The Full Story
Από την Α΄ Γυμνασίου ως και την Γ΄ Λυκείου δούλευα στην οικοδομή. Δεν γινόταν αλλιώς – ο πατέρας μου μας είχε εγκαταλείψει και κάποιος έπρεπε να ζήσει τη μάνα μου και τα έξι αδέρφια μου. Ο κλήρος έπεσε σε μένα γιατί ήμουν ο μικρότερος και με έκαναν ό,τι ήθελαν. Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα να αλλάξω δουλειά. Στο νυχτερινό σχολείο που πήγαινα, με βόλευαν οι ώρες της οικοδομής – πήγαινα από το γιαπί στο σχολείο με ασβέστες στα ρούχα και μαντίλι στα μαλλιά -, αλλά στο Πανεπιστήμιο τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αποφάσισα να δουλέψω σε ξενοδοχείο, για να μπορώ παράλληλα να παρακολουθώ τα μαθήματα.
Το γεγονός πως ο μπαμπάς είχε αρχίσει να στέλνει γενναία εμβάσματα – συζούσε πια με έναν διάσημο μόδιστρο στο Λος Άντζελες - δεν με έκανε να αλλάξω γνώμη. Είχα αποφασίσει να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου και να τα κάνω όλα νέος – αυτός μάλλον ήταν ο λόγος που στα είκοσι είχα ήδη το πρώτο μου διαζύγιο, δυο μωρά να θρέψω και 24 μαθήματα να περάσω.
Πήρα σβάρνα τα ξενοδοχεία κι άρχισα να ρωτάω για δουλειά. Όλοι μου έλεγαν πως είμαι πιτσιρίκος – τους έδειχνα τα ροζιασμένα από τα τούβλα και τον τενεκέ χέρια μου αλλά του κάκου. Για καλή μου τύχη, ο διευθυντής ενός ξενοδοχείου με συμπάθησε – του θύμιζα τον γιο του που είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Ο γιος του δεν ήταν στην Κύπρο – τον χτύπησε νταλίκα στη Καλλιθέα –, αλλά για να σας δώσω να καταλάβετε πότε περίπου τα τίναξε.
Μου είπε πως έψαχναν για ένα bell boy και μου έδωσε να συμπληρώσω μια αίτηση εργασίας. Όταν με άφησε μόνο μου στο γραφείο του, έριξα μια ματιά στις αιτήσεις αυτών που είχαν προηγηθεί – ήταν διακόσιοι σαράντα νοματαίοι. Οι πουσταράδες μιλούσαν από τρεις γλώσσες ο καθένας, είχαν προϋπηρεσία πάνω από δέκα χρόνια και ήταν όλοι τριάντα και βάλε.
Κατάλαβα πως δεν είχα καμιά ελπίδα. Έτσι, έγραψα πως ήξερα πέντε γλώσσες, πως είχα δουλέψει στο Hilton για μια δεκαπενταετία και συμπλήρωσα –με κεφαλαία - πως ανεβάζω τον τενεκέ γεμάτο λάσπη από το ισόγειο στο ρετιρέ σε είκοσι δευτερόλεπτα. Στη συνέχεια, απαλλοτρίωσα τον χρυσό Dupont αναπτήρα του κυρ διευθυντή και έφυγα τρέχοντας – ήμουν σίγουρος πως δεν επρόκειτο να με προσλάβουν.
Μια εβδομάδα αργότερα, είχα μόλις γυρίσει στο σπίτι από το νεκροταφείο· μάζευα λουλούδια από τους τάφους και τα πουλούσα το βράδυ στο κοσμικό κέντρο «Κοσμοχαλασιά» που ήταν ακριβώς απέναντι από το μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού» - δίπλα στην «Τριάνα» του Παπαχελά, για να καταλάβετε πιο καλά. Τότε, πουλούσαν και οι άνδρες λουλούδια στα νυχτερινά μαγαζιά – εγώ, πάντως, καλού κακού ντυνόμουν γυναίκα για να παίρνουν πιο πολλά λουλούδια οι πελάτες.
Την ώρα που ξεδιάλεγα τα λουλούδια στην αυλή της παράγκας μας, ήρθε η κόρη του μπακάλη, του κυρ Αρίστου, και μου είπε πως με ζητούσαν στο τηλέφωνο. Εκείνα τα χρόνια, δεν είχαν όλα τα σπίτια τηλέφωνο και, όποιος σε ήθελε, σε έπαιρνε στο μπακάλικο – αν σου τηλεφωνούσαν στις δυο τα ξημερώματα, δεν μπορούσαν να σε βρουν γιατί το μπακάλικο δεν διανυκτέρευε.
