Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2005

Φεσ(τ)ιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης (ευτυχισμένο το νέο έτος 1966)

Image Hosted by ImageShack.us

Του Άλκη Χαριστέα


Γειά σου μάνα Σαλονίκη


Το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκε με τη δεύτερη βραδιά που ανήκε στους επώνυμους καλλιτέχνες. Οι Θεσσαλονικείς κατέκλυσαν το κλειστό γήπεδο του ΠΑΟΚ στην Πυλαία και αποθέωσαν τους διαγωνιζόμενους καλλιτέχνες, αλλά και τους δυο Θεσσαλονικείς παρουσιαστές, Ιεροκλή Μιχαηλίδη και Δημήτρη Σταρόβα. Οι δυο Θεσσαλονικείς παρουσιαστές απογείωσαν τη βραδιά με τη θεσσαλονικιώτικη ευρηματικότητά τους και με το θεσσαλονικιώτικο χιούμορ τους, που μοιάζει με το βρετανικό, αλλά με λίγη περισσότερη χοληστερίνη κι ανεβασμένα τριγλυκερίδια.


Ο διαγωνισμός

Πρώτος διαγωνίστηκε ο Λουδοβίκος των Ανωγείων με το τραγούδι «Και με ρωτάς», μια σύνθεση του Κώστα Καραμανλή σε στίχους Νατάσας Παζαΐτη , η οποία μάλιστα συμμετείχε στα φωνητικά. Ο Λουδοβίκος ξεσήκωσε το δύσκολο κοινό της Θεσσαλονίκης, καθώς το τραγούδι του ήταν ένα μοιρολόι σε ρυθμό κρητικής σάμπας και στο τέλος το αφιέρωσε στον Αδάμ Ρεγκούζα, ο οποίος έπεσε θύμα του αθηναϊκού κατεστημένου, αλλά αυτό δεν του βγήκε σε κακό, αφού επέστρεψε στην όμορφη Θεσσαλονίκη και βρήκε τη γιατρειά του ο άνθρωπος – άσε που του έφυγαν και οι άσπρες τρίχες.

Αίσθηση δημιούργησε το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη και του Κώστα Λειβαδά, «Μάγια Μελάγια», που έχει γραφτεί για τη Σπεράντζα Βρανά . Αρχικά επρόκειτο να το τραγουδήσουν μαζί οι δυο συνθέτες, αλλά επειδή πάνω στη σκηνή έμοιαζαν με το Χοντρό και το Λιγνό, αποφάσισαν να το πει ο Κραουνάκης με τη Δήμητρα Γαλάνη, ώστε να υπάρξει κάποια σκηνική ισορροπία. Ο Σταμάτης Κραουνάκης έκλεψε για μια ακόμα φορά την παράσταση, καθώς είναι ο μόνος άντρας στον κόσμο, που δένει τη ζώνη του παντελονιού του στο λαιμό του. Το πρωτοποριακό αυτό στιλιστικό εύρημα έχει σαν αποτέλεσμα οι τσέπες του παντελονιού του να είναι στις μασχάλες του και να μην μπορεί ποτέ να βγάλει το πορτοφόλι του για να πληρώσει, με συνέπεια οι φίλοι του να τον αποκαλούν «τσιφούτη».

Ένα άλλο πολύ ωραίο δίδυμο ήταν αυτό της Τάνιας Τσανακλίδου και του Στέφανου Κορκολή. Ο καλός συνθέτης συνόδευσε στο πιάνο τη σπουδαία ερμηνεύτρια στο τραγούδι «Μπλουζάκι», το οποίο έγραψε ο ίδιος. Το τραγούδι αρχικά επρόκειτο να το τραγουδήσει η Καλομοίρα, αλλά ο κ. Κορκολής φοβήθηκε μήπως το κοινό κάνει τίποτα περίεργους συνειρμούς λόγω της γνωστής περιπέτειάς του με τη Δικαιοσύνη κι έτσι ζήτησε να το τραγουδήσει η Σοφία Βέμπο, αλλά αυτό δεν στάθηκε δυνατό για λόγους ανωτέρας βίας. Μετά απευθύνθηκε στη Μαίρη Λίντα, την Πόλυ Πάνου και την Καίτη Γκρέι, αλλά δεν τις άφηναν οι μαμάδες τους. Έτσι στο τέλος πείστηκε πως και η Τάνια, με το κατάλληλο μακιγιάζ, θα την έκανε τη δουλειά της.

Ο Στέλιος Διονυσίου αιφνιδίασε το κοινό, μιας και διάλεξε να πει ένα τραγούδι του Χρήστου Νικολόπουλου που ήταν σε ζεϊμπέκικο ρυθμό και όχι στα συνήθη ραπ ακούσματα που μας έχει συνηθίσει. Το κοινό ανταποκρίθηκε στον πειραματισμό αυτό και ο καλλιτέχνης μας ενημέρωσε πως εκτός από τον μικρότερο αδερφό του, Διαμαντή, ο πατέρας του έχει κι άλλα τέσσερα εξώγαμα αγόρια, τα οποία έχουν ακριβώς την ίδια φωνή με τον Στράτο και θα σκάσουν μύτη τα επόμενα χρόνια.

Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, που όσο πάει μοιάζει με τον Παβαρότι σε όλα εκτός της φωνής, έβγαλε ένα λόγο μανιφέστο στο δύσκολο κοινό της Θεσσαλονίκης, αλλά μετά ξέχασε τα λόγια του τραγουδιού του, πράγμα που δεν ενόχλησε καθόλου τους ακροατές, καθώς αυτή ήταν και η πιο καλή στιγμή της παρουσίας του στη σκηνή.

Πολύ όμορφο ήταν και το τραγούδι που συνέθεσε ο Γιάννης Σπανός και με το οποίο κηρύχτηκε η ανεπίσημη έναρξη του «Fame Story 4». Ακούγοντας το τραγούδι είχες ανά πάσα στιγμή την εντύπωση, πως από κάπου θα πεταχτούν ο Λάκης Κομνηνός και η Έλενα Ναθαναήλ και θα αρχίσουν τα ζουζουνίσματα και τα κυνηγητά στους αγρούς και στις παραλίες, αλλά οι μόνοι που εμφανίστηκαν τελικά ήταν ο Αντώνης Βαρδής με τον γιο του Γιάννη, τον οποίο δεν αφήνει ποτέ από τα μάτια του, γιατί ο χώρος του τραγουδιού είναι βρώμικος και υπάρχει κίνδυνος να πέσει στα ναρκωτικά και στις πουτάνες. Ο Γιάννης Βαρδής τραγούδησε το «Μια βραδιά στη Σαλονίκη» και ξεσήκωσε το δύσκολο κοινό της Σαλονίκης που τον αποθέωσε, συγχωρώντας του το γεγονός πως τραγουδάει με τη μύτη. Αυτό το παιδί, έτσι που τσιρίζει, ή κρεατάκια έχει, ή το σκουλαρίκι που φοράει στο αυτί πατάει κάποιο νεύρο και τον πονάει.

Ο Φίλιππος Πλιάτσικας και ο Μανόλης Φάμελλος είπαν δυο πολύ ωραία τραγούδια, που σε έκαναν να σκέφτεσαι πως ο θάνατος δεν είναι και κακή λύση τελικά, για να μη σας πω ότι με έπεισαν πως μόνο ο θάνατος μας μένει. Οι δυο ταπεινοί καλλιτέχνες έγραψαν στίχους και μουσική στα τραγούδια τους και βέβαια τα ερμήνευσαν μόνοι τους, προφανώς για να μη μοιραστούν με κανέναν την αμοιβή που θα έπαιρναν από το Φεστιβάλ, καθώς είχαμε μια ακόμα παγκόσμια πρωτοτυπία : οι επώνυμοι καλλιτέχνες που συμμετείχαν στο Φεστιβάλ πληρώθηκαν – τελικά μόνο το δύσκολο κοινό της Θεσσαλονίκης δεν πήρε φράγκο απ’ αυτήν την ιστορία. Αλλά γι’ αυτό είναι δύσκολο – μπορεί να τους τα έδιναν και να μην τα έπαιρναν.

Ο διαγωνισμός έκλεισε με το τραγούδι «Ξένο ρούχο» που είχε κερδίσει την πρώτη βραδιά και το ερμήνευσε η νέα καλλιτέχνιδα Σταυρούλα Αρβανιτοπούλου-Αρβανιτάκη- Τσαλιγοπούλου, η οποία είναι εγγαστρίμυθος.

Οι δυο Θεσσαλονικείς παρουσιαστές έκαναν την έκπληξη, όταν ανακοίνωσαν πως μπορούν να ψηφίσουν από το τηλέφωνο και οι μη Θεσσαλονικείς τηλεθεατές του διαγωνισμού, συμπληρώνοντας πως αυτό γίνεται δοκιμαστικά, για να δουν, αν έχουν ωριμάσει πολιτιστικά και οι υπόλοιποι Έλληνες, ώστε να μπορέσουν να ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια το δύσκολο κοινό της Θεσσαλονίκης.


