Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006

Η Γέρμα στο Ναυτικό



Χειμώνας βαρύς, κρύο πολύ, εκείνο το βράδυ που δεν θυμάμαι αν έβρεχε ή αν είχε βγει το φεγγάρι. Περπατούσα γρήγορα προς τα μαγειρεία, με τον επενδύτη κουμπωμένο ως απάνω και τα χέρια στις τσέπες. Δεν υπήρχε άνθρωπος έξω. Λίγο πριν πάρω την μικρή ανηφόρα προς τα μαγειρεία, κάποιος φάνηκε να περπατά προς το μέρος μου. Όταν έφτασε δίπλα μου, σταμάτησε.

«Συγνώμη, μήπως ξέρετε που είναι το ΚΨΜ;»
«Στα εκατό μέτρα, στο δεξί σας χέρι»
«Ευχαριστώ»
«Παρακαλώ»

Περπάτησα καμιά δεκαριά μέτρα και κοντοστάθηκα. Δίπλα μου, λίγο πριν, είχε σταματήσει μια γυναίκα. Μια γυναίκα με πολιτικά. Μια όμορφη νέα γυναίκα. Τι δουλειά είχε στο Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσύλλεκτων του Πολεμικού Ναυτικού λίγο πριν το σιωπητήριο;

«Το βράδυ όλοι στον κινηματογράφο. Θα παρακολουθήσετε μια θεατρική παράσταση. Κοιτάξτε να είστε κόσμιοι». Ο νεαρός υπαξιωματικός έλυσε την επόμενη μέρα την απορία μου. Μετά από τον καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου που μας εξήγησε τις ελληνοτουρκικές διαφορές -ενώ εμείς του πετούσαμε σαΐτες- και καμιά δεκαριά αμερικάνικες ταινίες με τον Σβαρτσενέγκερ να εξολοθρεύει το σύμπαν όλο, έφτασε και η ώρα του θεάτρου.

«Ποιο έργο θα παίξουν;»
«Ένα…δεν θυμάμαι τώρα…»

Δεν ξέρω ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να παίξουν τη «Γέρμα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μπροστά σε 300 καυλοπυρέσσοντες ναύτες. Ήμασταν εκεί γύρω στις 25 μέρες και αρκετοί είχαν αρχίσει ήδη να λαλούν.

Το βράδυ ο κινηματογράφος ήταν κατάμεστος. Οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί κάθονταν στις δυο πρώτες σειρές. Από το ντουμάνι δεν έβλεπες τη μύτη σου κι έτσι αναγκάστηκαν να ανοίξουν τις πόρτες για να φεύγει η κάπνα. Για να απαγορευτεί το κάπνισμα ούτε κουβέντα βέβαια – θα είχαμε μαζικές κρίσεις επιληψίας.

Όσοι κάθονταν στις πλαϊνές θέσεις, μπορούσαν να δουν τους ηθοποιούς που άλλαζαν στα «παρασκήνια» - όλοι προσπαθούσαν να πάρουν μάτι τις ηθοποιούς. Ένας αξιωματικός ανέβηκε στη σκηνή και είπε κάτι για τη σημασία του θεάτρου στη ζωή μας, χωρίς να πείσει κανέναν βέβαια, γιατί ήταν ολοφάνερο πως η παιδεία του άρχιζε και τελείωνε στην Κατερίνα Στανίση. Φυσικά τον αποθεώσαμε όλοι. Κάθισε στη θέση του και χειροκροτούσαμε ακόμα. Μετά από δυο λεπτά χειροκροτημάτων σηκώθηκε νευριασμένος, πέταξε μερικές χριστοπαναγίες και σταματήσαμε.

Το πανηγύρι ξεκίνησε μόλις ο ηχολήπτης ανακοίνωσε τα ονόματα των ηθοποιών.

«Μαρία Βενέτη!». Ο κινηματογράφος σείστηκε από τα χειροκροτήματα και τις ιαχές, ενώ όλοι οι ναύτες πετούσαν τα καπέλα τους στον αέρα. «Τζένη Παπαδοπούλου!». Το απόλυτο χάος – νόμιζες πως ήσουν στη Λεωφόρο, όταν ο Παναθηναϊκός πήρε την πρόκριση για το Ουέμπλεϊ. «Πέτρος Βαμβακάς!» «Ουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ!». Τέτοιο γιουχάισμα δεν έχω ακούσει ούτε στο Παλέ ντε Σπορ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν έμπαινε η ομάδα του Ολυμπιακού για να αντιμετωπίσει τον ΠΑΟΚ. Στο άκουσμα κάθε γυναικείου ονόματος ο κινηματογράφος σηκωνόταν στο πόδι και στην αναγγελία κάθε άνδρα ηθοποιού οι αποδοκιμασίες κόντευαν να γκρεμίσουν το κτίριο. Μάταια οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να βάλουν μια τάξη.

