Κυριακή, Ιουλίου 09, 2006

Το τρίτο, το καλύτερο

Στάθηκα έξω από την είσοδο του βιβλιοπωλείου και κοίταξα τη βιτρίνα. Το βλέμμα μου πέρασε από τα βιβλία, χωρίς να σταματήσει σε κανένα, και τότε τον είδα. Ήταν κοντός, χοντρός, άσχημος και καραφλός – στην πλάτη του κυριαρχούσε μια μεγάλη καμπούρα. Ένιωσα μια συμπόνια γι΄ αυτό το αλλόκοτο πλάσμα, αλλά αυτό δεν κράτησε για πολύ, γιατί, σχεδόν αμέσως, συνειδητοποίησα πως έβλεπα το είδωλό μου στην τζαμαρία. Σκέφτηκα να κάνω μεταβολή και να φύγω. Έκανα δυο βήματα προς τα δεξιά, όμως αμέσως το μετάνιωσα. Έκανα μεταβολή, πήρα μια βαθιά ανάσα και δρασκέλισα την πόρτα του βιβλιοπωλείου. Ή τώρα ή ποτέ. Έπρεπε να δω οπωσδήποτε την Αλεξάνδρα Σταμάτη…


Είδα τον οίκτο στα μάτια των υπαλλήλων – όλοι μου έδωσαν από δυο τρία ευρώ και καραμελίτσες. Τους ευχαρίστησα και ρώτησα που είναι το γραφείο της κ. Σταμάτη. Στο άκουσμα του ονόματος τής αφεντικίνας τους ξαφνιάστηκαν, αλλά μου έδειξαν την πόρτα του ασανσέρ που οδηγούσε στον 985ο όροφο του κτιρίου – εκεί βρισκόταν το γραφείο τής περιβόητης κυρίας Σταμάτη. Ένιωσα τα απορημένα βλέμματά τους να με ακολουθούν στα λίγα βήματα που με χώριζαν από το ασανσέρ κι αισθάνθηκα ανακούφιση όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει πίσω μου.

Το κουβούκλιο του ανελκυστήρα δεν ήταν συνηθισμένο. Ήταν ένα διαμέρισμα 180 τετραγωνικών που παρείχε όλες τις ανέσεις στους σημαντικούς επισκέπτες τής ζάπλουτης ιδιοκτήτριας. Η καμαριέρα με ενημέρωσε πως θα φτάναμε στον προορισμό μας σε τρία τέταρτα. Ήταν μια κρεολή Σουηδέζα από το Βιετνάμ, ψηλή, όμορφη και κρεατωμένη στα σωστά σημεία. Φόρεσα ένα μπουρνούζι για την διαδρομή και μπήκα στη σάουνα – ήταν ευκαιρία να ξεβρομίσω λίγο. Η Μαρίκα – αυτό ήταν το όνομα της καμαριέρας- αφού τάισε τα λιοντάρια, μπήκε ολόγυμνη στη σάουνα κι άρχισε να μου τρίβει την πλάτη με κοτετσόσυρμα. Δεν έφερα αντίρρηση κι αφέθηκα στα έμπειρα χέρια της – ήταν ολοφάνερο πως ικανοποιούσε τακτικά ακόμα και τα πιο άγρια βίτσια των εκλεκτών επισκεπτών της κ. Σταμάτη.

Ο Σομαλός θαλαμηπόλος με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια – φαίνονταν, γιατί τα παπούτσια μου είχαν ανοίξει μπροστά – και με ρώτησε αν η κ. Σταμάτη με περιμένει. Του απάντησα αρνητικά και από το ύφος του κατάλαβα πως ήταν έτοιμος να με εκπαραθυρώσει. Του έβαλα στο χέρι ένα ευρώ και του είπα «πιτσιρίκος», κλείνοντας παράλληλα το δεξί μάτι – αυτό το τελευταίο δεν το έκανα επίτηδες, απλά έχω τικ. Το βλέμμα του καρφώθηκε με έκπληξη στο νόμισμα τού ενός ευρώ – για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως κατά λάθος του είχα δώσει τη χρυσή λίρα που μου είχε δώσει η νονά μου, η Μαίρη Λω. Συμπτωματικά, το ευρώ που του έδωσα ήταν το μοναδικό που έλειπε από τη συλλογή του – ήταν αναμνηστικό για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Έτρεξε να με αναγγείλει γεμάτος χαρά, αφού πρώτα με παρέδωσε σε δυο σιαμαίες αδελφές από το Νεπάλ, για να με κουρέψουν, να με χτενίσουν και να μου κάνουν μανικιούρ, πεντικιούρ κι αλέ ρετούρ.

