Μη με παρεξηγήσετε που δεν φορώ σκαρτσούνια,
από βραδύς τα κάμανε οι ποντικοί μπουκούνια.
Εγώ παπούτσια δεν εχώ, στην Παπαντή δεν πάω
(αυτόν τον στίχο δεν τον θυμάμαι -περνάν τα χρόνια)
Και το κερί που σου 'ταξα, Παρθένα Παναγιά μου,
θα σου το φέρω άλλη φορά, για να 'βρω την υγειά μου.
Κι αν είμαι μόνος κι έρημος και περιφρονεμένος
αυτό που 'χουν οι όμορφοι, το 'χω κι εγώ ο καημένος.
(Μη δίνετε σημασία - απλώς, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με πιάνει μια ακατανίκητη νοσταλγία για τη Ζάκυνθο. Για μια Ζάκυνθο που δεν υπάρχει πια.)