Σκέφτηκα πως η Αστέρω – Μαρία την έλεγαν την κόρη του μπακάλη αλλά όλοι την φώναζαν «Αστέρω» επειδή ήταν ζαβή- με φώναξε επίτηδες για να πληρώσω τα βερεσέδια που χρωστούσαμε τα τελευταία δυο χρόνια.
Πήγα στο μπακάλικο αλλά δεν έμπαινα μέσα γιατί φοβόμουν. «Ρώτα ποιος είναι» είπα στον μπάρμπα Αρίστο που ήταν μουγκός – είχα ξεχάσει πως ήταν και κουφός. Τέλος πάντων, μπήκα μέσα και πήρα το ακουστικό – ευτυχώς που μπήκα γιατί ήταν ο κυρ διευθυντής και μου είπε πως είχα προσληφθεί στο ξενοδοχείο και την επόμενη ξεκινούσα δουλειά.
Από τη χαρά μου, έφυγα χωρίς να σουφρώσω τίποτα από το μπακάλικο και πήγα τρέχοντας στη μάνα μου να της πω τα ευχάριστα νέα. Άκουσα βογκητά από το δωμάτιό της, οπότε το άφησα γι' αργότερα γιατί κατάλαβα πως είχε πελάτη.
Η πρώτη μέρα στο ξενοδοχείο ήταν πολύ ωραία, αν εξαιρέσεις πως η δουλειά μου ήταν να κάνω όλα τα χαμαλίκια. Μου φόρεσαν μια ωραία στολή και ήμουν σαν στρατιωτικός σε παλιά ταινία. Ήμουν ο νεότερος σε όλο το ξενοδοχείο – όλοι οι υπόλοιποι ήταν πάνω από 35 χρονών.
Η δουλειά ήταν απλή: όταν έρχονταν οι πελάτες, εμείς τους λέγαμε «γουελκάμ» και χαμογελούσαμε σαν να χαιρόμασταν που τους βλέπαμε. Στη συνέχεια, παίρναμε τις βαλίτσες τους, τις φορτώναμε σ' ένα καρότσι, παίρναμε το κλειδί του δωματίου από τον ρεσεψιονίστ και μπουκάραμε μαζί με τους πελάτες στο ασανσέρ.
Πολλές φορές, το ασανσέρ έμενε και τότε βρίσκαμε την ευκαιρία να τους βουτήξουμε τα πορτοφόλια. Όταν ανέβαινε κανονικά, τους πηγαίναμε στο δωμάτιο, τους ανοίγαμε την πόρτα, βάζαμε τις βαλίτσες μέσα και τους πιάναμε την πάρλα μέχρι να καταλάβουν πως αν δεν μας έδιναν πουρμπουάρ, θα μας είχαν συγκάτοικους.
Οι Αμερικανοί σου έδιναν πουρμπουάρ από την είσοδο του ξενοδοχείου - όπως και κάθε φορά που περνούσες τυχαία από μπροστά τους- αλλά κάτι Γάλλοι, κάτι Γερμανοί και κάτι άλλοι συφοριασμένοι έκαναν τους Κινέζους και δεν ήταν λίγες οι φορές που τους πλακώναμε στο ξύλο, ή τους απειλούσαμε, για να ξηγηθούν.
Μετά, παίρναμε τα χρήματα και τα βάζαμε σε ένα μεγάλο πλαστικό κουμπαρά για να τα μοιραστούμε στο τέλος της βάρδιας. Γρήγορα, συνειδητοποίησα πως ήμουν ο μόνος που έβαζε χρήματα στον κουμπαρά – έστω, τα μισά απ' αυτά που μου έδιναν – και την έκοψα αυτήν την κακιά συνήθεια.
Πολλές φορές, δούλευα βραδινή βάρδια μαζί με έναν δυστυχισμένο ρεσεψιονίστ που τον είχε παρατήσει η γυναίκα του επειδή δεν την ικανοποιούσε σεξουαλικά. Αυτό δεν μου το είπε ο ίδιος – μου το είπαν εμπιστευτικά όλοι οι άλλοι υπάλληλοι του ξενοδοχείου που την έπαιρναν νουμεράδα. Ο ίδιος μου δικαιολογήθηκε πως την έδιωξε επειδή δεν του έδινε τα λεφτά από τις βίζιτες – «καλά της έκανες» του είπα.
