Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Ανθ' ημών η αγάπη



Τον παππού δεν τον γνώρισα. Ούτε ο μπαμπάς τον γνώρισε – πέθανε πριν καλά καλά γίνει ενός έτους. Υπήρχε μόνο μια φωτογραφία του - στο σπίτι της θείας Αγγέλικας. Απ’ αυτές τις ρετουσαρισμένες. Μάλλον τον κολάκευε πολύ γιατί τα παιδιά του δεν ήταν και ιδιαίτερα όμορφα – με εξαίρεση τον μπαμπά που ήταν κούκλος και γόης.

Δεν μιλούσαμε ποτέ γι’ αυτόν στο σπίτι. Άλλωστε, κανείς δεν τον είχε γνωρίσει. Μόνο η μαμά τον ανέφερε κάποιες φορές, όταν ο μπαμπάς γινόταν άδικος μαζί μας. «Μην τον κατηγορείτε. Αυτός δεν γνώρισε πατέρα και δεν ξέρει πώς να φερθεί».

Τον δικό της πατέρα τον γνώρισα γιατί πέθανε 99 ετών. Ήταν ένας ψηλός άνδρας με πυκνά κάτασπρα μαλλιά και μικρά γαλανά μάτια. Ήταν εντελώς αναίσθητος – γι’ αυτό έζησε τόσο πολύ. Έλεγε στα παιδιά του «Τι είστε μπρε; Για κέφι πράμα είστε!» - πολύ αντιπαιδαγωγικός χαρακτήρας.

Όταν πέθανε ήμουν έξι ετών. Τα είχε εντελώς χαμένα. Θυμάμαι που νόμιζε πως έχει τρία χέρια και γελούσαμε με τον ξάδερφό μου – τον φοβόμασταν και λίγο, δεν πηγαίναμε κοντά του. Έκλινε συνέχεια αρχαία ρήματα – τα θυμόταν όλα απέξω. Φημί, φης, φησίν, φαμέν, φατέ φασίν. Οίδα, οίσθα, οίδε, ίσμεν, ίστε, ίσασι. Γινόταν καλή δουλειά στα σχολεία των χαμένων πατρίδων.

Τις γιαγιάδες τις γνώρισα κάπως καλύτερα. Η μητέρα του μπαμπά ήταν μια ροδαλή καλοθρεμμένη γυναίκα. Ακόμα και σήμερα, στη Ζάκυνθο, πολλοί θυμούνται πόσο όμορφη ήταν – οι παλαιοί πάντα έχουν έναν καλό λόγο γι΄ αυτήν. Πέθανε όταν ήμουν οκτώ ετών. Δεν θα είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία αλλά ήταν η πρώτη φορά που είδα τον μπαμπά να κλαίει – η πρώτη και μοναδική μέχρι που έπαθε το εγκεφαλικό. Είχα πάθει σοκ – όχι για τη γιαγιά, για τον μπαμπά. Είχε πρηστεί ολόκληρος και ήταν κατακόκκινος – κόντεψαν να τον πάνε στο νοσοκομείο. Νομίζω πως είχε έρθει ένας γιατρός και του έδωσε χάπια.

Της είχε και του είχε μεγάλη αδυναμία – ήταν το στερνοπούλι της. Το αγαπημένο του τραγούδι ήταν το «Βράχο, βράχο τον καημό μου». Πάντα, όταν το άκουγε, αναστέναζε – εμείς ξέραμε γιατί και δεν μιλούσαμε ποτέ. Είχε παράπονο από μένα που δεν πλησίαζα τη μάνα του. «Γιατί δεν πας κοντά στη γιαγιά σου;». Μια μέρα δεν κρατήθηκα και το είπα: «Τα βρακιά της είναι μεγάλα!». Όσοι ήταν μπροστά ξέσπασαν σε γέλια – και η γιαγιά. Ειλικρινά, έβλεπα τα βρακιά της απλωμένα στο σύρμα και τρόμαζα. Ήταν τεράστια μπροστά σε αυτά της άλλης μου γιαγιάς. Της γιαγιάς Σοφίας.

Η γιαγιά η Σοφία ήταν ένας άγγελος και μύριζε πολύ όμορφα. Γέννησε δέκα παιδιά αλλά είδε μόνο τα τέσσερα να μεγαλώνουν. Ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτα. Έζησε με έναν άνδρα σατράπη αλλά τα κατάφερνε πάντα – μόνη της. Για εμάς τα παιδιά ήταν ευλογία – πάντα μας έφτιαχνε τυρόπιτες και λουκουμάδες.