Η πολυτέλεια ήταν εμφανής σε κάθε σημείο του χώρου. Ένα τεράστιο χρυσό γουδί έδινε έναν ανέμελο τόνο στην αίθουσα υποδοχής, ενώ ένα τζουκ μποξ από πορσελάνινα σοκολατάκια πρόδιδε την αγάπη της κυρίας Σταμάτη για την δεκαετία του ’50. Θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση της σκέφτηκα και αισθάνθηκα όλο μου το είναι να πλημμυρίζει από φθόνο. Αν εκείνη τη μέρα που ο εφοπλιστής Βενέδικτος Σταμάτης και η διαπρεπής σοπράνο Νουγκατίνα Σεράνο ήρθαν στο «Παιδομάζωμα», το ορφανοτροφείο του Γεράσιμου Πολύτεκνου, για να υιοθετήσουν ένα παιδάκι, δεν είχα μπει στην καπνοδόχο, ίσως να μη με πέρναγαν για Αφρικανό και να διάλεγαν εμένα, αντί γι’ αυτό το ροδαλό κοριτσάκι με τις μπούκλες που είχε φακίδες ακόμα και στις πατούσες.
.
Τότε δεν με ενόχλησε πολύ, γιατί ήλπιζα πως όλο και κάποιος καινούριος εφοπλιστής θα εμφανιστεί για να με πάρει μακριά απ’ την ορφάνια, μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια. Όταν δυο χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του προγεύματος στο ορφανοτροφείο, διάβασα στη «Wall Street Journal» πως ο Βενέδικτος Σταμάτης έσπασε με τα πλοία του τον ναυτικό αποκλεισμό της Ελβετίας, μεταφέροντας στάχτη και κουκούτσια στους απελπισμένους κατοίκους, κατάλαβα πως αυτή ήταν η ευκαιρία μου και την έχασα - μέσα σε μια νύχτα ο Βενέδικτος Σταμάτης έγινε ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου. Ανθ’ ημών Αλεξάνδρα…

Μπήκα στο πολυτελές γραφείο της και στάθηκα αμήχανα δίπλα σε έναν βαλσαμωμένο αφρικανικό ελέφαντα. Το δεξί μπροστινό του πόδι ήταν σηκωμένο κι από κάτω βρισκόταν ένα βαλσαμωμένο ποντικάκι που έμοιαζε έτοιμο να συνθλιφτεί κάτω από την πατούσα του τεράστιου θηλαστικού. Το μήνυμα προς τους επισκέπτες της κ. Σταμάτη ήταν σαφές... Πάνω στην προβοσκίδα του ελέφαντα ήταν τοποθετημένη μια οδοντιατρική πολυθρόνα. «Κάτσε» μου είπε χωρίς να με κοιτάξει. Ήταν γυρισμένη προς την τζαμαρία και κοιτούσε με προσοχή προς τη θάλασσα. Στο βάθος η ναυμαχία της Σαλαμίνας ήταν σε εξέλιξη – έδινε οδηγίες από το κινητό της σε κάποιον να στοιχηματίσει υπέρ των Μογγόλων του Αγά Χαν. Τα λεφτά πάνε στα λεφτά σκέφτηκα…

Όταν η κ. Σταμάτη αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί μου δεν έχασε χρόνο. «Πάλι δανεικά θέλεις;» «Όχι, το επίδομα της Πρόνοιας είναι αρκετό» «Τι θέλεις λοιπόν;». Ξεροκατάπια και μάζεψα όλο το θάρρος μου. «Έμαθα πως σήμερα κυκλοφορεί το βιβλίο σου» «Κι εσένα τι σε νοιάζει;» «Θα ήθελα να μου δώσεις ένα αυτόγραφο, για να πουλήσω το αντίτυπο, αντί ενός μυθικού ποσού, και να φτιάξω επιτέλους κι εγώ τη ζωή μου». Η έκφρασή της έγινε πιο μαλακή και στιγμιαία μπόρεσα να αναγνωρίσω στο πρόσωπό της το γλυκό τετράχρονο κοριτσάκι που με κάρφωνε στους υπαλλήλους του ορφανοτροφείου όταν απαλλοτρίωνα τις εισπράξεις από τις πωλήσεις βρεφών.

Βγήκα στο δρόμο, κρατώντας σφιχτά το βιβλίο στα χέρια. Ήξερα πως απ’ αυτή τη στιγμή και μετά η ζωή μου δεν θα ήταν πια ποτέ η ίδια…



Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σταμάτη «Το Χημείο του Παρακράτους», μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μαραθιά. Η Αλεξάνδρα είναι ένα γλυκό κορίτσι που έχει όλα τα χρώματα της άνοιξης και στις μικρές καθημερινές ιστορίες της περιγράφει την πραγματικότητά της με έναν απλό κι ανεπιτήδευτο τρόπο. Η Αλεξάνδρα μου θυμίζει τον ήρωα στο βιβλίο «Ο φύλακας στη σίκαλη».

Αυτό το καλοκαίρι θα διαβάσω όλα τα βιβλία που κυκλοφόρησαν ή θα κυκλοφορήσουν από Έλληνες bloggers – είναι τα καλύτερά μου. Φυσικά δεν είμαι αντικειμενικός, αλλά δεν γουστάρω με τίποτα τους αντικειμενικούς – τους είδαμε κι αυτούς εξάλλου. Είμαι και θα συνεχίσω να είμαι βαθύτατα υποκειμενικός. Είναι πολύ εύκολο όταν δεν έχεις αφεντικά.

«Οι bloggers γράφουν μόνο για το κέφι τους» έγραψε πρόσφατα ο σημαντικότερος – κατ’ εμέ – βιβλιοκριτικός της χώρας. Ελπίζω κάποια στιγμή να βρουν το κέφι τους και οι υπόλοιποι.