Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006
«Σε σας μιλάω, προλετάριοι…»
"Αναμφισβήτητα, σε ό,τι αφορά την πιο συγκλονιστική είδηση από τον Τύπο και την τηλεόραση μέσα στο 2006 πρέπει να είναι η αποτυχία της Βίσση στη Γιουροβίζιον και το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας.
Τα μαντάτα δυσάρεστα. Ο Ροναλντίνιο παρουσιάστηκε κουρασμένος και η Βραζιλία δεν έφτασε στον τελικό. Τα γαμωσταυρίδια που έριξε ο μπαμπάς δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Είχε πουλήσει το εξοχικό μας στην Ακράτα κι έπαιξε όλα τα λεφτά στο Στοίχημα. Στον τελικό πήγε να ρεφάρει – πούλησε το πατρικό του στην Αμάρυνθο και στοιχημάτισε υπέρ της Γαλλίας. Δεν περίμενε το εφιαλτικό σενάριο της αποβολής του Ζιντάν. Όταν ο Καναβάρο σήκωσε το κύπελλο, κατάλαβα τι σημαίνει παραβατικότητα και πέναλτι. Αναρωτήθηκα μάλιστα πως θα είχε εξελιχθεί ο τελικός αν ο Κολάροφ και ο Δημητρόφ δεν είχαν συλληφθεί από την ακτοφυλακή της Ρουμανίας και είχαν καταφέρει να πάνε στο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Πάντως, με τις μαλακίες του μπαμπά, έχασα όλη την κληρονομιά.
Κι εμείς τα παιδιά τι φταίμε για όλα αυτά; Από εσάς τους μεγάλους ξεκίνησε το πρόβλημα! Η Νέα Οικονομική Πολιτική του Μπουχάριν απογείωσε τους δείκτες χρήσης και κατανάλωσης αγαθών στη Σοβιετική Ένωση. Αν δεν εφάρμοζε ο Στάλιν την αναγκαστική αγροτική κολεκτιβοποίηση, μπορεί ο Ματεράτσι να είχε γίνει χορευτής κλασικού μπαλέτου και ο Ζιντάν να σήκωνε το κύπελλο.
Ναι, σε σας μιλάω! Κουφοί είστε; Γιατί δεν απαντάτε; Α, ξέχασα πως τα γραπτά δεν ακούγονται!
Δεν γεννιέται κανείς έτσι ξαφνικά μαλάκας. Στην πορεία γίνεται. Όχι δηλαδή για να μη νομίζετε πως μας χτύπησε καμιά ίωση μαλακίας.
Εσείς την εισάγατε τη μαλακία – γιατί δεν κλείνατε τα σύνορα να γίνουμε Κούβα να μη μπορεί να μπει μέσα; Την εισάγατε μαζί με τις ακριβές μπανάνες και τα τίμπερλαντ. Μαζί με τους υπολογιστές – αυτά τα μηχανήματα του διαβόλου. Τέλος, μαζί με την αλλοδαπή ανεκπαίδευτη καμαριέρα. Πολύ προβληματική αυτή η καμαριέρα. Ποτέ δεν πετυχαίνει τον καφέ όπως τον πίνω, ενώ τώρα τελευταία που έχω κάτι χοντρές σηκωμάρες, δεν κάθεται με τίποτα να την πηδήξω. Τι την πληρώνεις την καριόλα ρε πατέρα;
Θα σας θέσω κάποιες ερωτήσεις κι αν έχετε αρχίδια, απαντήστε μου.
Πείτε μου, αν έχετε τον Θεό σας, πότε καθίσαμε στον καναπέ με τις ώρες σαν τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας»; Πότε ακούσατε τους προβληματισμούς μας; Για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τα μεταλλαγμένα τρόφιμα, την τρύπα του όζοντος; Για τα καυλόσπυρα, τα αφροδίσια νοσήματα, την πρόωρη εκσπερμάτιση, τους πολλαπλούς οργασμούς;
Πότε καθίσαμε στον καναπέ να μιλήσουμε για τις μαύρες τρύπες του Διαστήματος; Έστω, για τη Νανοτεχνολογία!
Πότε τρέξαμε στη φύση όπως ο Λάκης Κομνηνός και η Έλενα Ναθαναήλ;
Αφήστε, εγώ θα σας πω, γιατί από τζαζεμένο παιδί μαθαίνεις την αλήθεια!
Ποτέ! Με ακούτε; Ποτέ! Κάποτε όμως γινόνταν αυτά τα πράγματα. Στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν θαλάσσιος ελέφαντας και τα θυμάμαι. Ξέρετε πότε γίνονταν; Τότε που οι άνθρωποι ήταν φτωχοί αλλά τίμιοι. Μπορεί να έκαναν το σκατό τους παξιμάδι και να βρώμαγε το χνώτο τους από την πείνα, αλλά αράζανε στους δεκάδες καναπέδες που είχαν και συζητούσαν με τα παιδιά τους για την Αστροφυσική.