Όταν έδινα Πανελλαδικές ήταν στην Αθήνα. Μια μέρα πριν τις εξετάσεις έκανα σαράντα πυρετό. Ο γιατρός είπε πως ήταν από το άγχος. Ήμουν σε άθλια κατάσταση και ο πυρετός δεν έπεφτε με τίποτα. Το βράδυ, η μαμά και η γιαγιά, μην ξέροντας τι άλλο να κάνουν, ξάπλωσαν μαζί μου στο κρεβάτι και κόλλησαν πάνω μου- από τη μια η μαμά, από την άλλη η γιαγιά. Έριξαν και δυο κουβέρτες από πάνω – Ιούνη μήνα, έσκαγε ο τζίτζικας – αλλά ο πυρετός δεν υποχωρούσε. Κάποια στιγμή, η γιαγιά άρχισε να τραγουδάει στα τούρκικα. Ήμουν του θανατά αλλά κόντεψα να λιποθυμήσω από τα γέλια. Όσο γελούσα, τόσο τραγουδούσε. Το πρωί δεν είχα πυρετό. Πήγα και έγραψα. Έσκισα.


Χρόνια αργότερα, σε μια άσχημη εποχή για μένα, αποφάσισα να πάω να τη δω. Στη Μακεδονία, στο πατρικό σπίτι της μαμάς. Έμενε μόνη της. Τα τελευταία χρόνια δεν κατέβαινε στην Αθήνα – ήθελε τη μοναξιά της. Χάρηκε πολύ που πήγα – «είναι το μοναδικό εγγόνι μου που το έκανε αυτό» έλεγε σε όλους. Μου παραχώρησε το κρεβάτι της – ήταν αδύνατο να τη μεταπείσω – και μετακόμισε σε ένα ντιβάνι στην κουζίνα.

Τα περνούσαμε πολύ φίνα. Της έλυνα τα μαλλιά και τη χτένιζα με τις ώρες. Είχε κάτασπρα μαλλιά – ακόμα και σε φωτογραφίες που ήταν πολύ νεότερη τα μαλλιά της ήταν άσπρα. Της έβαζα τζελ και την έκανα πανκ αλλά δεν την πείραζε – της έφερνα μετά τον καθρέφτη και γελούσε σαν μικρό παιδί. Ύστερα μαγείρευε και ξεκοιλιαζόμασταν στη μάσα.

Της είχαμε χαρίσει μια μάινα. Είχε κατέβει στην Αθήνα και η μάινα που είχαμε στο σπίτι έμαθε να λέει «γιαγιά-γιαγιά». Όταν έφυγε, την πήρε μαζί της. Η μάινα όμως είχε παρακολουθήσει από την τηλεόραση όλο το Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά και είχε μεγάλο έρωτα με τον Μένιο Κουτσόγιωργα. Από τα χαράματα ξεκινούσε. «Μένιο! Έλα Μένιο!». Ο Μένιος είχε συγχωρεθεί χρόνια πριν αλλά η μάινα τον τιμούσε ακόμα. Βέβαια, στο τέλος ψόφησε το πουλί γιατί κάθε φορά που πήγαιναν στη γιαγιά ο θείος και η θεία το ταΐζανε …μπριζόλες και πατάτες τηγανητές. «Μας κοιτάει που τρώμε, άρα θέλει κι αυτό» - έτσι έλεγαν. Πάντως, τότε η μάινα ήταν μια χαρά. Με ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα, της έριχνα μερικές χριστοπαναγίες και σκέπαζα το κλουβί με ένα τραπεζομάντιλο για να βγάλει το σκασμό.

Μια μέρα είχε γενέθλια η κορούλα του ξαδέρφου μου και θα έκαναν πάρτι. Πήγα κι αγόρασα χρωματιστά καπελάκια -που έγραφαν «Happy birthday»- και κάτι καραμούζες και ξεκινήσαμε με τη γιαγιά να πάμε στο πάρτι. Είχαμε φορέσει τα καπέλα και νομίζω πως κρατούσαμε και μπαλόνια. Ήμασταν πολύ ωραίο θέαμα. Η μαυροφορεμένη γιαγιά 87 ετών και ο μαντράχαλος εγγονός με τα καπελάκια και τα μπαλόνια να διασχίζουν τους δρόμους τραγουδώντας. Η γιαγιά έγινε η ψυχή του πάρτι – αυτό το πάρτι έμεινε αξέχαστο σε όσους παρευρέθηκαν. Ο ξάδελφός μου το κατέγραψε σε βίντεο και έτσι θυμούνται όλοι τη γιαγιά τη Σοφία όπως ήταν εκείνη τη μέρα. Χαρούμενη.