Την περνούσα φίνα μαζί του. Έπιανα τον αμερικάνικο σταθμό της βάσης του Ελληνικού και κάθε φορά που έπαιζε Καζαντζίδη ή Γαβαλά το έβαζα στη διαπασών – σειόταν όλη η σάλα. Ένα βράδυ, γύρω στις τρεισήμισι, μπουκάρισε ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου – ένας βλάχος τυρέμπορος από τα Τρίκαλα – και πέτυχε τον Μάνθο πάνω στη ρεσεψιόν να χορεύει τσιφτετέλι κι εμένα από κάτω να του βαράω παλαμάκια.
Περίμενα πως θα μας απολύσει αλλά, προς μεγάλη μου έκπληξη, άρχισε κι αυτός τα ντιριντάχτα, ενώ, παράλληλα, μας πετούσε χαρτονομίσματα. Ήθελε κι αυτός να διασκεδάσει με λαικό τσα τσα, βρε αδερφέ, χωρίς να καταπιέζεται από την καθώς πρέπει συμπεριφορά που του επέβαλε η κοινωνική του τάξη. Από κείνο το βράδυ, πού τον έχανες πού τον εύρισκες, στο ξενοδοχείο. Μας έφερνε ουίσκι, ξηρούς καρπούς και στριπτιζούδες, και την περνούσαμε πολύ ωραία.
Κονομούσα χοντρά λεφτά στο ξενοδοχείο. Ό,τι και να έκανα, λεφτά μου έδιναν. Με τον πρώτο μισθό που πήρα, αγόρασα ένα κοστουμάκι από το Μοναστηράκι για να μην πηγαίνω πια με τα κοντά παντελόνια την Κυριακή στην εκκλησία. Έβαζα και χρήματα στην άκρη για να πληρώνω τους καθηγητές στη Σχολή και να με περνάνε.
Εκεί, όμως, σιχάθηκα και το χρήμα. Έβλεπες τους ρεσεψιονίστ – ανθρώπους γύρω στα 50 – να σκοτώνονται για ένα εικοσάρικο. Οι μπαγάσες τα ‘πιαναν από δέκα μπάντες και δεν χόρταιναν με τίποτα. Έπαιρναν προμήθεια από τους ταξιτζήδες, από τα εστιατόρια, από τις εκδρομές, από τους αρχηγούς των γκρουπ – απ’ όλους δηλαδή.
Οι περισσότεροι ήταν Αιγυπτιώτες – μιλούσαν πολλές γλώσσες και ήταν περιζήτητοι – και έλεγαν πολύ ωραίες συγκινητικές ιστορίες από τη ζωή τους στην Αλεξάνδρεια. Αυτό, βέβαια, μέχρι να προκύψει θέμα ποιος θα πάρει την προμήθεια – τότε, πλακωνόντουσαν στις χριστοπαναγίες και δεν ήταν ούτε για να τους φτύνεις.
Έπεφτε πολύ βρίσιμο στο ξενοδοχείο. Έβλεπες τις ξεναγούς – κάτι καλοντυμένες κυρίες μέσα στην ευγένεια – να βρίζουν σαν βιζιτούδες που τις κορόιδεψε ο πελάτης και τους έφαγε τα λεφτά. Οι οδηγοί των λεωφορείων μιλούσαν μόνο με βρισιές. Γενικά, όλοι βρίζανε οι παλιοπουσταράδες.
Εγώ κοιτούσα τη δουλειά μου. Εντάξει, όλο και σούφρωνα τίποτα κοσμήματα και πορτοφόλια από τους τουρίστες αλλά κατά τ’ άλλα ήμουν τυπικός. Όσες φορές με πλησίαζαν οι τουρίστριες και με δελέαζαν με χρήματα να τις ακολουθήσω στο δωμάτιο τους, αρνιόμουν· δεν ήταν και μεγάλα τα ποσά - σε άλλη περίπτωση θα τους καθόμουν. Οι πουτάνες δεν καταλάβαιναν τίποτα – λυσσάρες εντελώς. Με χούφτωναν όλη την ώρα. Σεβόμουν, όμως, τον κανονισμό του ξενοδοχείου που απαγόρευε στο προσωπικό να συνάπτει σχέσεις με τους πελάτες.
Οι άλλοι συνάδελφοι όλο και κάνανε καμιά κουτσουκέλα. Βέβαια, ήταν όλοι γερομπισμπίκηδες και το πολύ πολύ να τους καθόταν καμιά γεροπατσαβούρα. Συχνά πυκνά ήμουν στην ίδια βάρδια με τον Πέτρο. Ήταν γύρω στα 40 και τυχοδιώκτης. Του άρεσαν όλες οι γυναίκες – όταν λέω όλες, εννοώ όλες. Την έπεφτε λοιπόν σε όλες και πού και πού του καθόταν καμιά απελπισμένη.
