Την Παρασκευή 17 Νοεμβρίου το απόγευμα, συνάντησα στην Ομόνοια την Αλεξάνδρα, την Αμάντα, τη Μάγκι, την Μπλανς και τον Στάνλεϊ. Παρεισφρήσαμε στο μπλοκ των ασφαλιτών που συμμετείχαν στην πορεία του Πολυτεχνείου και, όταν φτάσαμε στην πλατεία Μαβίλη, βάλαμε σε εφαρμογή το σχέδιο «Ιπτάμενα Μπουκέτα»: τσακίσαμε στο ξύλο έξι διμοιρίες των ΜΑΤ και 80 ασφαλίτες. Όλα πήγαν σύμφωνα με το πρόγραμμα. Στη συνέχεια, βάλαμε σε εφαρμογή το σχέδιο διαφυγής «Τριαντάφυλλο στο Στήθος».
Φύγαμε όλοι προς διαφορετικές κατευθύνσεις και συναντηθήκαμε έξω από το Θέατρο Τέχνης στην Πλάκα, για να παρακολουθήσουμε το «Τριαντάφυλλο στο Στήθος» του Τέννεσση Ουίλιαμς.
Μπήκαμε στο φουαγιέ του θεάτρου και προσποιηθήκαμε τους θεατρόφιλους. Όταν μπαίνεις σε φουαγιέ θεάτρου στην Ελλάδα, είναι σαν να μπαίνεις σε γυναικωνίτη. Σε μοναστήρι με μοναχές! Κακώς διαμαρτύρονται κάποιες φεμινίστριες για το άβατον του Αγίου Όρους. Το Άγιον Όρος είναι άβατον για τις γυναίκες και τα θέατρα άβατον για τους άντρες. Σε λίγα χρόνια θα μπαίνουμε μεταμφιεσμένοι.
Εγώ μπαίνω πάντα διστακτικά στο φουαγιέ, γιατί φοβάμαι μη με πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. Έχω κι αυτή την κοψιά λογιστή, και νομίζουν όλες πως είμαι εφοριακός. Οι πιο πυρωμένες με περνάνε για ταμία τραπέζης – σαν τον Χορν στο «Μια ζωή την έχουμε»– και με ζαχαρώνουν, αν και δεν μοιάζουν πολύ στην Υβόν Σανσόν. Από την άλλη, εγώ κι ο Χορν είμαστε ίδιοι.
Τις πλησιάζω με το ακαταμάχητο στιλ μου και τους λέω: «Αν μπορούσες, Μπιμπί, να πατήσεις ένα κουμπί εδώ και να πεθάνουν δέκα χιλιάδες Μανδαρίνοι στην μακρινή Κίνα, θα το έκανες;» Μάλλον δεν έχουν δει την ταινία, γιατί το βάζουν στα πόδια – ίσως, πάλι, να φταίει το γεγονός πως έχω βρομερή αναπνοή.
Άρχισαν να βαράνε τα κουδούνια, οπότε πήγαμε και παλουκωθήκαμε στις θέσεις μας. Το θέατρο ήταν γεμάτο – ήταν διακόσιες σαράντα γυναίκες και ήμασταν τέσσερις άνδρες. Παρ’ όλα αυτά μάς σεβάστηκαν.
Στο έργο, η Σεραφίνα Ντέλλε Ρόζε (Αθηνά Τσιλύρα) χάνει τον άντρα της που ήταν φορτηγατζής και είχε το κακό συνήθειο να μεταφέρει φορτία με μπανάνες που από κάτω είχαν ναρκωτικά. Η πληθωρική Σεραφίνα το ρίχνει στην ασκητική, τις προσευχές και τα κρύα ντους, ενώ, παράλληλα, επιβάλλει στη δεκαπεντάχρονη κόρη της Ρόζα (Μαρίνα Καλογήρου) να μένει μακριά από τ’ αγόρια που –όπως είδαμε και πρόσφατα με τα γεγονότα της Αμαρύνθου– δεν έχουν τίποτε άλλο στο μυαλό τους από το σεξ.
Η Ρόζα πάει και γνωρίζει έναν ναύτη, τον Τζάκ Χάντερ (Γιώργος Χρανιώτης), αλλά η μαμά της τον ορκίζει στην Παναγία πως δεν θα κουτουπώσει την κόρη της. Αυτός τηρεί τον όρκο του· και πολύ καλά κάνει, γιατί η Μαρίνα Καλογήρου είναι ένα θείο πλάσμα και –αν προσπαθούσε να τη βατέψει– δεν ξέρω τι θα έκανε η μάνα της, αλλά εγώ θα ανέβαινα στη σκηνή και θα τον σάπιζα στο ξύλο. Ευτυχώς, ο παλιο-Τέννεσση διατηρεί την παρθενία της κόρης στο σενάριο, κι έτσι δεν χρειάστηκε να επέμβω.
Η Σεραφίνα –που από την αγαμία έχει λαλήσει– γνωρίζει έναν άλλο φορτηγατζή, που κι αυτός μεταφέρει μπανάνες. Τελικά, αυτό το έργο δεν έπρεπε να λέγεται «Τριαντάφυλλο στο Στήθος» αλλά «Μπανάνες στο Φορτηγό». Ο Αλβάρο Μαντζακαβάλλο (Γιώργος Καραμίχος) παθαίνει πλάκα με τη Σεραφίνα και θέλει να την κρεβατώσει – με το δίκιο του ο άνθρωπος, γιατί η Αθηνά Τσιλύρα είναι φοβερός γύναικος.
