρωτάει αγριεμένα: «Ποιος είναι ο πιτσιρίκος;». (Η συνέχεια εδώ)

«Εγώ» του λέω και είμαι σχεδόν σίγουρος πως το επόμενο γιαούρτι γράφει πάνω το όνομά μου αλλά μάλλον είχαν ξεμείνει από πυρομαχικά.

«Να πας να γράψεις τις εξυπνάδες σου στη LiFO και στον Αλαφούζο» μου λέει οργισμένος. «Και στον Τσαγκαρουσιάνο» λέει ο …υπαρχηγός. «Όπα, αυτό είναι το κοινό μου» σκέφτομαι και είμαι έτοιμος να αρχίσω να μοιράζω αυτόγραφα.

Τα παιδιά φεύγουν. Μετά από λίγο επιστρέφουν και διαβάζουν ανακοινώσεις για τα παιδιά που είναι στο Πολυτεχνείο.

Ενώ γίνεται της πουτάνας, με πλησιάζει μια κυρία και μου λέει «εσείς είστε ο πιτσιρίκος;». «Ναι» της κάνω επιφυλακτικά και κοιτάω να δω μήπως κρατάει κάνα γιαούρτι. «Είμαι μεγάλη θαυμάστριά σας» μου λέει η κυρία, λάμποντας από χαρά. «Σας ευχαριστώ αλλά δεν βλέπετε τι γίνεται;» την ρωτάω απορημένος. Η κυρία αδιαφορεί παντελώς για όσα συμβαίνουν γύρω μας και με πλακώνει στις ερωτήσεις.

Τα παιδιά του χώρου φεύγουν οργισμένα, ο αρχηγός κάτι μου λέει πάλι (δεν έβρισε) και του δίνω ένα χαρτί με την έκκληση βοήθειας για τον νεαρό που συνελήφθη την Πέμπτη στην Κοραή (το είχα διαβάσει λίγο πριν στον αέρα). Δεν το παίρνει γιατί με θαυμάζει πάρα πολύ και δεν πιστεύει πως έχει απέναντί του το είδωλό του. Ο υπαρχηγός, όμως, είναι πιο εξοικειωμένος με τις διασημότητες και παίρνει το χαρτί από το χέρι μου.

Ενώ επιστρέφω, μου τηλεφωνεί η μητέρα μου που είναι σκασμένη στα γέλια και μου λέει «αγόρι μου έφαγες γιαούρτι;». «Όχι, ρε μαμά» της λέω, «αφού ξέρεις πως δεν μου αρέσει». Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, συνειδητοποίησα πως η μητέρα μου ήταν στενοχωρημένη που δεν με γιαούρτωσαν. Αυτό με προβλημάτισε κάπως.