Της έδινε ραντεβού έξω και την πήγαινε στα «Γιουβετσάκια», στην Πλάκα. Εκεί δούλευε ένα φιλαράκι του – πίνανε καμιά μπύρα, τρώγανε κανα μεζεδάκι και τους ερχόταν ο λογαριασμός δεκαπέντε δραχμές. «Εγώ πλερώνω» έλεγε ο Πέτρος. «Α, νο, νο Πέτρος, μουά πεγιέ !» πεταγόταν η αλλοδαπή. «Εγώ είμαι άντρας και δεν αφήνω ποτέ γυναίκα να πλερώσει!», μανούριαζε ο Πέτρος. Υποτασσόταν λοιπόν το αθώο θηλυκό στον άντρα τον πολλά βαρύ. Την πήγαινε τρεις τέσσερις φορές στα «Γιουβετσάκια», ώσπου κάποια στιγμή η τουρίστρια του έλεγε πως, αν την επόμενη φορά δεν την αφήσει να τον κεράσει, δεν θα ξανάβγαινε μαζί του.
Ο Πέτρος, για να της δείξει πόσο την γουστάρει, της έλεγε πως θα κάνει μια υποχώρηση στις αρχές του για πάρτη της - όλες αυτές οι συζητήσεις γίνονταν με σκόρπιες φράσεις από διάφορες γλώσσες, γιατί ο Πέτρος ούτε ελληνικά δεν μιλούσε καλά καλά. Την επόμενη φορά, την πήγαινε στο Πασαλιμάνι για αστακό. Έπαιρνε μαζί του και κάτι λεχρίτες φίλους του και ξεκοιλιαζόντουσαν στη μάσα.
Παράγγελναν σαμπάνιες, χαβιάρια και τα σχετικά, και την κάνανε ταράτσα. Ερχόταν ο λογαριασμός, ο Πέτρος έβγαζε και καλά να πληρώσει, η αλλοδαπή θύμωνε, οπότε και ο Πέτρος σαν ιππότης της επέτρεπε να πληρώσει καμιά σαρανταριά χιλιάρικα – εννοείται πως ο Πέτρος έπαιρνε προμήθεια κι απ’ τον εστιάτορα. Θαμπωμένη η τουρίστρια από την τιμή που της έκανε να ξεπαραδιαστεί – και τύφλα στο μεθύσι – τον ακολουθούσε στο σπίτι του, όπου έσπαγαν το κρεβάτι.
Όταν έφτανε η μέρα του αποχωρισμού, ο Πέτρος ήταν στις μαύρες του. Λίγο πριν φύγει η τουρίστρια, την έπαιρνε κάπου παράμερα και της έδινε εμπιστευτικά ένα αντικείμενο που ήταν τυλιγμένο σε εφημερίδα. «Κεσκεσέ Πέτρος;» «Δις ιζ βέρι ένσιεντ…ολντ στάτσιου…αντικιτέ…καταλαβαίνεις;» «Α, νο, νο, νο Πέτρος! Σε πα ποσίμπλ! Ζε ν’ πε πα!» «Στο χαρίζω μωρή, γιατί σ’ αγάπησα! Ζε τ’εμ! Μπι κέρφουλ στο τελωνείο!». Η γκόμενα πάθαινε την πλάκα της.
Φυσικά, ο Πέτρος τα αγαλματάκια τα αγόραζε από τη λαϊκή – με πέντε δραχμές έπαιρνε καμιά δεκαριά. Τα έσπαγε σε κάποια γωνία, τα πασάλειβε με λάσπη, τα μούλιαζε για λίγο στο νερό και τα παρουσίαζε για αρχαία. Όπως ήταν λογικό, η φιλότιμη αλλοδαπή ήθελε κι αυτή να του στείλει κάτι.
«Νόου γουέι!» ο Πέτρος – εντελώς ανένδοτος. «Πλιζ Πέτρος, λετ μι σεντ γιου σάμθινγκ» «Πέτρος ιζ α μαν! Νο πρέζεντς φορ Πέτρος!» «Πλιζ μάι λαβ!». Όταν έβλεπε πως η γκόμενα ήταν έτοιμη να παρατήσει την προσπάθεια, την άρπαζε από το χέρι και της έλεγε: «Γκι Λαρός! Όχι δε σμολ μποτλ! Νο, νο, νο! Δε μπιγκ μποτλ! Λα γκραντ μπουτέιγ! Λα γκράντε μποτίλια! Νο άφτερ σέιβ! Νο άφτερ σέιβ! Ο ντε κολόν!». Πριν περάσει μια εβδομάδα, ερχόταν πεσκέσι η κολόνια. Όλοι στο ξενοδοχείο φορούσαμε Γκι Λαρός. Στο σπίτι του Πέτρου δεν χωρούσαν άλλα μπουκάλια, οπότε μας έδινε κι εμάς.
