Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

«Όλα καλά θα πάνε;»



Έχω ένα φίλο που είναι τρελός. Όλοι οι φίλοι μου είναι τρελοί αλλά γι΄ αυτόν υπάρχει και χαρτί από τον γιατρό. Ο φίλος μου – ας τον πούμε «Νίκο» - δεν ήταν πάντα τρελός. Παλιά ήταν μια χαρά – η ψυχή της παρέας. Μετά κάτι συνέβη και κατέληξε στο Δαφνί.

Την πρώτη φορά που ο Νίκος έκανε κάτι «περίεργο» δεν ήμουν μπροστά – έκανα τη θητεία μου στο Ναυτικό. Όταν τα παιδιά μου διηγήθηκαν το περιστατικό, δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου. Ο Νίκος είχε επιτεθεί στον πιο καλόβολο άνθρωπο της παρέας μας. Ξαφνικά, άρχισε να τον χτυπάει μέσα στο στέκι μας – οι υπόλοιποι τον συγκράτησαν, και μετά του ζήτησε συγνώμη. Είπε πως νόμισε ότι ο καλόβολος φίλος μας είχε πειράξει την κοπέλα ενός άλλου φίλου. Όλοι σκέφτηκαν πως ίσως είχε πιει ένα ποτήρι παραπάνω. Κι εγώ αυτό σκέφτηκα.

Λίγους μήνες αργότερα άρχισε να μου λέει πως μια γνωστή παρουσιάστρια της τηλεόρασης ήταν γυναίκα του και μια διάσημη ηθοποιός κόρη του. Δεν τα έλεγε μόνο σε μένα – αυτά και άλλα πολλά τα έλεγε σε όλους. Παράλληλα, είχε γίνει επιθετικός και φανταζόταν απίστευτα πράγματα. Του μιλούσα κάθε μέρα και προσπαθούσα να τον «λογικέψω». Δεν πρέπει να έχω μιλήσει τόσες πολλές ώρες σε άλλον άνθρωπο στη ζωή μου. Συμφωνούσε, αλλά την επόμενη μέρα πάλι τα ίδια.

Μετά από ένα περιστατικό στη δουλειά του, τον απέλυσαν. Μιλούσα με τον πατέρα του στο τηλέφωνο – ήταν πολύ προβληματισμένος και δεν ήξερε τι να κάνει. Επίσης, ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία και με σοβαρά προβλήματα υγείας Εκείνο το διάστημα ο Νίκος άρχισε να παραμιλάει. Με τις ώρες. Ακόμα νομίζω πως ακούω τα παραμιλητά του.

Είχα τρομάξει με την ιστορία του Νίκου. Δεν ήξερα τι να κάνω – κανένας φίλος δεν ήξερε. Οι ατελείωτες ώρες συζήτησης αποδεικνύονταν εντελώς μάταιες. Ο πατέρας ενός παιδικού μου φίλου είναι ένας από τους καλύτερους ψυχίατρους της χώρας. Αποφάσισα να ζητήσω τη γνώμη του – γνωριζόμαστε από τότε που ήμουν έξι ετών.

Του είπα όλη την ιστορία για τον Νίκο και την οικογένειά του – όσα γνώριζα τουλάχιστον. Αφού με άκουσε με προσοχή, μου ζήτησε να ηρεμήσω και μου εξήγησε πως, προφανώς, τα προβλήματα για τον Νίκο προϋπήρχαν αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να τα συνειδητοποιήσουμε. Θυμήθηκα πως ο Νίκος, παλιότερα, μου είχε πει, ότι, όταν ήταν μικρός, γυρνούσε σπίτι από το σχολείο και, επειδή δεν ήταν κανείς εκεί, μιλούσε μόνος του για να μην αισθάνεται μοναξιά.

«Ο φίλος σου είναι στα χέρια της επιστήμης. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα – ούτε εσύ, ούτε κανένας από τους δικούς του». Αυτά τα λόγια του πατέρα του φίλου μου με απογοήτευσαν αλλά, παράλληλα, με λύτρωσαν. Ήξερα πως είχε δίκιο. Στο τέλος δεν απέφυγα και τη φαρμακερή ερώτηση: «Δηλαδή, μπορεί κι εγώ μια μέρα στα καλά καθούμενα να αρχίσω να λέω παλαβομάρες;». Χαμογέλασε. «Και μόνο το γεγονός ότι το σκέφτεσαι, απομακρύνει αυτό το ενδεχόμενο».

Ο Νίκος νοσηλεύτηκε στο Δαφνί. Μπήκε, βγήκε, ξαναμπήκε. Δεν ακολουθούσε σωστά τη θεραπεία. Έπινε ενώ αυτό απαγορεύεται, όταν παίρνεις χάπια. Από την άλλη, τα χάπια δεν επιτρέπουν σ’ έναν άνδρα να λειτουργήσει σαν άνδρας – οι ορμές ατονούν. Ο πατέρας του φίλου μου μού εξήγησε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα των ασθενών είναι πως αρνούνται να ακολουθήσουν την θεραπεία – άλλοι επειδή πιστεύουν πως είναι μια χαρά κι άλλοι επειδή δυσανασχετούν με τις παρενέργειες των χαπιών. Τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Οι γονείς του πέθαναν έχοντας τον Νίκο στο μυαλό τους. Ουσιαστικά, ήταν μόνος του πια. Είχε χάσει την οικογένειά του, τη σχέση του, τους φίλους του, τη δουλειά του – είχε χάσει και τον εαυτό του.

