Δεν ξέρω γιατί, αλλά απόψε ήρθες στη σκέψη μου. Ήσουν πάλι δεκαπέντε χρονών κι έπινες amita πορτοκάλι με τις φίλες σου καθισμένη στο μπαρ. Έτσι σε πρωτογνώρισα. Πόσο όμορφη ήσουν – σε ζήλευαν τα άλλα κορίτσια.
Δεν έχω χορέψει με καμία όπως μαζί σου. Πάντα χορεύαμε, θυμάσαι; Τους περισσότερους χορούς τους έμαθα από σένα. Η ρούμπα μου άρεσε πιο πολύ. Ειδικά στο σημείο που ο καβαλιέρος κατεβάζει το χέρι της ντάμας, τα πόδια μένουν καρφωμένα στο πάτωμα και τα κορμιά κινούνται μαζί μπρος πίσω – αυτή η στιγμή με τρέλαινε. Αλλά και τα χασάπικά μας ήταν όμορφα – σταματούσε η κυκλοφορία όταν χορεύαμε. Πάντα έλεγες πως θα μου δείξεις κι άλλα βήματα και πάντα το αναβάλλαμε.
Θυμάμαι την έκφραση του Γιάννη, όταν μπήκες ξαφνικά στο μπαρ – είχαμε να ειδωθούμε πέντε μήνες- με τις βαλίτσες στο χέρι κι αρχίσαμε να χορεύουμε το «Δεν μπορεί κανείς να ξέρει» του Χατζιδάκι από το «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος». «Μη νομίζεις πως εγώ είμαι ένα αγόρι που δεν γελώ…». Αυτό ήταν το τραγούδι μας. Και μετά, τη Σουηδέζα που γεμάτη απορία, ήρθε και μας ρώτησε αν είμαστε Έλληνες, γιατί μας εύρισκε «πολύ όμορφους για Έλληνες» – έπαιρνα κι εγώ από την ομορφιά σου.
Κι ένα άλλο βράδυ, που αφού γυρίσαμε όλα τα μπαρ του νησιού γυρίσαμε σχεδόν χαράματα μεθυσμένοι στο σπίτι – φωνάζαμε και γελούσαμε. Άκουσα ξανά μια φωνή από το απέναντι ξενοδοχείο να λέει «λίγκη ησυκία παρικαλώ» και είδα πάλι τον αόρατο δυστυχή τουρίστα, που ξυπνήσαμε, να ψάχνει στα λεξικά μέσα στην άγρια νύχτα, για να μας κάνει συστάσεις. Νόμιζα πως θα σπάσει το στομάχι μου από τα γέλια, αλλά κι εσύ δεν πήγαινες πίσω. Είχες βάλει το κεφάλι σου κάτω από τρία μαξιλάρια για να μην ακούγεσαι. Πάνω που σταματούσαμε τα γέλια, κοιταζόμασταν ξανά και γελούσαμε άλλο ένα τέταρτο.
Κι άσχημες στιγμές θυμήθηκα. Πιο έντονα τον αποχαιρετισμό στην Ι. τη μέρα της γιορτής μου. Τις έδιωξα όμως γρήγορα και σε είδα ξανά τη μέρα που έφευγες για Σαντορίνη – τώρα μπορώ να σου πω πως εκείνη τη μέρα ήσουν πιο όμορφη από ποτέ. Κουβαλούσα τις βαλίτσες σου και σου είπα να βάλεις χάντρα για να μη σε ματιάσουν. Φορούσες κι εκείνο το καπέλο από τη Λατινική Αμερική – όλο το λιμάνι εσένα κοιτούσε.
