Οι Πάλοι είναι ένα γραφικό ψαροχώρι της Νισύρου με αμμώδη παραλία. Η ονομασία του χωριού προκαλεί ένα σωρό μπερδέματα σε όσους επισκέπτονται το νησί για πρώτη φορά. Για παράδειγμα επιβιβάζεται ο επισκέπτης στο λεωφορείο στο Μανδράκι και ο οδηγός τον ρωτάει : «Πάλοι;». «Τι πάλι;» ρωτάει με τη σειρά του ο αμέριμνος τουρίστας, «δεν έχω βγάλει εισιτήριο».
Στους Πάλους έχω ζήσει μερικές μοναδικές εμπειρίες. Όπως ένα απόγευμα που η παρέα έφυγε κι απέμεινα κάτω από το αρμυρίκι να διαβάζω το βιβλίο μου. Χαλάρωσα και με πήρε ο ύπνος μπρούμυτα. Όταν ξύπνησα, συνειδητοποίησα πως ήμουν εντελώς μόνος στην παραλία. Κοιμήθηκα λίγο ακόμα και κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο μου αισθάνθηκα πως κάποιος βρισκόταν πίσω μου. Γύρισα αργά το κεφάλι μου κι αντίκρισα μια τεράστια αγελάδα να με κοιτάει μέσα στα μάτια με λατρεία. Πραγματικά κόντεψα να τα κάνω πάνω μου.
Μετά το μπάνιο προτιμούσα να μένω για λίγο στους Πάλους – περισσότερο για να διαβάσω. Είναι πολύ ήσυχα, ιδιαίτερα τα απογεύματα. Στη μικρή πλατεία μπροστά στο λιμανάκι έχεις την εντύπωση πως ο χρόνος έχει σταματήσει στο 1941 και όπου να ‘ναι θα κάνουν την εμφάνισή τους οι Ιταλοί με τις μοτοσικλέτες. Καθόμουν στο καφενεδάκι δίπλα στη θάλασσα και διάβαζα με τις ώρες.
Εκεί διάβασα τον «Γκας τον γκάνγκστερ» του Σουρούνη. Θυμάμαι το σημείο που ο συγγραφέας περιγράφει τη σχολική παράσταση που έπρεπε να πει μια ατάκα για τους Τούρκους αλλά δεν ήθελε επειδή δεν μπορούσε να πει το «ρο» και φοβόταν να μη γίνει ρεζίλι στο κοριτσάκι που του άρεσε. Θα πρέπει να γελούσα δυνατά επί πέντε λεπτά με αυτή τη σκηνή – δεν μπορούσα να σταματήσω με τίποτα. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας πιτσιρίκος, κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του κι άρχισε να κατουράει με τον πιο φυσικό τρόπο μέσα στη θάλασσα δυο μέτρα δεξιά μου. Τα νέα χάχανα λειτούργησαν σαν φρένο στα προηγούμενα και σταμάτησα να γελάω.
Κάθε απόγευμα παράγγελνα έναν καφέ κι ένα μπακλαβά γωνία. Στη Νίσυρο πρέπει να έχω το απόλυτο ρεκόρ στους μπακλαβάδες γωνία. Μου έκανε εντύπωση πως πάντα είχε γωνία. Μιας και το καλοκαίρι ευνοεί τα φιλοσοφικά ερωτήματα, αναρωτιόμουν για μέρες πως ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Υπέθεσα πως η μαγείρισσα έφτιαχνε τον μπακλαβά σε ένα ειδικό ταψί που είχε όλο γωνίες – προσπαθούσα μάλιστα να φανταστώ το σχήμα του . Μια μέρα δεν άντεξα και τη ρώτησα πως είναι το ταψί. Το ερώτημά μου μάλλον την εντυπωσίασε γιατί με κάλεσε στην κουζίνα για να μου το δείξει. Ήταν ένα απλό ταψί με τέσσερις γωνίες – ένιωσα μια μικρή απογοήτευση αλλά φρόντισα να μην της τη δείξω.
Ήμουν στους Πάλους και την ημέρα που έγινε η έκλειψη ηλίου – το ’99 νομίζω. Προσωπικά αδιαφορούσα πλήρως για το φαινόμενο – ναι, θα μπει το φεγγάρι ανάμεσα στη Γη και στον Ήλιο και χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. Κανείς στην παρέα δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον αλλά η παραλία ήταν γεμάτη παιδάκια με έντονες ανησυχίες για τα ουράνια φαινόμενα. Ένας μπόμπιρας γύρω στα πέντε μας είχε πάρει τ’ αυτιά : «Μαμά πότε θα γίνει η …έκπληξη;». Η μαμά του τον διόρθωνε συνεχώς αλλά αυτός δεν μπορούσε να πει «έκλειψη» και επέμενε στην «έκπληξη».
Κάποια στιγμή ησύχασε επιτέλους – σκέφτηκα πως κάποιος δεν άντεξε και τον έπνιξε. Μετά από λίγη ώρα τον άκουσα να φωνάζει και πάλι. Αυτή τη φορά ήταν αδύνατον να καταλάβω τι έλεγε. Ο μικρός επέμενε αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Αποφάσισα να ασχοληθώ μαζί του για να καλύψω το κενό. Τον αναζήτησα με το βλέμμα και τον εντόπισα στον δρόμο πάνω από την παραλία. Κούναγε χέρια και πόδια σαν σπαστικό. Σηκώθηκα αργά-αργά, διέσχισα τον δρόμο και τον πλησίασα.
«Τι έπαθες;». Έφερε το δείκτη στο στόμα του κάνοντας μου νόημα να κάνω ησυχία και με το άλλο χέρι μου έδειξε κάτι σπασμένες πόρτες παρατημένες στο διπλανό χωράφι. «Τι είναι;» τον ρώτησα. Με έπιασε από το χέρι και κάναμε τρία βήματα μέσα στο χωράφι. Πάλι δεν καταλάβαινα τι μου έδειχνε. Τότε σήκωσε προσεκτικά ένα ξύλο. Από κάτω ήταν πέντε αυγά. Ήταν η ώρα που τα αυγά έσκαγαν κι από μέσα έβγαιναν πέντε παπάκια. Ήταν καταπληκτικό. Όσο αδιαφορώ για τα ουράνια φαινόμενα, τόσο μαγεύομαι από τα επίγεια.
Κάτσαμε σε βαθύ κάθισμα και παρακολουθήσαμε τα παπάκια να βγαίνουν από τα αυγά. Κάθε λίγο κοιταζόμασταν με αυτό το βλέμμα που έχουν οι άνθρωποι, όταν ξέρουν πως μοιράζονται μια μοναδική στιγμή. Ανησυχούσε που η μαμά τους δεν ήταν εκεί. Τον καθησύχασα λέγοντάς του πως θα έρθει και πως ήμασταν τυχεροί που δεν ήταν εκεί, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε αυτό το μοναδικό γεγονός. Πράγματι μετά από λίγο εμφανίστηκε μια τεράστια πάπια με άγριες διαθέσεις κι απομακρυνθήκαμε.
Η μητέρα του τον φώναξε για να φύγουν. Με αποχαιρέτησε λες και ήμασταν παλιόφιλοι κι έφυγε τρέχοντας. «Σε ευχαριστώ» του φώναξα. Σταμάτησε, γύρισε και με κοίταξε με απορία. «Γιατί με ευχαριστείς;» «Για την έκπληξη».
Στον Σ. Καλό ταξίδι φίλε. Να προσέχεις.