Η κ. Τσιλύρα έμεινε δώδεκα χρόνια μακριά από το θέατρο για να αφοσιωθεί στην οικογένειά της, και αυτό τής έκανε πολύ καλό – επέστρεψε γυναικάρα και άψογη ηθοποιός. Βλέποντάς την, αποφάσισα πως όλες οι ηθοποιοί μετά τη δραματική σχολή πρέπει να γεννάνε κανα δυο κουτσουβελάκια, να τα μεγαλώνουν λίγο και μετά να επιστρέφουν στο θέατρο, ζουμερές και ώριμες. Στους άντρες ηθοποιούς θα πρέπει να επιβληθεί να δουλεύουν υποχρεωτικά καμιά δεκαετία οικοδομή ή να μπαρκάρουν σε γκαζάδικο, γιατί –αν και οι περισσότεροι είναι σπουδαίοι– είναι όλοι σαν φλώροι.
Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, η Σεραφίνα αντιστέκεται στις επιθυμίες της σάρκας, αλλά τελικά υποκύπτει όταν μαθαίνει πως ο συχωρεμένος ο άντρας της την κεράτωνε με την Εστέλλα Χόχενγκάρντεν (Θεοδώρα Σιάρκου). Εδώ θέλω να διαμαρτυρηθώ γιατί η Θεοδώρα είναι φίλη μου –για την ακρίβεια, έχουμε φάει τα σκατά μας μαζί–, και ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν θα τα έμπλεκε η Θεοδώρα με έναν παντρεμένο φορτηγατζή που κουβαλάει μπανάνες – τις σιχαίνεται τις μπανάνες.
Η παράσταση είναι εκπληκτική. Η σκηνοθεσία της κ. Έστερ Αντρέ Γκονζάλες την απογειώνει – το ελληνικό θέατρο χρειάζεται περισσότερους σκηνοθέτες από το Μεξικό. Η μετάφραση του κ. Μπελιέ είναι καλύτερη απ’ αυτήν του κ. Πλωρίτη· αυτό το έγραψα για να κάνω εντύπωση – δεν γνωρίζω τη μετάφραση του κ. Πλωρίτη, αλλά ο κ. Πλωρίτης έχει χιούμορ και δεν θα παρεξηγηθεί.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια του κ. Κωνσταντέλλου, οι φωτισμοί του κ. Μπέλλη και η μουσική του κ. Ζαρακά υπηρετούν και υποστηρίζουν σωστά την παράσταση.
Η κ. Τσιλύρα είναι μια από τις πιο ωραιότερες γυναίκες του ελληνικού θεάτρου. Δεν υποδύεται τη Σεραφίνα – είναι η Σεραφίνα. Η κ. Καλογήρου είναι ένα από τα πιο ερωτεύσιμα πλάσματα που έχω δει στη ζωή μου. Ο Τζακ Χάντερ λέει στη Ρόζα «Πώς μπόρεσες να κόψεις τις φλέβες σου για μένα; Εγώ είμαι ένα τίποτα.», και αυτή τού απαντά: «Καθένας μας είναι ένα τίποτα, μέχρι να βρεθεί κάποιος να τον αγαπήσει.» Αποκλείεται να έχει προφέρει άλλη ηθοποιός αυτή τη φράση με τον θείο τρόπο της κ. Καλογήρου.
Ο κ. Καραμίχος και ο κ. Χρανιώτης είναι δυο από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς τους. Τα κορίτσια της παρέας δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποιος από τους δυο τούς άρεσε πιο πολύ. Ευτυχώς που οι δυο ηθοποιοί φυγαδεύονται μέσα από τους υπονόμους μετά το τέλος της παράστασης, κι έτσι αναγκάστηκαν να περιοριστούν σ’ εμάς.
Η κ. Αλίκη Αλεξανδράκη, η κ. Μαργαρίτα Βαρλάμου, η κ. Μαρίνα Γαζεττά, η κ. Κατερίνα Κουγιουμτζή, η κ. Μαίρη Νάνου, η κ. Κωνσταντίνα Τάκαλου κρατούν τους δεύτερους ρόλους, αλλά είναι όλες πρωταγωνίστριες. Η κ. Θεοδώρα Σιάρκου είναι φίλη μου.
Ο κ. Θόδωρος Μπογιατζής είναι εκπληκτικός στον ρόλο του καθολικού ιερέα. Ο κ. Γιάννης Φίλιας κρατάει το ρόλο του πραματευτή και κλέβει την παράσταση. Θέλω να τον ευχαριστήσω που με άφησε ένα άλλο βράδυ να μπω στο φουαγιέ την ώρα της παράστασης και να ακούσω ξανά την κ. Καλογήρου να λέει «Μάμα…Μάμα…», και μετά «Μάμα, δεν με άγγιξε – μόνο έλεγε “que bella!”». Η κ. Καλογήρου υποδύεται στην τηλεόραση την Έλλη Λαμπέτη, αλλά ίσως στο μέλλον η απάντηση στην ερώτηση «ποια είναι η Έλλη Λαμπέτη;» να είναι «εκείνη που την υποδυόταν η Μαρίνα Καλογήρου».
Μη χάσετε αυτήν την παράσταση. Αν συμμετείχε σε αυτήν και η κ. Μαρία Ναυπλιώτου, εγώ δεν θα είχα λόγο να ξαναπάω φέτος στο θέατρο.
Αγαπητές αναγνώστριες, αυτό το κείμενο γράφτηκε για τη
LiFO