Πύρινο μέτωπο δεκάδων χιλιομέτρων κατέκαψε την Πάρνηθα και ανακούφισε τους Αθηναίους που - μπροστά στην οικολογική καταστροφή - ξέχασαν εντελώς τον καύσωνα και τις αλλεπάλληλες διακοπές ρεύματος. Παράλληλα πυκνοί καπνοί από δεκάδες πυρκαγιές κάλυψαν όλη τη χώρα αποδεικνύοντας πως -κατά ένα περίεργο τρόπο -, αν και καίμε τα δάση επί δεκαετίες, είμαστε εντελώς ανίκανοι να τα εξαφανίσουμε, αφού όλο και κανα αλσύλλιο μένει για να του βάλουμε μπουρλότο.
Στην Πάρνηθα οι κάτοικοι εγκατέλειψαν πανικόβλητοι τα σπίτια τους και επέστρεψαν στα βόρεια προάστια. Το καζίνο του Μον Παρνές εκκενώθηκε, ενώ η μπίλια γυρνούσε στο κόκκινο και ο Τζον Τάραμας ήταν έτοιμος να κάνει το κόλπο γκρόσο στο Black Jack και να τινάξει την μπάνκα στον αέρα.
Τα τελεφερίκ που επέστρεφαν από το καζίνο ακινητοποιήθηκαν στον αέρα δίνοντας σε πελάτες και υπαλλήλους την ευκαιρία να στρώσουν κάτω μια κουβέρτα και να παίξουν ζάρια. Ντόρτια!
Αργότερα εκκενώθηκαν και οι κατασκηνώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος από τα ομόλογα και τα πετροδολάρια. Τα τραπεζοπαιδάκια αρνούνταν να εγκαταλείψουν τις κατασκηνώσεις γιατί έπαιζαν Monopoly και μακριά γαϊδούρα, αλλά ειδικές μονάδες της Σαδιστικής Αστυνομίας τα πλάκωσαν στις σφαλιάρες και τα μετέφεραν σηκωτά στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, για να τους προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες και γλειφιτζούρια.
Στην περιοχή πλάκωσαν πολιτικοί απ’ όλα τα κόμματα μαζί με τα συνεργεία των τηλεοπτικών καναλιών, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περάσουν τα πυροσβεστικά οχήματα, ενώ και τα πυροσβεστικά αεροσκάφη δεν μπορούσαν να ρίξουν νερό γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να κάνουν λούτσα τους υπουργούς.
Ο υπουργός Δημόσιου Παραναλώματος Βύρων Πολύδωρας ενημέρωνε τηλεφωνικώς τον πρωθυπουργό που τον άκουγε σε ανοιχτή ακρόαση για να έχει ελεύθερα τα χέρια του για τα σουβλάκια.
Σε ετοιμότητα τέθηκε στρατιωτική δύναμη 300 ανδρών, ώστε αν χρειαστεί να μεταφερθούν στην κορυφογραμμή και να κατουράνε στην πλαγιά για να σβήσουν την πύρινη λαίλαπα.
Οι Αθηναίοι ξενύχτισαν και το τσίκνισαν παρακολουθώντας το μαγευτικό θέαμα από τις βεράντες, ενώ τα παιδιά στις γειτονιές άναβαν φωτιές και τις πηδούσαν, αναβιώνοντας το έθιμο του Αϊ-Γιάννη, που θέλει όσους πηδάνε τη φωτιά τρεις φορές να παίρνουν και τη δύναμή της – απ’ αυτά τα αγνά ελληνικά έθιμα γεννιούνται οι πυρομανείς εμπρηστές.
Στις πλατείες της Αθήνας οι κάτοικοι έστρωσαν πυρακτωμένα κάρβουνα και τα πατούσαν ξυπόλητοι με τις εικόνες στα χέρια, αναβιώνοντας τα Αναστενάρια.
Οι άνδρες της Πυροσβεστικής είχαν παραταχθεί στον Εθνικό Κήπο και στο Φιλοπάππου με τους κουβάδες στα χέρια, αποφασισμένοι να δώσουν τη μάχη με την πύρινη λαίλαπα και να σώσουν την Αθήνα. Ευτυχώς που ο Παρθενώνας φτιάχτηκε από μάρμαρο και όχι από κυπαρίσσια, γιατί θα είχε γίνει στάχτη και μπούρμπερη εδώ και αιώνες.