Σ’ έπιασε το μάτι – κι ας ήταν από θαυμασμό – και σου πήρε το καπέλο ο αέρας και το ‘ριξε στη θάλασσα να πλέει ανάμεσα στις αραγμένες βάρκες. «Πάει το καπέλο της κοπέλας» είπε μια κυρία δίπλα μας. «Άσ’ το, δεν πειράζει, έρχεται το καράβι» πετάχτηκες εσύ, αλλά δεν μου πήγαινε η καρδιά να χάσεις τόσο άδοξα το καινούργιο σου καπέλο, που σου πήγαινε τόσο πολύ. Σκέφτηκα πως αν καθίσω στο μόλο και τραβήξω το σχοινί της βάρκας, ίσως μαζί με τη βάρκα έρθει και το καπέλο σου. Βασανίστηκα για ώρα, αλλά στο τέλος έφτασα με τα δάχτυλα του ποδιού το καπέλο και το πέταξα προς το χέρι μου εν μέσω χειροκροτημάτων του συγκεντρωμένου πλήθους. Γελούσες σαν παιδί και μου είπες πως ήταν από τα πιο αστεία πράγματα που είχες δει στη ζωή σου γιατί πίστευες πως θα πέσω στη θάλασσα – ήθελες να με βγάλεις φωτογραφία, αλλά δεν το έκανες, εκτιμώντας τον αγώνα που έκανα.
Κι έφτασε εκείνο το Σάββατο μια βδομάδα πριν το Πάσχα που κόντεψες να με πνίξεις. Δυο φορές το ένιωσα αυτό στη ζωή μου – η μια ήταν αυτή. Μπράβο σου που το κατάφερες – στο είπα. Και το είδες στα μάτια μου αλλά επέμενες. Ήξερες πως σου λέω αλήθεια, αλλά προείχε το συμφέρον σου. Ποιο συμφέρον σου όμως; Μια ζωή σου έλεγα πως συμφέρον είναι να σώσεις την ψυχή σου – δουλειές κι εντυπώσεις δεν μετράνε. Δεν στο ‘λεγα μόνο – στο έδειχνα και με τις πράξεις μου. Κι ακόμα σου ‘δειξα μέρα μεσημέρι τον ουρανό, αλλά δεν τα έβλεπες τα αστέρια – τα αστέρια όμως είναι πάντα εκεί και μην αμφιβάλλεις ποτέ.
Ποτέ δεν πίστεψες πως δεν θα θέλω να σε ξαναδώ – να που έγινε όμως. Πολλοί ακόμα και σήμερα δεν το πιστεύουν πως εμείς οι δυο δεν μιλάμε. Να σου πω την αλήθεια, ώρες- ώρες ούτε εγώ το πιστεύω. Κι ας σου είπα πως προτιμώ να σε κρατήσω στο μυαλό μου, όπως ήσουν όταν σε γνώρισα. Ξέρω πως μ’ αγαπάς και ξέρεις πως σ’ αγαπάω – δεν τους χωρίζει όμως η αγάπη τους ανθρώπους, αλλά το «συμφέρον».
Ο Νίτσε λέει πως «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό». Αλήθεια είναι, αλλά τι να την κάνω τέτοια δύναμη; Κουράστηκα να μετράω απόπειρες φόνου. Δεν με σκότωσες, αλλά δεν αισθάνομαι πιο δυνατός. Τις μέρες της λύπης μου που ήρθες να με βρεις, θα σου μιλούσα, αν ήμασταν μόνοι μας. Σηκώθηκα απ’ τη θέση μου για να μη με φιλήσεις – το κατάλαβες. Αντρικός εγωισμός ήταν αυτό, κι ας είχα ζήσει μόλις όλη τη ματαιότητα του κόσμου στην ψυχή μου. Μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι.
Χαμογελάω γράφοντας αυτές τις γραμμές – πικρά, αλλά χαμογελάω. Και θυμάμαι εκείνο το γράμμα που σου έγραψα, όταν χιόνισε κι έκλεισαν οι δρόμοι. Τέσσερα τετράγωνα μακριά ήσουν, αλλά σου έγραψα. Το έχεις αυτό το γράμμα – μου το έδειξες μετά από χρόνια. Όσα σου είχα γράψει, τα φύλαγες – γράφεις όμορφα μου έλεγες. Αυτό το γράμμα όμως δεν θα το διαβάσεις ποτέ. Μπορεί να το διαβάσουν τυχαίοι άνθρωποι, περίεργοι, άγνωστοι – όλοι, εκτός από σένα. Δεν είναι άδικο όμως – μερικά πράγματα τα κατάλαβαν όλοι, εκτός από σένα.
«…και τις νύχτες υποφέρω, προσπαθώ να καταφέρω, κάτι να φανερωθεί…»