Το όνομά μου είναι Κατερίνα. Είμαι 36 ετών και εργάζομαι σαν νοσοκόμα στη μονάδα εντατικής νοσηλείας μεγάλου ιδιωτικού νοσοκομείου της Αθήνας. Στο δωμάτιο 3 βρίσκεται ένας μικροκαμωμένος άντρας 85 ετών. Πεθαίνει.
Βρίσκεται στη ζωή επειδή η οικογένειά του αρνείται να παραδεχτεί το αναπόφευκτο και έχει πολλά χρήματα για να πληρώσει την ακριβή νοσηλεία. Σε αντίθετη περίπτωση θα είχε πεθάνει πριν δυο μήνες.
Χτες στις 6 το πρωί μπήκα στο δωμάτιό του. Κοιμόταν. Έλεγξα τους ορούς, τον καθετήρα και το οξυγόνο. Κοίταξα τα οξύμετρα και τα καρδιογραφήματα . Όλα εντάξει.
Ήμουν έτοιμη να βγω από το δωμάτιο, όταν τον άκουσα να προσπαθεί να μιλήσει. Δεν μου είχε μιλήσει τις τελευταίες τρεις μέρες. Πήγα γρήγορα κοντά του και έσκυψα από πάνω του. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Η φωνή του έβγαινε με μεγάλη δυσκολία και οι λέξεις σε απόσταση μεταξύ τους. Καλούσε ανθρώπους.
«Μάνα…»
«Πατέρα…»
«παπα-Πέτρο…»
«Δάσκαλε…»
«Κατερίνα…»
Του έσφιξα το χέρι. «Εδώ είμαι. Τι θέλετε;»
«Οι άλλοι… γιατί… δεν… απαντάνε;»
...
(Σε όσους αγάπησα και δεν θα ξαναγυρίσουν)