Μια μέρα, ο Πέτρος μου είπε πως είχε κλείσει ένα ραντεβουδάκι με μια Γαλλίδα και με παρακάλεσε να πάω κι εγώ μαζί γιατί θα ερχόταν και μια φίλη της. Μου έκανε φοβερό ψηστήρι και με κατάφερε να παραβώ τις στέρεες αρχές μου. Κάποια στιγμή, μου έδειξε τη Γαλλίδα – ήταν φοβερός ξανθός γύναικος και δεν μπορούσα να καταλάβω τι δουλειά είχε με τον Πέτρο. «Ωραία γυναίκα!» του λέω, εντυπωσιασμένος. «Και που να δεις τη φίλη της!».
Το βραδάκι, λίγο πριν σχολάσουμε, βλέπω τη Γαλλίδα να έρχεται σεινάμενη κουνάμενη προς το μέρος μας. Με κοιτούσε και χαμογελούσε. «Ωραία δεν είναι η φίλη της;» μου κάνει ο Πέτρος. «Ποια φίλη της;» «Αυτή δίπλα της» «Ποια; Η μαύρη;» «Δεν πιστεύω να είσαι ρατσιστής!» «Δεν είμαι ρατσιστής αλλά αυτή είναι σαν μαϊμού!» «Δηλαδή, δεν θα έρθεις στο ραντεβού;» «Πέτρο μου, στη χαρίζω τη δικιά μου!».
Τελικά, το ραντεβού ακυρώθηκε και μετά από μέρες ο Πέτρος μου εξομολογήθηκε πως η ξανθιά γούσταρε εμένα αλλά δεν μου το είπε γιατί ήλπιζε να τη φάει. Δεν του κράτησα κακία γιατί ήξερα το πάθος του.
Το άλλο πάθος του Πέτρου ήταν πως μιλούσε πολύ Και σε πολλούς. Έλεγε τις ερωτικές περιπέτειές του σε όλους. Αυτό αποδείχτηκε λάθος του. Τα ραμολιμέντα της ρεσεψιόν τον ζήλευαν που είχε τα τυχερά του, επειδή αυτοί δεν πηδούσαν ούτε τις γυναίκες τους.
Μια μέρα, μια ανόητη Αμερικάνα -που την είχε κουτουπώσει και μάλλον είχε χάσει την διεύθυνσή του- του έστειλε την κολόνια στο ξενοδοχείο μαζί με μια κάρτα χωρίς φάκελο. Ο αρχηγός της ρεσεψιόν πήγε την κολόνια και την κάρτα στον διευθυντή. Η Αμερικάνα ευχαριστούσε στην κάρτα τον Πέτρο που είχε κάνει τόσο ευχάριστη την διαμονή της στην Αθήνα. Ο διευθυντής τον κάλεσε στο γραφείο του και του ανακοίνωσε την απόλυσή του.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω με πόση χαιρεκακία τον έβλεπαν να φεύγει με σκυμμένο το κεφάλι. Βγήκα έξω να τον αποχαιρετήσω – ήμουν ο μόνος. «Δεν είμαι κακό παιδί, ρε πιτσιρίκο» μου είπε. Έμοιαζε με παιδάκι που το είχαν μαλώσει - ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Μάγκα μου, εσύ είσαι πολύ καλύτερος απ’ όλους αυτούς τους σκατόψυχους!» του είπα. Μου έσφιξε το χέρι και έφυγε.
Το βράδυ, πριν φύγω, πήγα στα αποδυτήρια να αλλάξω. Ο μπαγάσας είχε ακουμπήσει δίπλα στο πουκάμισό μου την κολόνια που του είχε στείλει η Αμερικάνα. Το μεγάλο μπουκάλι…
Θα μπορούσα να γράφω για μέρες. Έμαθα και είδα πολλά όσο εργαζόμουν στο ξενοδοχείο. Κυρίως, έμαθα τι δεν θέλω να γίνω στη ζωή μου. Ίσως μια μέρα να τις γράψω όλες αυτές τις ιστορίες. Ίσως και όχι.
Η φωτογραφία είναι από το μπλογκ του καλού συν-μπλόγκερ Στάθη Τσαγκαρουσιάνου.