Μπορεί να μην είχατε να φάτε αλλά ξέρατε τ’ αστέρια και τους γαλαξίες απέξω κι ανακατωτά.
Σήμερα εγκλωβίσατε το υποκείμενο στην οριακή υπερβατική εμπειρία. Αδιαφορήσατε για τη διαλεκτική και προσχωρήσατε αδιαμαρτύρητα στην υλικότητα, διατηρώντας μια εξωτερική σχέση με την Ιστορία, επειδή θεωρήσατε πως ο ιδιωτικοποιημένος άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει στο φαντασιακό του με μια ψυχή που έχει χάσει τα κοινωνικά της θεμέλια. (Τα γράφω έτσι απλά για να με καταλαβαίνετε όλοι.)
Τώρα έχετε άλλες ανάγκες. Και να οι κουρσάρες και τα Armani. Και να τα χρέη και οι υπερδανεισμοί. Και να οι κοκότες πολυτελείας και οι ζιγκολό. Οι παρτούζες και τα τσιμπουκώματα. Τα τραβεστί και οι κωλομπαράδες.
Ψέματα λέω; Αν λέω, να με κάψει ο Θεός! Κάτσε, έχω καλύτερο όρκο. Αν λέω ψέματα, να μη σώσω να ξαναδιαβάσω την «Ελευθεροτυπία»!
Αλήθεια δεν είναι πως όπου σταθείτε κι όπου βρεθείτε μιλάτε για λεφτά, ναρκωτικά και γκόμενες; Κι όλ’ αυτά μπροστά μας! Να καυλώνουμε με τις περιγραφές των Ρωσίδων αλλά να μη μας δίνετε μεζέ! Να γουστάρουμε μια γραμμή κόκα για να στανιάρουμε και να μας αφήνετε πάντα στεγνούς! Γιατί δεν μιλάτε μπροστά μας για θέματα που μπορούμε να συζητήσουμε κι εμείς; Γιατί δεν μιλάτε για την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού; Γιατί δεν μιλάτε για τις εφημερίδες που κατάντησαν χωματερές συνειδήσεων;
Αχ άρρωστοι γονείς, που κατοικείτε στην ελληνόφωνη μπανανία βυθισμένοι στη λήθη! Αχ, γονείς λωτοφάγοι, μνηστήρες της Πηνελόπης, Σπαρτιάτες χωρίς ασπίδα, Αργοναύτες χωρίς δέρας, βούρδουλας που σας χρειάζεται. Πέστε μου, για να μην πάρω ανάποδες και σας γαμήσω τα πρέκια, πότε καθίσαμε ήρεμα στα γόνατά σας, έτσι για να γνωριστούμε καλύτερα και να μας διαβάσετε ένα βιβλίο του Ντεριντά, του Μπαρτ, έναν Φουκώ βρε αδερφέ; Ένα παραμύθι όπως αυτά που διάβαζε η γιαγιά σας σε σας – την «Ποιητική» του Αριστοτέλη, για παράδειγμα. Ποτέ, ναι ποτέ! Μας ακούτε μουνόπανα; Ποτέ!
Μας εκπαιδεύσατε να ζούμε σ’ έναν ακαλαίσθητο και αντιπνευματικό κόσμο με φρικτή αισθητική. Αλλά τώρα που ήρθε η ώρα να μας κοιτάξετε στα μάτια κάνετε πως δεν μας ξέρετε.
Για τ’ όνομα του Θεού, τόσος εγωισμός πια; Που είναι οι ευαισθησίες σας μα τον Άγιο Δημήτρη; Που είναι η στοργή σας μα τον Άγιο Γιώργη; Που είναι η αγάπη σας μα την Αγία Αθανασία;"
(Πιτσιρίκο αν δεν το δημοσιεύσεις, θα σου γαμήσω την Παναγία!)
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
13 ετών, δυο μηνών και πέντε ημερών
Μαθητής Α΄ τάξη Γυμνασίου Πυρηνικής Φυσικής
Χάρβαρντ
Ο πιτσιρίκος αφιερώνει το κύριο θέμα του σε μια γνήσια και τολμηρή φωνή ενός παιδιού, γιατί είναι απάντηση σε πολλά από τα ερωτήματα που έχουν προκύψει αυτές τις μέρες γύρω κυρίως από τη λέξη «μαλακία».
Αγαπητές αναγνώστριες, έλαβα την επιστολή του μικρού Σεραφείμ πριν από δέκα μέρες. Δεν τολμούσα να τη δημοσιεύσω μέχρι που είδα το καταπληκτικό πρωτοσέλιδο της «Ελευθεροτυπίας». Αποφάσισα κι εγώ με τη σειρά μου να μιμηθώ την καλή εφημερίδα και να δώσω το λόγο στα παιδιά. Τέτοια παιδιά αποδεικνύουν πόσο δίκιο έχει η κυβέρνηση όταν υποστηρίζει πως διαθέτουμε σπουδαία Παιδεία.