Τρίτη, Νοεμβρίου 29, 2005
Αντρίκου εγκώμιον (χρόνια πολλά)
Πριν κάμποσα χρόνια επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη Νίσυρο. Πήγα να δω έναν φίλο μου, που είναι επιρρεπής στις αμαρτίες και στα ανθρώπινα πάθη, και να βεβαιωθώ πως είναι ζωντανός. Μετά από τρεις μέρες κραιπάλης και υπερκατανάλωσης ούζου , βρεθήκαμε στο καφενείο του Αντρίκου στην πλατεία Ηλικιωμένης – το καφενείο λέγεται «Βάρδα στεναχώρια».
Ήμασταν μια μεγάλη διεθνής παρέα, ένας μικρός Ο.Η.Ε. Οι φίλοι μου επιμένουν πως διαθέτω ταλέντο ανεκδοτολόγου κι έτσι σύντομα βρέθηκα να λέω αναρίθμητα ανέκδοτα. Βέβαια δεν γνώριζαν όλοι ελληνικά κι έτσι τα μετέφραζα παράλληλα στα αγγλικά και στα γαλλικά, πράγμα εξαιρετικά αστείο, ειδικά αν ο κονφερασιέ και το ακροατήριο έχουν καταναλώσει πρώτα μερικά καφάσια μπύρες.
Στα αγγλικά μιμούμουν τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και στα γαλλικά τον Λουί ντε Φινές, ενώ αγαπημένη προφορά της ομήγυρης αποδείχτηκε ο Ζακ Ιβ Κουστό, να μιλάει όμως αγγλικά. «Ζίιιιιιζ λιτλ κγίτσουγζ αγ βέγι ντέντζεγουζ». Ενώ έλεγα ένα ανέκδοτο με βαριά αμερικάνικη προφορά, με χτύπησε στον ώμο ένας άγνωστος σε μένα κύριος και μου είπε με τσαμπουκαλεμένο ύφος : «Αμερικάνος είσαι;» «Όχι, Έλληνας» «Α, καλά». Σκέφτηκα πως είναι ο τρελός του χωριού και συνέχισα τα ανέκδοτα.
Λίγο αργότερα θέλησα να κεράσω την παρέα, γιατί επί τρεις μέρες κανείς δεν μου είχε επιτρέψει να πληρώσω δραχμή. Προσποιήθηκα πως πάω στην τουαλέτα και μπήκα στο καφενείο, όπου ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τον κύριο, που λίγο πριν ήθελε να διαπιστώσει την εθνικότητά μου. Με κοιτούσε με άδειο ύφος. «Εσείς είστε εδώ;» «Ναι» «Κοιτάξτε, θέλω να πληρώσω όλα τα ποτά της παρέας μου, γιατί δεν με αφήνουν να πληρώσω πουθενά» «Άκου φίλε, εγώ τα έχω πιει τώρα. Θα σου πω τις τιμές και τον αριθμό των ποτών, θα κάνεις προσθέσεις, πολλαπλασιασμούς, αφαιρέσεις και διαιρέσεις και θα τα βρεις μόνος σου. Εντάξει;» «…εντάξει».
Νόμιζα πως με δούλευε, αλλά από την άλλη αισθανόμουν υποχρεωμένος γιατί όλοι οι καταστηματάρχες του νησιού, τους οποίους είχα αποπειραθεί να πληρώσω μέχρι εκείνη τη στιγμή, με κάρφωναν στην παρέα μου. Έκανα τους πολλαπλασιασμούς και την πρόσθεση και τον πλήρωσα. Ούτε που κοίταξε πόσα χρήματα του έδωσα. Τον ευχαρίστησα και βγήκα έξω.
Το επόμενο βράδυ πήρε μια καρέκλα, έκατσε δίπλα μου κι άρχισε να μου λέει τον πόνο του και την ιστορία του – ο Αντρίκος παλιότερα ήταν ναυτικός. Τον διαβεβαίωσα πως όλα θα πάνε καλά και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια. Δυο μέρες μετά μπήκα στο καφενείο για να του ζητήσω μια μπύρα. «Πάρε μόνος σου» ήταν η σχεδόν θυμωμένη απάντηση. Είχα πάθει την πλάκα της ζωής μου. Αυτό που με τρέλαινε όμως ήταν πως όταν το καφενείο γέμιζε ασφυκτικά με κόσμο, αυτός κρυβόταν πίσω από τα δέντρα. «Μα τι κάνει;» ρώτησα το Στέφανο. «Κρύβεται για να μην του ζητάνε παραγγελίες», μου απάντησε με απόλυτη φυσικότητα.
