Πριν από τέσσερα πέντε χρόνια στη Νίσυρο, μια ηλιόλουστη μέρα, έπινα τον καφέ μου με τον Κέβιν, έναν Νορβηγό που έκανε διακοπές στο νησί. Ήμασταν στο μαγαζί μιας φίλης δίπλα στη θάλασσα. Ο Κέβιν διάβαζε τον «Καπετάν Μιχάλη».
Στην παρέα μας προστέθηκε ένας ηλικιωμένος Νισύριος που ήταν παλαιότερα δήμαρχος – ήταν ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων, μορφωμένος και ευγενικός άνθρωπος. Συζητούσαμε όμορφα για αρκετή ώρα, μέχρι που πρόσεξε το βιβλίο που διάβαζε ο Κέβιν. Σχεδόν πετάχτηκε από την καρέκλα του. «Να μην τον διαβάζεις αυτόν!». Ο Κέβιν τον κοίταξε έκπληκτος. «Συγνώμη, γιατί να μην τον διαβάζει;» «Γιατί ήταν ανήθικος! Και άθεος!».
Το 2007 συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Θα είναι «Έτος Νίκου Καζαντζάκη» τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Κύπρο. Οπωσδήποτε ένα «Έτος Καζαντζάκη», ανάμεσα σε καμιά δεκαριά έτη ...Θεοδωράκη που προηγήθηκαν και καμιά εικοσαριά που σίγουρα θα ακολουθήσουν, είναι ευπρόσδεκτο.
Το 1955 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατέθετε επερώτηση στη Βουλή διαμαρτυρόμενος για τον εκκλησιαστικό διωγμό του Καζαντζάκη. Πενήντα δυο χρόνια μετά ίσως τα πράγματα να μην έχουν αλλάξει όσο νομίζουμε. Εν τω μεταξύ, βέβαια, «Ο Χριστός …ξανατυπώνεται».
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ο δημοφιλέστερος έλληνας συγγραφέας του 20ού αιώνα – πιθανότατα θα είναι και του 21ου. Όσο ζούσε, το παράπονό του ήταν πως – σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο εξωτερικό - δεν τον διάβαζαν οι Έλληνες. Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, τα βιβλία του πουλιούνται κατά δεκάδες χιλιάδες στη χώρα μας και συνεχίζουν να διαβάζονται με μανία στον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτό, βέβαια, δεν του συγχωρείται και δεν θα του συγχωρεθεί ποτέ. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν εκθέσεις ελληνικού βιβλίου σε ευρωπαϊκές και άλλες χώρες, ο Καζαντζάκης ήταν παρών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Σήμερα, με δεκάδες μέσα προβολής, οι έλληνες συγγραφείς αποτελούν μια ωραία παρεούλα, συμβιβασμένη, υποταγμένη και απόλυτα καθηλωμένη στις δημόσιες σχέσεις. Οι πωλήσεις των βιβλίων τους στο εξωτερικό είναι ανέκδοτο. Το δε έργο τους δεν προκαλεί καμία αντίδραση -ούτε θετική ούτε αρνητική. Εκδίδονται, διαφημίζονται, συνεντευξιάζονται, κάνουν κανα παρτάκι και πάμε αμέσως για το επόμενο βιβλίο, γιατί, αν καθυστερήσει να εκδοθεί, θα μας ξεχάσει και η μάνα μας.
Όταν καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα «γιατί πουλούσε και πουλάει ο Καζαντζάκης στο εξωτερικό και όχι εσείς;» παραγγέλνουν έναν ακόμα καπουτσίνο. Ανθρώπινη αντίδραση, καθώς ο Καζαντζάκης αποτελεί για την ελληνική λογοτεχνία αυτό που είναι για τους σύγχρονους Έλληνες η Ακρόπολη: ξέρουμε πως ποτέ δεν θα χτίσουμε τη δική μας, οπότε ή την αντιμετωπίζουμε σαν κάτι μουσειακό ή κάνουμε σα να μην υπάρχει.
Βέβαια, αν αφαιρέσεις την Ακρόπολη από την Αθήνα, η πόλη δεν υπάρχει, ενώ, αν αφαιρέσεις την υπόλοιπη πόλη και αφήσεις μόνο την Ακρόπολη, μια χαρά θα είναι το σκηνικό. Το ίδιο συμβαίνει με τον Καζαντζάκη και την ελληνική λογοτεχνία. Καλό θα ήταν, όσοι σύγχρονοι έλληνες λογοτέχνες χρησιμοποιούν το επίθετο «υπερεκτιμημένος» για να χαρακτηρίσουν τον Καζαντζάκη, να αντιληφθούν πως ο χαρακτηρισμός τούς επιστρέφεται αμέσως – αμέσως όμως.
Θα μπορούσα να γράφω για ώρες γι’ αυτόν τον άνθρωπο που ονειρεύτηκε να φτιάξει νέα θρησκεία (τη θρησκεία «άνθρωπος»), αλλά δεν έχει νόημα – θα το κάνουν άλλοι πολύ καλύτερα από μένα. Και ό,τι και να γραφτεί – καλό ή κακό – αυτό που έχει σημασία είναι πως αυτή τη στιγμή, σε διάφορες γωνιές του πλανήτη, πολλοί μαθητές ή φοιτητές ανακαλύπτουν τον μαγικό κόσμο του Νίκου Καζαντζάκη. Και θα γίνουν καλύτεροι άνθρωποι.
Θα ήθελα να παραθέσω μια μικρή ιστορία όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Έλλης Αλεξίου «Για να γίνει μεγάλος» (Εκδόσεις Καστανιώτη). Για όσους νομίζουν πως ο Καζαντζάκης δεν είχε χιούμορ.
Ο Δεληβασίλης ήταν ένας αξιοπρόσεχτος τύπος Ηρακλειώτη. Το 1966 πέθανε. Ψαράς, καλός μουσικός – κάποιο όργανο έπαιζε στην μπάντα του Δήμου – και ποιητής.
Μάλιστα είχε συνθέσει κ’ ένα αξιόλογο πένθιμο εμβατήριο, που το έπαιξε η Φιλαρμονική του Δήμου Ηρακλείου στην κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη.
Μια μέρα, σε ταξίδι του Καζαντζάκη στο Ηράκλειο, του έφερε ένα ποίημά του για να το διαβάσει, ν’ ακούσει τη γνώμη του. Το τιτλοφορούσε «Ραψωδία». Άμα έφυγε, ρώτησε για το Δεληβασίλη το Λευτέρη, τι δουλειά κάνει.
-Ψαράς, του λέει ο Λευτέρης.
-Ψαράς; Μα τότε το ποίημα πρέπει να το πει «Ψαρωδία»