Δεν μπόρεσα να καταλάβω πως ακριβώς άλλαξαν τα πράγματα. Δεν πήγα στο Δαφνί να τον δω. Μια φορά στη ζωή μου πήγα εκεί, και μετά έκανα ένα μήνα να ξαναμιλήσω. Μάθαινα νέα του από τον Αντώνη, έναν κοινό μας φίλο – δεν ήταν και τα καλύτερα. Κάποια στιγμή πήγε στο Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγιεινής κι από κει σε ξενώνα στα πλαίσια επανένταξης στην κοινωνία. Αυτά όλα οφείλονται στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – αλλιώς δεν θα είχε αλλάξει τίποτα στη χώρα μας σ’ αυτόν τον τομέα.

Αρχίσαμε να μιλάμε πάλι στο τηλέφωνο σε καθημερινή βάση. «Όλα καλά θα πάνε;» «Όλα καλά θα πάνε» «Να μην ανησυχώ;» «Να μην ανησυχείς». Το 90% των συνομιλιών μας ήταν αυτός ο διάλογος – είχε μεγάλη αγωνία. Αρχίσαμε πάλι να βλεπόμαστε. Ερχόταν για καφέ μαζί με ένα άλλο παιδί από τον ξενώνα. Ήταν πολύ καλύτερα. Πολύ αγχωμένος αλλά καμιά σχέση με τον Νίκο των προηγούμενων ετών. Είχε μια φιλενάδα που ήταν στο ίδιο πρόγραμμα, έπαιρνε μια μικρή σύνταξη και πήρε δάνειο για να αγοράσει ένα σπίτι.

Την περασμένη Τρίτη, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων έγινε χριστουγεννιάτικο μπαζάρ με τα αντικείμενα που είχαν φτιάξει τα παιδιά που είναι στο πρόγραμμα. Είχαν κάνει και πέρσι – πέρσι ήταν δυο μέρες, φέτος μια. Εδώ και δυο μήνες μου το έλεγε κάθε μέρα στο τηλέφωνο. «Θα έρθεις, ε;» «Βέβαια, θα έρθω. Πέρσι δεν ήρθα;» «Ήρθες». Τρίτη πρωί πέρασα από το μαγαζί του Αντώνη, καβαλήσαμε τη βέσπα και πήγαμε.

Στην πόρτα μάς περίμενε. Όπως και πέρσι. Αγκαλιές, φιλιά – μας σύστησε στους ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό το πρόγραμμα: «Ήρθαν οι φίλοι μου». Είχε πάρει μια ξύλινη μοτοσικλέτα για τον Αντώνη και μια ταμπακέρα για μένα. «Ήθελα να σου πάρω κάτι πιο καλό αλλά δεν είχα λεφτά» «Μη λες βλακείες – είναι φανταστική». Ψωνίσαμε με τον Αντώνη μερικές ξύλινες κατασκευές - μετά πήραμε άδεια από τον υπεύθυνο και πήγαμε με τον Νίκο δίπλα για καφέ. Τα είπαμε για μιάμιση ώρα – ήταν πολύ ικανοποιημένος, αλλά και αγχωμένος. «Όλα καλά θα πάνε;» «Όλα καλά θα πάνε» «Να μην ανησυχώ;» «Να μην ανησυχείς».

Επιστρέψαμε στην αίθουσα του μπαζάρ για να πάρουμε τα δώρα μας και να χαιρετήσουμε τους υπεύθυνους του προγράμματος. Ο κύριος που τους έκανε μαθήματα ξυλογλυπτικής μας είπε πως ο Νίκος αγχώθηκε με το δάνειο για το σπίτι αλλά τώρα είναι καλύτερα. Είναι πολύ ωραίοι οι άνθρωποι που ηγούνται αυτού του προγράμματος. Κι αυτοί που γνώρισα πέρσι ήταν σπουδαίοι.

Την ώρα που τον χαιρετούσαμε έμπαινε η γιατρός με έναν καφέ στο χέρι. «Ήρθαν οι δικοί σου Νίκο;» «Ναι!». Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Φιληθήκαμε και δώσαμε ραντεβού για καφέ σε λίγες μέρες. Στον διάδρομο ο Αντώνης μου είπε: «Κατάλαβες πως εμείς είμαστε οι ‘δικοί του’ πια;» «Το κατάλαβα».


«Όλα καλά θα πάνε»



«charity is a coat you wear twice a year» - George Michael

Η φωτογραφία είναι της eyedroplet