Ένα βράδυ γύρισα πολύ αργά στο σπίτι – ήμουν και λίγο μεθυσμένος. Η γιαγιά σηκώθηκε – δεν είχε ύπνο. Κάτσαμε στην κουζίνα και τρώγαμε …γύρο. Ήπιαμε και λίγο κρασί κι αρχίσαμε να συζητάμε τα …γκομενικά μας. «Γιαγιά εσύ αγάπησες ποτέ;». Έκανε μια γκριμάτσα σαν να μου έλεγε «τι πράγματα είναι αυτά που με ρωτάς» και μετά μου τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα.

Πριν γίνει η μικρασιατική καταστροφή, η γιαγιά αγαπούσε τον Σάββα. Δεν τα …είχανε – απλά, κοιταζόντουσαν και υπήρχε μια αμοιβαία συμπάθεια. Όταν αναγκάστηκαν να φύγουν κακήν κακώς, για να γλιτώσουν από τη σφαγή, έχασε τα ίχνη του. Παντρεύτηκε τον παππού ο οποίος, αρχικά, είχε πάει να ζητήσει την αδελφή της αλλά τελικά πήρε τη γιαγιά – έτσι γίνονταν τα πράγματα εκείνα τα χρόνια. Τον Σάββα δεν τον ξαναείδε ποτέ. Έμαθε όμως αργότερα πως ο Σάββας έγινε μεγάλος και τρανός στην Καβάλα – ασχολήθηκε με τα καπνά κι έπιασε την καλή. Το τι άκουσε ο Σάββας, εκείνο το βράδυ, από το στόμα μου δεν περιγράφεται. Κλαίγαμε από τα γέλια. Κοιμηθήκαμε όταν ξημέρωσε.

Της πήρα ένα αρκουδάκι για να έχει παρέα όταν θα φύγω. Της άρεσε πολύ και κοιμόντουσαν μαζί. Όλο ανέβαλλα την επιστροφή μου στην Αθήνα, γιατί δεν μου έκανε καρδιά να την αφήσω μόνη της. Στο τέλος της είπα «Γιαγιά δεν έρχεσαι μαζί μου στην Αθήνα;». Δέχτηκε αμέσως - είχαμε περάσει τόσο καλά παρέα που και στην Κίνα να της έλεγα να πάμε θα ερχόταν.

Πήγαμε στη Θεσσαλονίκη στη θεία για ένα βράδυ και το επόμενο πρωί ήμασταν στο αεροδρόμιο. Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ πριν με αεροπλάνο. Εκεί ανάμεσα στα σύννεφα τη ρώτησα «γιαγιά φοβάσαι;». «Τι να φοβηθώ παιδάκι μου;». Αισθάνθηκα εντελώς ηλίθιος. Ήμουν δίπλα σε μια γυναίκα που είχε ξεριζωθεί από την πατρίδα της, είχε γεννήσει δέκα παιδιά, είχε θάψει τα έξι απ’ αυτά, είχε περάσει κατοχή, εμφύλιο, φτώχια κι εγώ τη ρωτούσα αν φοβάται το αεροπλάνο.

Από τη γιαγιά τη Σοφία έμαθα πολλά πράγματα. Έμαθα να μην μισώ τους Τούρκους. Ήταν η δεκαεξάχρονη Τουρκάλα υπηρέτριά τους που τους έσωσε τη ζωή. «Φύγετε! Φύγετε! Έρχονται!». Μου εξήγησε πως οι Τούρκοι που ζούσαν μαζί με τους Έλληνες δεν τους πείραξαν – το κάθε άλλο. Θυμάμαι καλά πως ένιωσε όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη. Όσοι πρόσφυγες ήταν πάνω στο πλοίο ξέσπασαν σε κλάματα – νόμιζαν πως θα αντικρίσουν μια πόλη σαν τις δικές τους και είδαν ένα τουρκοχώρι με χαμηλά σπίτια.

Η γιαγιά η Σοφία με έμαθε να αγαπάω τους ανθρώπους και να είμαι υπομονετικός μαζί τους. Ποτέ δεν άκουσα από το στόμα της άσχημη κουβέντα για άλλον άνθρωπο. Και ποτέ δεν άκουσα άσχημη κουβέντα γι’ αυτήν. Την αγαπούσαν όλοι. Και τώρα ξέρω καλά πια πως μόνο ένα πράγμα μένει: η αγάπη.

Τον επόμενο χρόνο, η γιαγιά έφυγε. Λίγο πριν κλείσουν το φέρετρο, η θεία ακούμπησε δίπλα στο κεφάλι της το αρκουδάκι που της είχα χαρίσει. Δεν πήγα ποτέ ξανά εκεί, αν και έχω αγαπημένους συγγενείς. Πριν φύγει, της υποσχέθηκα πως θα πάω στο μέρος που γεννήθηκε. Δεν το έχω κάνει ακόμα.


Στον Βασίλη – να είσαι καλά φίλε