Η παράσταση ξεκίνησε. Στην αρχή κύλησε σχετικά ήρεμα, αν εξαιρέσεις, βέβαια, το γεγονός πως κάθε φορά που οι ηθοποιοί, οι οποίες υποδύονταν τις πλύστρες, έσκυβαν προς τα μπρος, όλοι οι ναύτες σηκώνονταν όρθιοι για να δουν το μπούστο τους. Τα προβλήματα άρχισαν, όταν οι «θεατές» αντιλήφθησαν ότι το πρόβλημα της Γέρμας ήταν πως δεν μπορούσε να κάνει παιδί. Αμέσως και χωρίς πολλά-πολλά ενοχοποίησαν γι’ αυτό τον σύζυγό της, τον Χουάν, αντιπαρήλθαν το γεγονός πως η Γέρμα ήταν στείρα («Γέρμα» στα ισπανικά σημαίνει «στείρα») και σε μια ομαδική έκρηξη ανδρισμού ανέλαβαν να αλλάξουν τη ροή του έργου.

«Έλα μωρό μου να σου κάνω ένα παιδάκι!», «Άσε αυτόν τον άχρηστο μανάρα μου κι έλα στον Μπάμπη!», «Έχω τρία παιδιά και δυο μάστερ – εγώ θα λύσω το πρόβλημά σου!» και διάφορα άλλα …γκαστρωτικά σχόλια εκτοξεύονταν πανταχόθεν, ενώ οι ηθοποιοί έπαιζαν σα να μη τρέχει τίποτα και οι αξιωματικοί φώναζαν να κάνουμε ησυχία χωρίς να τους δίνει σημασία κανείς.

Κάποια στιγμή επήλθε ηρεμία -μιας και η Γέρμα δεν ενέδιδε στις προσκλήσεις του κοινού για τεκνοποίηση - και η παράσταση έμοιαζε να συνεχίζεται κανονικά. Σε ένα σημείο του έργου, η Γέρμα ή κάποια άλλη γυναίκα (δεν το θυμάμαι) φέρνει το ένα της χέρι στο μέτωπό της και λέει δείχνοντας τον ορίζοντα : «Τι βλέπω, οι βοσκοί πήραν τα πρόβατα και κατεβαίνουν από τα χειμαδιά!». Τότε σηκώνεται ο διπλανός μου – ο Μάκης Καπετάνιος με τ’ όνομα – και γυρνώντας προς τα εκεί που έδειχνε η ηθοποιός λέει φυσικότατα και με τρανταχτή φωνή : «Ποιοι βοσκοί καλέ; Η αγγαρεία από τα μαγειρεία είναι!».

Όντως, η ηθοποιός έδειχνε προς το μέρος των παιδιών που έπλεναν τους δίσκους μέσα στις γούρνες. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές και ακριβώς απέναντι από τη σκηνή ήταν τα μαγειρεία. Τέτοια ουρανομήκη χάχανα δεν έχω ξανακούσει στη ζωή μου. Γελούσαν όλοι. Και οι ηθοποιοί και οι αξιωματικοί.

Με τα πολλά η παράσταση συνεχίστηκε και φυσικά η Γέρμα στραγγάλισε τον Χουάν, εν μέσω επευφημιών και πρωτοφανούς αποθέωσης, μιας και το κοινό έδωσε μια νέα ερμηνεία στο έργο του Λόρκα, θεωρώντας πως ο Χουάν είναι ανίκανος και ντροπιάζει το ανδρικό φύλο.

Μετά το τέλος της παράστασης, άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά την πρωταγωνίστρια να λέει πως ήμασταν το χειρότερο κοινό που συνάντησαν στην περιοδεία τους στα στρατόπεδα της χώρας. Για κάποιο περίεργο λόγο δεν αισθάνθηκα καθόλου προσβεβλημένος.

Το επόμενο βράδυ παρακολουθήσαμε συναυλία με λαϊκά τραγούδια. Τραγουδήσαμε, χορέψαμε και σε γενικές γραμμές ήμασταν κόσμιοι - ο Ζαμπέτας ταίριαζε καλύτερα στην περίσταση.




Για την Α., τον Ν. και τον Δ. Ξέχασα να σας πω αυτήν την ιστορία χτες το βράδυ, αλλά αυτά είναι τα καλά του blog – την γράφω εδώ, την διαβάζετε και είναι σαν να σας την είπα. Επί τη ευκαιρία, σας ευχαριστώ – πέρασα υπέροχα.