Σάββατο, Ιουνίου 25, 2005

Τση Μπόχαλης ο ανήφορος

Free Image Hosting at www.ImageShack.us

Δεν γίνεται να είσαι από τη Ζάκυνθο και να μην αγαπάς τους καταραμένους. Για νεκρές γυναίκες έγραφε ο Σολωμός, σε σπίτι με μαύρα έπιπλα τριγυρνούσε ο μαυροφορεμένος Κάλβος. Όποιος πάτησε έστω και για λίγο το πόδι του στο νησί είδε τα αγόρια που δεν γερνάνε ποτέ και τις κοπέλες που πεθαίνουν έφηβες στα εβδομήντα τους, ντυμένες νυφούλες. Άντρες έτοιμοι να τινάξουν τα πάντα στον αέρα για ένα καπρίτσιο της στιγμής και γυναίκες που θα προδώσουν την προδοσία τους χωρίς ενοχές. Βρισιές και προσευχές, μπουνιές και αγκαλιές, αγάπη και μίσος. Όλα μαζί στον ίδιο άνθρωπο - τον άνθρωπο καρτούν. Μέσα στον ελαιώνα θα αγκαλιάσει το κορίτσι του, θα κόψει κατινούλες (άγρια κυκλάμινα), θα της τις προσφέρει, ενώ παράλληλα το μάτι του δεν θα ξεκολλά από τη ρίζα της ελιάς. Εκεί είναι κρυμμένο το μαχαίρι. Το ξέρουν κι οι δυο. Και γελάνε.


Δεν γίνεται να είσαι από τη Ζάκυνθο και να παίρνεις τον εαυτό σου στα σοβαρά . Ψεύτης, ασεβής και θεοφοβούμενος μαζί, θα παραμένεις εσαεί έκπληκτος με την ισορροπία της ατιμίας σου. Από το κρεβάτι της γυναίκας του αδελφικού σου φίλου μέχρι τον Άγιο είναι πέντε λεπτά δρόμος. Σβήνεις το τσιγάρο σου απέξω και μπαίνεις στο ναό. Θέλεις να δεις το σκήνωμα του Αγίου αλλά είναι φυλαγμένο στην κρύπτη. Παρακαλάς τον επίτροπο του ναού να σε αφήσει να προσκυνήσεις. Είναι φίλος του πατέρα σου – με τον γιο του πηγαίνατε μαζί στο οικοτροφείο. Θα σε αφήσει να προσκυνήσεις. Γρήγορα μόνο Νιόνιο μη μας πάρει κάνα μάτι. Πέφτεις στα γόνατα μπροστά στον απαθή Άγιο και παίζεις θέατρο. Κάνεις το σταυρό σου πισωπατώντας. Μετά βγαίνεις έξω κι ανάβεις τσιγάρο.


Το βράδυ στην «Αρέκια» θα λες στους φίλους σου τα κατορθώματά σου και θα τραγουδάς καντάδες.

Τση Μπόχαλης –τση Μπόχαλης ο ανήφορος
έχει κακό –έχει κακό σεργιάνι
ο που αγαπά μελαχρινή
τον νου του τον εχάνει

Εσύ κοιμά –εσύ κοιμάσαι ήσυχη
και το ‘χεις χου – και το ‘χεις χουφτωμένο
κι εγώ το κακορίζικο
μονάχο παραδέρνω.