Γέρασα και δεν ξέρω τι λέω

Αμέσως μετά ανέβηκε στη σκηνή ο Θεσσαλονικιός τραγουδοποιός, Διονύσης Σαββόπουλος, που έφτασε με καθυστέρηση στο χώρο του Φεστιβάλ γιατί είχε μπερδέψει τους δρόμους και πήγαινε ντουγρού για τη Φιλοθέη όπου και διαμένει. Ο κ. Σαββόπουλος προλόγισε ένα αφιέρωμα στον μεγάλο Σταύρο Κουγιουμτζή, το οποίο είχε επιμεληθεί ο ίδιος μαζί με τη Λίνα Νικολακοπούλου, η οποία δεν τόλμησε να εμφανιστεί επειδή δεν είναι από τη Θεσσαλονίκη, λέγοντας πως ο αείμνηστος συνθέτης «μας έδωσε 1000 μελωδίες και ένα μάθημα, πώς να είμαστε αξιοπρεπείς». Προφανώς σε αυτό το μάθημα ο κ. Σαββόπουλος ήταν απών, γιατί δεν νομίζω πως στον εκλιπόντα θα άρεσε ιδαίτερα να γίνεται η μνήμη του αφορμή για διαίρεση των Ελλήνων σε Θεσσαλονικείς και Αθηναίους. Τέλος πάντων, μάλλον είναι πολύ μεγάλες οι ενοχές του κ. Σαββόπουλου, ο οποίος πέρασε τη ζωή του στην Αθήνα, μαζεύοντας μπικικίνια και τακιμιάζοντας με την εκάστοτε εξουσία, και μάλλον υπερέβαλλε στο λόγο του για να πείσει το δύσκολο κοινό της Θεσσαλονίκης – παίζει ρόλο βέβαια και η κλιμακτήριος. Το κοινό πάντως τον αποθέωσε τραγουδώντας το διαχρονικό χιτ : «Βάλτε φωτιά, κάψτε καλά, Ομόνοια και Πειραιά,το Σύνταγμα και τη Βουλή, την μπασταρδούπολη αυτή και της μαμάς τους το μουνί». (τραγουδιέται στο ρυθμό του "είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς")


Το αφιέρωμα

Το αφιέρωμα στον αξέχαστο Έλληνα συνθέτη, που ακολούθησε, ήταν το καλύτερο κομμάτι της βραδιάς, αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως θα ήθελε τα τραγούδια του να ακούγονται σ’ αυτό το Φεστιβάλ. Έτσι είναι όμως : όταν πεθαίνεις, σε κάνουν ό,τι θέλουν – είτε είσαι Θεσσαλονικιός, είτε κοινός θνητός. Ενώ το κοινό συνόδευε τους τραγουδιστές στα αθάνατα τραγούδια του Σταύρου Κουγιουμτζή, πάνω στη σκηνή εμφανίστηκαν πρόσκοποι από τα συστήματα Τούμπας, Αναλήψεως και Λευκού Πύργου και ναυτοπρόσκοποι από την Καλαμαριά. Αίσθηση δημιούργησε ακόμα η Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών Πανοράματος και οι ναυαγοσώστες της πλατείας Ναυαρίνου – περιττό να πούμε, πως όλοι οι συμμετέχοντες ήταν Θεσσαλονικείς τουλάχιστον οκτώ γενιές πίσω και ο κ. Σαββόπουλος τους είχε κάνει τεστ DNA και μπουγάτσας με τυρί. Έτσι που έβλεπες τους πρόσκοπους πάνω στη σκηνή, νόμιζες πως όπου να ‘ναι θα βγει κι ο Επιτάφιος, με αποτέλεσμα να μπερδευτεί η γιαγιά μου, που είναι Θεσσαλονικιά μετανάστρια στην Αθήνα, και να βγει στους δρόμους με τη νυχτικιά και το κερί, ψέλνοντας το «Ω γλυκύ μου έαρ» και να τη μαζεύουμε από την πλατεία Κολωνακίου στις τρεις το πρωί – στο τσακ προλάβαμε να μην τη μαγαρίσουν κάτι ανώμαλοι χαμουτζήδες .


Η απονομή


Στο τέλος οι επώνυμοι καλλιτέχνες βγήκαν όλοι μαζί στη σκηνή για να δείξουν πως είναι αγαπημένοι κι αρχίσανε τις μαλακιούλες και τους χαριεντισμούς μεταξύ τους – ε βέβαια, άμα έχεις πάρει ένα σκασμό λεφτά για ένα τραγούδι που δεν ακούγεται, τι ζόρι τραβάς; Το βραβείο έδωσαν δυο παιδάκια, που βέβαια ήταν από τη Θεσσαλονίκη – συγκεκριμένα και τα δυο είχαν γεννηθεί στις πολεμίστρες του Λευκού Πύργου. Πρώτο αναδείχτηκε το τραγούδι «Ξένο ρούχο» της εγγαστρίμυθου καλλιτέχνιδας, Σταυρούλας Αρβανιτοπούλου – Αρβανιτάκη – Τσαλιγοπούλου, η οποία δεν ξέρω αν θα κάνει καριέρα στο τραγούδι, αλλά είναι θηλυκός Μητσικώστας. Το αποτέλεσμα κρίνεται σωστό για δυο λόγους : αφενός με αυτόν τον τρόπο δεν τσακώθηκαν μεταξύ τους οι επώνυμοι καλλιτέχνες και αφετέρου ήταν η μόνη που δεν είχε πληρωθεί.


Η υποδοχή


Η υποδοχή της θριαμβεύτριας της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα, θα γίνει σήμερα το απόγευμα στο Παναθηναϊκό Στάδιο και θα της αποδοθούν τιμές αρχηγού κράτους. Την υποδοχή και το καλλιτεχνικό πρόγραμμα που θα ακολουθήσει έχει επιμεληθεί ο Διονύσης Σαββόπουλος.




(Το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης κόστισε 1,5 εκατομμύριο ευρώ. Στους Έλληνες.)


Ακόμα δυο κείμενα με θέμα το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης είναι : "Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης - Περήφανα νιάτα" και "Οι μεγάλοι καλλιτέχνες μένουν πάντα παιδιά!".