Παρατήρησα επίσης, πως όταν έρχονταν τουρίστες, τους έστελνε στο διπλανό καφενείο, στον Αντώνη, επειδή δεν τους γούσταρε – ειδικά αν είχε την υποψία πως είναι Αμερικανοί. Παρόλη την «αντιεπαγγελματική» συμπεριφορά του, το καφενείο ήταν πάντα γεμάτο, πράγμα που δεν συνέβαινε με κανένα από τα υπόλοιπα.
Στη Νίσυρο δεν είχα πάει μόνος μου. Είχα πάει με την τάδε, που ούτε το αρχικό της δεν θα γράψω γιατί δεν της αξίζει. Εκεί που καθόμασταν ένα βράδυ, γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, σηκώνεται ξαφνικά ο Αντρίκος, μας πλησιάζει, την κοιτάει σχεδόν με αηδία και γυρνάει σε μένα. «Αυτή Αμερικάνα είναι;» «Όχι ρε συ, Ελληνίδα είναι» «Σαν Αμερικάνα μοιάζει». «Ελληνίδα είμαι» του λέει και η τάδε. «Δεν είσαι Ελληνίδα, είσαι Αμερικάνα» της λέει ο Αντρίκος και αποχωρεί συγχυσμένος. Μόνο που δεν την έφτυσε. Πόσο δίκιο είχες Αντρίκο. Αμερικάνα ήταν – κι απέξω κι από μέσα.
Τις επόμενες μέρες κατάλαβα πως ο Αντρίκος έλεγε πάντα αυτό που σκεπτόταν. Δεν είχε καμιά σημασία γι' αυτόν ποιος είναι απέναντί του. Έρχεται, ας πούμε, στο καφενείο του η σοβαρή τραγουδίστρια του έντεχνου, που μόλις έχει ολοκληρώσει τη συναυλία της στο γήπεδο, και της λέει ο Αντρίκος : «Μωρή βοδάρα, τι αηδίες ήταν αυτές που τραγούδησες; Τους κοίμισες τους ανθρώπους!». Ξερή η καλλιτέχνιδα. Είναι ο άνθρωπος που πάει να σερβίρει το Λαζόπουλο και σιγά μην δεν του την πει. «Άντε από δω! Έρχεστε όλοι οι τρελοί εδώ και αποτρελαίνετε κι εμάς!». Για τον Νίκο Παπάζογλου ίσως να κάνει μιαν εξαίρεση, επειδή είναι φίλοι, αλλά και πάλι δεν παίρνω όρκο. Βέβαια, σχεδόν κανείς δεν του κρατάει κακία, γιατί είναι ολοφάνερο πως δεν λέει τίποτα με δόλο.
Στην ανωτέρω φωτογραφία, που είναι τραβηγμένη τον Δεκαπενταύγουστο, βλέπετε τον Αντρίκο να παίρνει έναν υπνάκο έξω από το καφενείο του. Λίγα μέτρα δεξιά του το πανηγύρι συνεχίζεται, αλλά αυτό όπως βλέπετε δεν τον ενοχλεί καθόλου. Ο Αντρίκος είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος με καθαρή συνείδηση. Από την άλλη η ανεξαρτητοποίηση της Νισύρου από την Ελλάδα είναι de facto και βάρδα μην πάρει είδηση την ύπαρξή της το Μεξικό, γιατί θα την προσαρτήσει πάραυτα και θα έχουμε ντράβαλα.
Αγαπητέ Αντρίκο, θέλω να σου ευχηθώ χρόνια πολλά για τη γιορτή σου και να σε διαβεβαιώσω πως ανήκω πάντα στους Ταλιμπάδες, που είναι σε ειρήνη με τους μαστραπάδες, όσο βέβαια οι μαστραπάδες κάθονται ήσυχοι. Ξέρω πως αν δεις την αφεντομουτσουνάρα σου στο Διαδίκτυο, θα ενοχληθείς λίγο, αλλά ευθύς αμέσως θα το ξεχάσεις.
Αντρίκο είσαι ωραίος!
Ευχαριστώ τον Χρήστο για τη φωτογραφία
(Ας αναλάβει ένα μέλος της αναρχοαυτόνομης κοινότητας της Νισύρου, που έχει σχέση με το Διαδίκτυο, να δείξει αυτό το κείμενο στον Αντρίκο. Έτσι, για να έχει την τύχη να τον ακούσει να λέει με το δικό του απαράμιλλο τρόπο : «Εεεε… εεεε…. Τι μαλακίες είναι αυτές; Τέτοια πάνε και γράφουνε και πάλι θα πλακώσουνε όλοι οι τρελοί το καλοκαίρι!». Ευχαριστώ.)